search

DOCUMENTS

Τα «μυστικά» του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023

Oι οικονομικές παρενέργειες του πολέμου στην Ουκρανία, τα μέτρα στήριξης, και η εξέλιξη του δημόσιου χρέους.

Τα μεγάλα στοιχήματα για την οικονομία το 2023

Με το “καλημέρα” το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παραδέχεται ότι, ο κρατικός  προϋπολογισμός του 2023 καταρτίστηκε υπό συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις προκλήσεις που αφορούν την ενεργειακή κρίση, και την συνακόλουθη την πληθωριστική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με το Σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την υγειονομική κρίση που έχει οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες στο σύστημα υγείας, αλλά και τις επιπλέον, έναντι του 2019 και παρελθόντων ετών, δαπάνες για την αναγκαία αμυντική θωράκιση της χώρας.

Την ίδια στιγμή καλείται να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, σε χρονιά διεθνούς επιβράδυνσης ή και ύφεσης, αλλά και να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ζωής και της ευημερίας όλων των πολιτών.

Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο για το 2023, είναι αυξημένοι και συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές προκλήσεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, τις τιμές της ενέργειας και των καυσίμων και την Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική.

Η αβεβαιότητα γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που δυσχεραίνει τη διενέργεια ασφαλών προβλέψεων παγκοσμίως.

Εντούτοις, και με βάση την εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό του 2023, το βασικό όπλο οικονομικής άμυνας της χώρας είναι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, κατευθύνοντας τους πόρους που είναι διαθέσιμοι, στον μετριασμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης και του αυξημένου πληθωρισμού στην Ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας.

Παράλληλα, η τήρηση των ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων είναι το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη.

Από την πλευρά του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), στην αξιολόγησή του του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023 εντοπίζει σημαντικές αβεβαιότητες για τον στόχο του επόμενου έτους. Οι αβεβαιότητες αφορούν κυρίως τις διεθνείς εξελίξεις, ιδιαίτερα τις τιμές της ενέργειας και το ύψος των επιτοκίων δανεισμού, που μπορούν να ανατρέψουν τόσο τις μακροοικονομικές όσο και τις δημοσιονομικές προβλέψεις και να απαιτήσουν διορθωτικές κινήσεις.

Επισημαίνουμε ακόμα τον πολιτικό κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης εξαιτίας των πολιτικών συσχετισμών και του οξυμένου κλίματος.

Προϋπολογισμός: Πως θα «τρέξει» η ελληνική οικονομία το 2020

Οι βασικές προβλέψεις

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, η ελληνική οικονομία, κατά το ΥΠΟΙΚ, έχει επιδείξει μέχρι στιγμής σημαντική ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από τα δημοσιονομικά μέτρα της πολιτείας.

Ως αποτέλεσμα, για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,6%, σχεδόν διπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έναντι 5,3% που είχε προβλεφθεί στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2023, 4,5% που είχε προβλεφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022, τη στιγμή που ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται να αυξηθεί κατά 9,7%, εν μέσω διεθνών πληθωριστικών πιέσεων.

Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω και να διαμορφωθεί σε 12,7% έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον προϋπολογισμό του 2022.

Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, το θετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα υποστηρίχθηκε εντός του 2022 από δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,8 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, μέτρα ύψους 4,4 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και μεταρρυθμίσεις προς όφελος των πολιτών, όπως ενδεικτικά είναι:

• η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% συνολικά μέσα στο 2022,
• η μόνιμη και σημαντική μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ),
• η επέκταση της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης,
• η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών,
• η μείωση του τέλους κινητής τηλεφωνίας,
• η διπλή οικονομική ενίσχυση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων,
• η αύξηση του στεγαστικού φοιτητικού επιδόματος,
• η επέκταση του επιδόματος μητρότητας στον ιδιωτικό τομέα και
• τα σημαντικά κίνητρα για επέκταση της πλήρους απασχόλησης

Για το 2023, και υπό τις εξαιρετικά αβέβαιες συνθήκες διαμόρφωσης προβλέψεων όπως σημειώνεται στον προϋπολογισμό, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5%, έναντι 6,1% της Ευρωζώνης και 7,0% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,8%, έναντι μόλις 0,3% που εκτιμάται για τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ο Κρατικός προϋπολογισμός και οι δημοσιονομικές επιδόσεις

Επιπλέον, ο προϋπολογισμός του 2023 είναι ο πρώτος κρατικός προϋπολογισμός τα τελευταία δώδεκα έτη, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας. Συνεπώς πλέον, όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη απεικονίζονται μόνο με την κοινή μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ESA) και παραλείπονται πλέον εκτιμήσεις κατά πρόγραμμα.

Το γεγονός αυτό ωστόσο, καταδεικνύει την εθνική ευθύνη απέναντι στις θυσίες των πολιτών τα τελευταία δώδεκα έτη, αλλά και στη νέα γενιά, να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, βασιζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις, ακόμη και σε περιόδους αντίξοων διεθνών συγκυριών, όπως αυτή που διανύουμε.

Οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αναφορικά με το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης, ήτοι ελλείμματος 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ για το 2023, αναθεωρούνται σε έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023.

Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, διατηρείται η δημοσιονομική ισορροπία για την εν λόγω περίοδο και διοχετεύονται οι απαραίτητοι πόροι, έχοντας χτίσει με διορατικότητα ασφαλή ταμειακά διαθέσιμα, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων κατά το νέο έτος.

Στο ανωτέρω αποτέλεσμα, για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,1 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους και 1,1 δισ. ευρώ από συγχρηματοδοτούμενους πόρους, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης του αυξημένου πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης.

Επιπλέον, για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,6 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 440 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,7 δισ. ευρώ.

Η μεγάλη επιστροφή της οικονομίας: Αύξηση του ΑΕΠ +10% το Β´ τρίμηνο!

Η αξιολόγηση των μακροοικονομικών προβλέψεων

Σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις επί των οποίων βασίζεται το σχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), στην δική του αξιολόγηση σημειώνει μεταξύ άλλων ότι, η πρόβλεψη για την εξέλιξη του ΑΕΠ δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά για το 2023 σε σχέση με του Προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Συγκεκριμένα, το ΥΠΟΙΚ αναθεώρησε προς τα πάνω σε σχέση με το ΠΣΚΠ την αναμενόμενη μεγέθυνση για το 2022 (5,6% έναντι 5,3%), αλλά προς τα κάτω την πρόβλεψη για το 2023 (1,8% έναντι 2,1%).

Κατά συνέπεια, το ΑΕΠ σε απόλυτα μεγέθη για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί σύμφωνα με το ΣΚΠ στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με εκείνο του προσχεδίου (ήτοι 194.850 εκατ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2015 έναντι 194.506 εκατ. του προσχεδίου). Η αναθεώρηση αυτή των προβλέψεων του ΥΠΟΙΚ συμβαδίζει με τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του ΔΝΤ οι οποίες ανέρχονται σε 5,2% και 1,8% αντιστοίχως, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμφανίζεται περισσότερο αισιόδοξη για το τρέχον έτος (6,0%), αλλά πιο συγκρατημένη για το 2023 (1,0%).

Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό (Εν. ΔΤΚ) του 2023 αναθεωρήθηκε σε 5% από 3% που ήταν η εκτίμηση στο προσχέδιο. Σύμφωνα με το ΕΔΣ, η αναθεώρηση αυτή προς τα πάνω του επιπέδου των τιμών συμβαδίζει με τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα (9,5% σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Οκτωβρίου ).

Το σενάριο του προϋπολογισμού προβλέπει μικρή περαιτέρω επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, οι οποίες διαμορφώνονται σε 1% και 15,5% αντιστοίχως, έναντι 1,3% και 16% του προσχεδίου. Πιθανή ύφεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποτελούν τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας θα επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (τουρισμός), που προβλέπεται να διαμορφωθούν από το 9,7% το 2022 σε 1% το 2023.

Από την άλλη πλευρά, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να συντηρήσει την επενδυτική δυναμική με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται κατά 15,5% το 2023 έναντι 10% το 2022. Η πρόβλεψη αυτή έχει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας συναρτώμενο τόσο με τις προσδοκίες επιχειρήσεων και νοικοκυριών όσο και με το αυξανόμενο κόστος δανεισμού.

Το “crash test” των δημοσιονομικών προβλέψεων

Περαιτέρω, το ΕΔΣ σημειώνει ότι, για το τρέχον έτος, σημαντικό ρόλο στο βελτιωμένο εκτιμώμενο αποτέλεσμα του Ισοζυγίου Γ.Κ. και του Πρωτογενούς αποτελέσματος του τρέχοντος έτους σε σχέση με το 2021 (κατά τρεις περίπου εκατοστιαίες μονάδες ΑΕΠ) διαδραμάτισε ο υψηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ για το 2022.

Τα δημοσιονομικό αποτέλεσμα επηρεάστηκε τόσο από την ομαλοποίηση της υγειονομικής κατάστασης με συνέπεια τη σταδιακή άρση των αντίστοιχων μέτρων στήριξης, όσο και από την κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης, η οποία επιτάχυνε τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση νέων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Το σύνολο των μέτρων αυτών για το τρέχον έτος δεν οδήγησαν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητα 2022-2025, δεδομένου ότι η χρηματοδότηση μεγάλου μέρος των παρεμβάσεων καλύπτεται από έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς και αυξημένα φορολογικά έσοδα που προέρχονται κυρίως από την έμμεση φορολογία, την υψηλή οικονομική μεγέθυνση και τον πληθωρισμό.

Ειδικότερα, το σύνολο των ενεργειακών παρεμβάσεων εκτιμάται σε περίπου 10,7 δισ. ευρώ το 2022, εκ των οποίων 4,8 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) επηρεάζουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και 5,9 δισ. ευρώ χρηματοδοτείται από τα επιπλέον έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης.

Το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και λοιπών άλλων δημοσιονομικών παρεμβάσεων ανέρχεται σε 4,7 δισ. ευρώ το 2022 (2,2% ΑΕΠ), το οποίο είναι μειωμένο σε σχέση με πέρυσι και αφορά κυρίως επέκταση μέτρων που είχαν αποφασιστεί κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης της πανδημίας.

Για το έτος 2023, η αναμενόμενη βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται στη μείωση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (από 2,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,6% το 2023), την ελαχιστοποίηση των μέτρων στήριξης της υγειονομικής κρίσης (από 2,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,1% το 2023), τις φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές παρεμβάσεις (από 0,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,9% το 2023) καθώς και την συγκρατημένη αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας (από 5,6% το 2022 σε 1,8% το 2023).

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, το σενάριο υπόκειται σε ιδιαίτερο κίνδυνο δεδομένων των προκλήσεων από το διαφαινόμενο περιβάλλον ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την αυξημένη αβεβαιότητα για τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και των επιπτώσεων τους στο κόστος ενέργειας και διαβίωσης στη χώρα.

Πώς θα «τρέξει» η ελληνική οικονομία – Σήμερα οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ

Εντυπωσιακή μείωση αναμένεται για το δημόσιο χρέος

Το ΕΔΣ σημειώνει μεταξύ άλλων ότι, οι προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2023 για το ύψος του δημόσιου χρέους δεν διαφοροποιούνται από αυτές του προσχεδίου, διατηρώντας την αυξητική τους πορεία κατά 2 περίπου δις ευρώ κατ’ έτος για τα έτη 2022 και 2023.

Ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να διαγράψει εντυπωσιακή μείωση, με το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (Γ.Κ.) να μειώνεται κατά 25 εκατοστιαίες μονάδες το τρέχον έτος και 9,6 το επόμενο. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη εκτιμώμενη μεγέθυνση του ονομαστικού ΑΕΠ για το 2022 κατά 16%, απόρροια κυρίως του πληθωρισμού αλλά και της υψηλής πραγματικής μεγέθυνσης.

Οφείλεται ακόμη στη σημαντική προς τα πάνω αναθεώρηση του πληθωρισμού για το 2023, οδηγώντας σε αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 4 περίπου δισ. στον προϋπολογισμό έναντι του προσχεδίου και σε ποσοστό χρέους της ΓΚ οριακά χαμηλότερο από 160%.

Προς την κατεύθυνση μείωσης τους δημόσιου χρέους συντάσσεται και η πρόβλεψη επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2023, το μέγεθος του οποίου διατηρείται στα ίδια περίπου επίπεδα με το προσχέδιο (1,6 δισ. ευρώ).

Παρά την εντυπωσιακή προβλεπόμενη μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα της έναρξης της πανδημίας, η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του το προσεχές διάστημα συνάντα προκλήσεις που σχετίζονται με:

(α) την οριακή αύξηση του ονομαστικού μεγέθους του δημόσιου χρέους το οποίο καλείται να εξυπηρετηθεί σε συνθήκες κλιμακούμενων επιτοκίων κρατικού δανεισμού και υπό τον κίνδυνο εγγραφής νέου χρέους από καταπτώσεις εγγυήσεων και ενδεχόμενες υποχρεώσεις,
(β) τη διαφαινόμενη εξάντληση εντός του τρέχοντος έτους της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από την ανάκαμψη από την πανδημία και τις διαγραφόμενες συνθήκες ήπιας ύφεσης στην Ευρώπη,
(γ) τις δημοσιονομικές ανάγκες στήριξης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τα αυξημένα κόστη λειτουργίας και διαβίωσης, αντίστοιχα.
Στην αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών συντάσσονται μια σειρά παραγόντων, όπως:
(α) την ύπαρξη σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση αναγκών ρευστότητας του Δημοσίου,
(β) τη στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ),
(γ) την ενθάρρυνση υποστηρικτικών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εκφράστηκε με την άμεση αναστολή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και την διατήρηση της αναστολής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής-πληθωριστικής κρίσης.

Προς την κατεύθυνση αυτή θεωρείται και η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βελτίωση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αναγνωρίζει τις ανάγκες διασφάλισης δημοσιονομικής βιωσιμότητας με ταυτόχρονη ενθάρρυνση της οικονομικής μεγέθυνσης.

Διαβάστε ακόμη: