Πολιτικός από την Αγία Πετρούπολη ζήτησε από τους εισαγγελείς να διεξαγάγουν έρευνα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, επειδή χρησιμοποίησε τη λέξη «πόλεμος» για να περιγράψει τη σύγκρουση στην Ουκρανία, κατηγορώντας τον «ισχυρό άνδρα» του Κρεμλίνου για παραβίαση του δικού του νόμου.
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας χαρακτηρίζει επί μήνες την εισβολή στην ουκρανική επικράτεια ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Τον Μάρτιο, υπέγραψε νόμους που προβλέπουν την επιβολή «τσουχτερών» προστίμων και ποινές φυλάκισης για δυσφήμιση ή «διάδοση ψευδών πληροφοριών» σχετικά με τις ένοπλες δυνάμεις και ως εκ τούτου, όσοι αποκαλούν τον πόλεμο με το όνομά του, κινδυνεύουν με διώξεις.
Ωστόσο, πριν από ένα 24άωρο (23/12), παρέκκλινε από τη συνήθη ορολογία που χρησιμοποιεί, όταν ανέφερε ότι «στόχος μας, δεν είναι να περιστρέφουμε τον σφόνδυλο της στρατιωτικής σύγκρουσης, αλλά, αντιθέτως, να τερματίσουμε αυτόν τον πόλεμο»
Ο Νικίτα Γιούφερεφ, ένας δημοτικός σύμβουλος στην πόλη όπου γεννήθηκε ο Πρόεδρος της Ρωσίας, τόνισε: «Γνωρίζω πως η προσφυγή στη δικαιοσύνη ενδέχεται να μη γίνει αποδεκτή, αλλά την κατέθεσα, με σκοπό αναδείξω την ανειλικρίνεια του συστήματος. Για εμένα, είναι σημαντικό να το πράξω, προκειμένου να αναδείξω την αντιφατικότητα και την ανομία των νόμων που ενέκρινε και υπέγραψε ο ίδιος (ο Βλαντιμίρ Πούτιν), αλλά τους οποίους δεν τηρεί.
Νομίζω ότι όσο συχνότερα μιλάμε για αυτό, (τόσο) περισσότεροι άνθρωποι θα αμφισβητούν την εντιμότητα και την αξιοπιστία του. Θα έχει λιγότερη υποστήριξη».
Στην προσφυγή που κατέθεσε μέσω ανοιχτής επιστολής, ο κ. Γιούφερεφ ζητά από τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Υπουργό Εσωτερικών «να εγκαλέσουν τον Πούτιν στο όνομα του νόμου, για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων αναφορικά με τις δράσεις του ρωσικού στρατού».
Ο πολιτικός, ο οποίος ζήτησε από το πρακτορείο Ρόιτερς να μην αποκαλύψει την τοποθεσία του, ανέφερε ότι οι επικριτές του Βλαντιμίρ Πούτιν, οι οποίοι αποκάλεσαν δημόσια «πόλεμο», έχουν υποστεί σκληρές τιμωρίες. Ο πολιτικός της αντιπολίτευσης, Ιλιά Γιάσιν, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώμισι ετών αυτό τον μήνα, για διάδοση «ψευδών πληροφοριών» σχετικά με τον ρωσικό στρατό. Τον Ιούλιο, ένας άλλος δημοτικός σύμβουλος, ο Αλεξέι Γκορίνοφ, καταδικάσθηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση, διότι άσκησε κριτική στην εισβολή.
Ο Γιούφερεφ σχολίασε ότι προηγουμένως, είχε επιστήσει την προσοχή των αρχών στο γεγονός ότι άλλα εξέχοντα πρόσωπα έχουν χρησιμοποιήσει τη λέξη «πόλεμος», όπως ο Σεργκέι Κιριγιένκο, αναπληρωτής επικεφαλής της προεδρικής διοίκησης και ο κορυφαίος νομοθέτης, Σεργκέι Μιρόνοφ. Στη συνέχεια, σημείωσε ότι η αστυνομία τού είπε ότι εξέτασε την καταγγελία κατά του Κιριγιένκο και διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει τίποτα κακό, με αποτέλεσμα να αρνηθεί την εξέταση της υπόθεσης του Μιρόνοφ.
Μετά τη δημοσίευση της ανοιχτής επιστολής για τον Πρόεδρο της Ρωσίας, ο κ. Γιούφερεφ ισχυρίσθηκε ότι έλαβε εκατοντάδες μηνύματα μίσους, όμως, έχει την πεποίθηση πως η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτών κατανοεί όσα πραγματικά συμβαίνουν στην Ουκρανία.
«Ο πόλεμος, στη ρωσική κοινωνία, αποτελεί μία τρομακτική λέξη. Όλοι έχουν μεγαλώσει από παππούδες και γιαγιάδες που έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλοι θυμούνται τη ρήση “Αρκεί να μη γίνει πόλεμος”», αποκρίθηκε. Τον Σεπτέμβριο, καλέστηκε να καταβάλλει πρόστιμο για απαξίωση του στρατού, αφού προώθησε πρόταση στην Κάτω Βουλή, προκειμένου να κατηγορηθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν για «προδοσία», μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Διαβάστε ακόμη: