Με αγωνία, παρά τα κάπως ενθαρρυντικά προκαταρκτικά στοιχεία, αναμένουν οι κεντρικές τράπεζες τα στοιχεία για τον δομικό πληθωρισμό, τα οποία αναμένεται να γίνουν γνωστά μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα, προκειμένου να καθορίσουν την περαιτέρω πολιτική τους στο θέμα των επιτοκίων.

Η οικονομία της ευρωζώνης, σε γενικές γραμμές βρίσκεται μεταξύ συγκράτησης των προσδοκιών για ανάκαμψη, αλλά και διαπιστώσεων για το αντίθετο, καθώς η Γερμανία και η Γαλλία, οι δύο ισχυρότερες χώρες, βρίσκονται σε φθίνουσα τροχιά.

Συνολικά η Ευρωζώνη έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα, όπως το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας της, τις απώλειες μεγάλων αγορών – με πρώτες Κίνα και Ρωσία, που επηρεάζουν άμεσα τις εξαγωγές και τη λειτουργία μεγάλου μέρους ακόμα και κραταιών επιχειρήσεων – και φυσικά και τα απόνερα του ενεργειακού προβλήματος, μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας από τη Ρωσία.

Την ίδια ώρα, το πετρέλαιο πλησιάζει τα 100 δολ/βαρέλι, δημιουργώντας επιπρόσθετα προβλήματα σε όλο το φάσμα της παραγωγής, αλλά και της κοινωνίας.

Όλα τα προαναφερόμενα, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε νέες πληθωριστικές πιέσεις, ακόμα και στον πληθωρισμό που δεν περιλαμβάνει τρόφιμα και ενέργεια, εμποδίζοντας την ανάπτυξη και δημιουργώντας συνθήκες ύφεσης.

Ακριβώς για τους προαναφερόμενους λόγους, τα στοιχεία που θα δημοσιοποιηθούν αυτή την εβδομάδα, θα είναι το πρωταρχικό στοιχείο, το οποίο θα λάβουν υπόψη τους και η ΕΚΤ και η Fed, προκειμένου να καθορίσουν την περαιτέρω στάση τους στο θέμα των επιτοκίων.

Τα οποία, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει, αν θα παραμείνουν “παγωμένα” και για πόσο ή αν θα έχουμε και πάλι μία ακόμα αύξησή τους, παρά τις φωνές που ολοένα πληθαίνουν, τόσο από τις επιχειρήσεις, όσο και από τους συναλλασσόμενους κάθε κατηγορίας, ότι “πνίγονται” από τη θηλιά των υψηλών επιτοκίων.

Τα οποία, κανείς πλέον δεν περιμένει να μειωθούν κατά τους προσεχείς μήνες, ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι οικονομολόγοι και αναλυτές.

Στην καλύτερη περίπτωση να μείνουν στα τωρινά υψηλά επίπεδα, τουλάχιστον μέχρι την ερχόμενη άνοιξη, καθώς ουδείς μπορεί να υπολογίσει με βεβαιότητα πόσο χρόνο θα χρειαστεί για να αποκλιμακωθεί ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξακολουθεί να κινείται σε υψηλή τροχιά, τροφοδοτούμενος συνεχώς από νέες αιτίες και παράγοντες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κεντρικές τράπεζες είναι “υποχρεωμένες” είτε να ανεβάσουν για μία ακόμα φορά τα επιτόκια ή να διατηρήσουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα…

Διαβάστε ακόμη: