Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις έστειλαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: οι πολίτες είναι βαθιά απογοητευμένοι από την αδυναμία της κυβέρνησής τους να λύσει τα προβλήματα.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήρθε την Τρίτη, με ένα ράπισμα προς τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ, καθώς οι ψηφοφόροι στράφηκαν προς τους Δημοκρατικούς, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα ζητήματα όπως η προσιτότητα του κόστους ζωής και άλλες μεγάλες προκλήσεις. Η αντίδραση αυτή ήρθε μόλις 12 μήνες αφότου ο πρόεδρος είχε σαρώσει και τις επτά κρίσιμες πολιτείες-κλειδιά, επιδεικνύοντας την κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών.

Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει ένα βαθιά διχασμένο έθνος, το οποίο είναι έτοιμο να απομακρύνει γρήγορα οποιονδήποτε αξιωματούχο θεωρεί ότι δεν βελτιώνει τη ζωή του. Για πολλούς Αμερικανούς, η κυβέρνηση απλώς δεν λειτουργεί, όπως αποδεικνύει και το ομοσπονδιακό shutdown, που έχει πλέον γίνει το μακροβιότερο στην ιστορία των ΗΠΑ.

«Είναι δύσκολο να κυβερνήσεις σε μια εποχή έντονου πολιτικού διχασμού», δήλωσε ο Julian Zelizer, ιστορικός της προεδρίας στο Πανεπιστήμιο Princeton. «Αυτό τροφοδοτεί μια ατελείωτη εκλογική διάθεση του τύπου “πετάξτε τους όλους έξω”».

Από τον Λίντον Τζόνσον μέχρι σήμερα: πώς χάθηκε η κυβερνητική σταθερότητα

Προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως εκείνη του Λίντον Μπ. Τζόνσον, μπορούσαν να περάσουν μεγάλης κλίμακας και δαπανηρά νομοσχέδια από το Κογκρέσο, όταν η κομματική ισορροπία στην Ουάσινγκτον άλλαζε λιγότερο συχνά.

Η διακυβέρνηση Τζόνσον ξεχώρισε για τη νομοθετική της παραγωγή, όπως ο Νόμος για τα Δικαιώματα Ψήφου. Σήμερα, καθώς ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το πρώτο έτος της δεύτερης θητείας του, το μακρύτερο shutdown στην ιστορία των ΗΠΑ συνεχίζεται.

Αυτό το έργο έγινε όλο και δυσκολότερο καθώς η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση άρχισε να διαβρώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με την κλιμάκωση του Πολέμου του Βιετνάμ, και έπεσε ακόμη περισσότερο τη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ και της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών.

Σήμερα, περίπου μόνο ένας στους πέντε Αμερικανούς δηλώνει ότι εμπιστεύεται την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει το σωστό σχεδόν πάντα ή τις περισσότερες φορές, σύμφωνα με το Pew Research Center.

Οι εκλογές-συντριβές για έναν πρόεδρο, όπως εκείνη του Ρόναλντ Ρίγκαν το 1984 όταν κέρδισε 49 πολιτείες, ανήκουν πια στο παρελθόν. Όσο πειστική κι αν ήταν η νίκη του Τραμπ το 2024 στο Εκλεκτορικό Σώμα, έλαβε μόλις 49,8% της λαϊκής ψήφου.

Εναλλαγή κομματικού ελέγχου: 2006–2024

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η εναλλαγή ελέγχου του Κογκρέσου και του Λευκού Οίκου ανάμεσα στα δύο κόμματα έχει γίνει πολύ πιο συχνή. Η Γερουσία, η Βουλή και ο Λευκός Οίκος άλλαξαν χέρια τέσσερις φορές, αν υπολογιστούν και οι ανεξάρτητοι γερουσιαστές που συντάσσονται με τους Δημοκρατικούς.

Πίσω από αυτή τη μεταβλητότητα κρύβεται η επιθυμία πολλών ψηφοφόρων για ριζικές αλλαγές από την Ουάσινγκτον.

Σε εθνικό επίπεδο, στις εκλογές του 2024 περίπου τρεις στους δέκα ψηφοφόρους δήλωσαν ότι ήθελαν ολική ανατροπή στον τρόπο λειτουργίας της χώρας, σύμφωνα με την έρευνα AP VoteCast (πάνω από 120.000 ψηφοφόροι).

Ακόμη και όσοι δεν επιθυμούσαν τόσο ακραίες αλλαγές, πάνω από τους μισούς ζήτησαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

Οι τελευταίες εκλογές: μηνύματα, όρια και ερμηνείες

Υπάρχουν, βέβαια, όρια στο τι μπορεί να συναχθεί από τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα. Οι νίκες των Δημοκρατικών στις πολιτείες Βιρτζίνια και Νιου Τζέρσεϊ και στις δημαρχιακές εκλογές της Νέας Υόρκης ήταν εν πολλοίς αναμενόμενες, καθώς πρόκειται για προπύργια του κόμματος και οι εκλογές εκτός προεδρικού κύκλου συνήθως ευνοούν το κόμμα της αντιπολίτευσης.

Ωστόσο, η μεταστροφή των εκλογικών σωμάτων ξεχωρίζει.

Η βουλευτής Mikie Sherrill κέρδισε τη θέση κυβερνήτη του Νιου Τζέρσεϊ με διαφορά διπλάσια από εκείνη με την οποία το κόμμα της είχε κερδίσει την πολιτεία στις προεδρικές εκλογές του προηγούμενου έτους.

Η Abigail Spanberger, πρώην βουλευτής που επικράτησε στη Βιρτζίνια, σχεδόν τριπλασίασε τη διαφορά που είχε πετύχει εκεί η αντιπρόεδρος Kamala Harris πέρυσι.

«Έχω χάσει την πίστη μου στην κυβέρνησή μας»

Η Joanna Zeh, ανεξάρτητη ψηφοφόρος 52 ετών από το Νιου Τζέρσεϊ, που εργάζεται στο μάρκετινγκ στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, δήλωσε ότι δυσκολεύτηκε να αποφασίσει ποιον να στηρίξει για κυβερνήτη. Τελικά ψήφισε τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο, ο οποίος ηττήθηκε, αλλά παραδέχτηκε ότι δεν είναι πλέον ικανοποιημένη ούτε με την ψήφο της υπέρ του Τραμπ πριν από έναν χρόνο.

«Έχω χάσει την πίστη μου στην κυβέρνησή μας», είπε. «Όλοι απλώς πολεμούν για τη δική τους πλευρά και όχι για τη χώρα. Δες μόνο το shutdown».

Το Νιου Τζέρσεϊ ως «εργαστήριο» της εκλογικής διάθεσης

Το Νιου Τζέρσεϊ αποτέλεσε το πιο ενδεικτικό παράδειγμα των εκλογών της Τρίτης για να εκτιμηθεί η στάση του εκλογικού σώματος ενόψει των κρίσιμων ενδιάμεσων εκλογών του επόμενου έτους.
Σε αντίθεση με τη Βιρτζίνια, που επηρεάστηκε από τις μαζικές απολύσεις ομοσπονδιακών υπαλλήλων και τις αναστολές λόγω του συνεχιζόμενου shutdown, η πολιτεία είχε λιγότερους εξωτερικούς παράγοντες.

Τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους του Νιου Τζέρσεϊ δήλωσαν ότι αισθάνονται «θυμό» για την πορεία της χώρας, ενώ ακόμη 26% είπαν ότι είναι δυσαρεστημένοι, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση SSRS Voter Poll.
Περισσότεροι από τους μισούς (56%) δήλωσαν ότι αποδοκιμάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ ασκεί τα καθήκοντά του.

Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί αναλύουν τα μηνύματα

Αν και ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι, όπως ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντι Βανς και ο πρόεδρος της Βουλής Mάικ Τζόνσον, υποβάθμισαν τη σημασία των Δημοκρατικών νικών, ο Ρεπουμπλικανός δημοσκόπος Whit Ayres προειδοποίησε ότι το κόμμα θα ήταν «ανόητο» να αγνοήσει τα σημάδια.

«Μικρές μεταβολές στα ποσοστά σημαίνουν μεγάλες αλλαγές στον έλεγχο και στην πολιτική κατεύθυνση. Οι ψηφοφόροι είναι σαφώς δυσαρεστημένοι με το κόστος ζωής και την κατάσταση της οικονομίας».

Ο Δημοκρατικός δημοσκόπος Jeff Horwitt σημείωσε ότι η βαθιά απογοήτευση των πολιτών πηγάζει από την αίσθηση ότι οι ηγέτες τους τους αγνοούν. «Αυτή η οργή οδηγεί σε αστάθεια και σε φαινομενικά αντιφατικά μηνύματα από τη μία εκλογή στην άλλη», είπε. «Το κοινό νήμα είναι η αντίληψη ότι οι ηγέτες μας είναι εκτός επαφής με τους ψηφοφόρους.»

Το τίμημα του εκλογικού εκκρεμούς

Η συνεχής εναλλαγή κομματικής κυριαρχίας έχει πλήξει και τα δύο κόμματα, τροφοδοτούμενη εν μέρει από μια διαδικασία προκριματικών εκλογών που συχνά αναδεικνύει υποψηφίους των άκρων, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για συνεργασία.

Ωστόσο, οι πιο κρίσιμες εκλογικές μάχες δίνονται στο κέντρο.

«Όποιος ελέγχει το κέντρο της αμερικανικής πολιτικής, ελέγχει τη χώρα», δήλωσε ο Jonathan Cowan, πρόεδρος της οργάνωσης Third Way, που προσπαθεί να ωθήσει τους Δημοκρατικούς προς μια πιο μετριοπαθή στάση.

Οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι είναι, όπως είπε, «βαθιά αηδιασμένοι με την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά και εκφράζουν την οργή τους κάθε εκλογικό κύκλο εναντίον του κόμματος που θεωρούν πιο ακραίο και αποκομμένο από την πραγματικότητα».

Επανευθυγράμμιση ή επιστροφή;

Οι Δημοκρατικές νίκες της Τρίτης ανέτρεψαν τις αισιόδοξες προβλέψεις των Ρεπουμπλικανών ότι ο Τραμπ είχε εδραιώσει μια μόνιμη αναδιάταξη του εκλογικού σώματος υπέρ του GOP. Οι Αφροαμερικανοί και οι Ισπανόφωνοι ψηφοφόροι, παραδοσιακά βάση των Δημοκρατικών, επέστρεψαν στο κόμμα, μετά τις επιδόσεις που είχε καταγράψει ο Τραμπ στις ομάδες αυτές το 2024. Οι νίκες των Mikie Sherrill και Abigail Spanberger αποκάλυψαν ρωγμές στον συνασπισμό που είχε οδηγήσει τον Τραμπ στη νίκη.

Το μέλλον: ένα έθνος σε εκκρεμότητα

Τα δύο κόμματα έχουν αντιστραφεί και στη σύνθεση των ψηφοφόρων τους: Οι Δημοκρατικοί ήταν παλαιότερα κυρίως χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν πιο μορφωμένοι. Οι μη πτυχιούχοι ψηφοφόροι έχουν χαμηλότερη συμμετοχή, εκτός όταν ο Τραμπ βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο.

Ο ιστορικός Julian Zelizer εκτιμά ότι οι εκλογές «εκκρεμούς» θα συνεχιστούν, έως ότου ένα από τα δύο κόμματα καταφέρει να χτίσει έναν ευρύτερο, πιο σταθερό συνασπισμό. «Μόνο αυτό μπορεί να μας βγάλει από αυτό το αδιέξοδο», είπε.

Διαβάστε ακόμη: