Αμείωτο διατηρείται το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες, πυροδοτούμενο από την σημαντική ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης κατά το δεύτερο τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης και τις προσδοκίες για υψηλότερες μερισματικές αποδόσεις.

Ήδη το business story της ανάπτυξης των δανείων και των υψηλών μερισμάτων που έχουν με επιτυχία έχουν επικοινωνήσει οι τραπεζίτες με τους επενδυτές έχει οδηγήσει τον Δείκτη Τραπεζών του ΧΑ να καταγράψει άνοδο +51% από την αρχή του έτους.

Την ίδια στιγμή καθολική είναι η εκτίμηση στους κόλπους των αναλυτών ότι παρά τις παγκόσμιες αβεβαιότητες, όπως οι γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις καθώς και οι προσδοκίες για τη νομισματική πολιτική, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα είναι θωρακισμένα και απολύτως ικανά να διατηρήσουν υγιή κερδοφορία.

Τα τρία βασικά ζητήματα

Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις εκθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, η επενδυτική κοινότητα συνεχίζει να εστιάζει σε τρία βασικά θέματα: την πορεία των επιτοκίων, τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και τις αποδόσεις του κεφαλαίου.

Πλέον η βασική υπόθεση θέλει τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να υποχωρούν στο 1,75% το τέταρτο τρίμηνο του 2025 και να παραμένουν σταθερά από το 2025 έως το 2027.

Οι εισηγμένες στο ΧΑ τράπεζες συνεχίζουν να παρουσιάζουν ισχυρό επενδυτικό προφίλ, στηριζόμενες σε ισχυρή γενιά κεφαλαίων και υψηλές αποδόσεις για τους μετόχους, ενώ διαπραγματεύονται με έναν μέσο δείκτη P/B για το 2026 στο 0,95x ή P/E στο 7,41x για το ίδιο έτος.

Παράλληλα οι τράπεζες είναι καλά προετοιμασμένες για να διατηρήσουν υγιή κερδοφορία, χάρη:

  • στη σταθερότητα των καθαρών εσόδων από τόκους (NII),
  • στην ισχυρή κεφαλαιακή τους θέση,
  • στη δυναμική ανάπτυξης δανείων, η οποία θα ενισχυθεί περαιτέρω από έναν διπλό αντίκτυπο λόγω της πτώσης των επιτοκίων και των δανείων RRF,
  • στη σταθερή ανταμοιβή των μετόχων

Οι καταλύτες

Με τα επιτόκια της ΕΚΤ να αναμένονται στο 1,75%, οι τράπεζες συνεχίζουν να απολαμβάνουν ΝΙΜ (Net Interest Margin) υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, προσφέροντας σταθερή «ασφάλεια» για τα κέρδη καθώς ο κύκλος των επιτοκίων εξομαλύνεται.

Παράλληλα η  επέκταση των πιστώσεων θα επωφεληθεί από δύο θετικές εξελίξεις και πιο συγκεκριμένα από (α) τις εκταμιεύσεις δανείων RRF που συνεχίζουν να προσφέρουν φθηνότερα δάνεια και (β) το χαμηλότερο κόστος δανεισμού λόγω της πτώσης των επιτοκίων, γεγονός που καθιστά τη συμβατική τραπεζική χρηματοδότηση πιο ελκυστική, ενισχύοντας τη ζήτηση για νέα δάνεια.

Η προσοχή είναι πλέον στραμμένη στην ανάπτυξη κεφαλαίων μέσω υψηλότερων μερισμάτων, επαναγορών μετοχών και επιλεκτικών εξαγορών και συγχωνεύσεων, γεγονός που εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ένα καθοριστικό στοιχείο διαφοροποίησης της απόδοσης του τομέα.

Πού εδράζεται η αισιοδοξία

Εκτός όμως από την εντυπωσιακή καθαρή πιστωτική επέκταση των τραπεζών, από την οποία ξεκινά το νέο μεγάλο ενδιαφέρον των επενδυτών, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που έχουν κάνει πιο αισιόδοξους τους ξένους και Έλληνες επενδυτές για τις τράπεζες.

Είναι γεγονός, τονίζει υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή στην «a», ότι καταγράφεται εντυπωσιακή καθαρή πιστωτική επέκταση φέτος, ιδιαίτερα το τελευταίο 3μήνο,η οποία έχει πάρει μεγάλη ώθηση από τα φθηνά επιτόκια και τα διαθέσιμα κεφάλαια του RRF.

Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε, συμπληρώνει, ότι τα κεφάλαια αυτά πρέπει να αξιοποιηθούν, με τις δανειακές συμβάσεις των επιχειρήσεων να ολοκληρώνονται εντός του 2026.  Πρόκειται για εκταμιεύσεις μπορεί να γίνουν και το 2027 ή κάποιες ακόμα και το 2028.

Το μεγάλο ζητούμενο για τις τράπεζες είναι η τάση αυτή όχι μόνο να συνεχιστεί αλλά ει δυνατόν να επιταχυνθεί δεδομένου ότι οι 3 τελευταίοι μήνες του έτους είναι συνήθως οι καλύτεροι σε απόδοση.

Ή ίδια πηγή εκτιμά ότι η μέση ετήσια αύξηση των δανειακών χαρτοφυλακίων θα προσεγγίσει το 10% περίπου για τις ελληνικές τράπεζες μέχρι το 2027, επίδοση που θα τις κατατάξει στην κορυφή του σχετικού πίνακα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Όπως είναι φυσικό η εξέλιξη στο μέτωπο των δανείων έχει δημιουργήσει ισχυρή πλέον πεποίθηση στους κόλπους των αναλυτών ότι τα έσοδα από τόκους όχι μόνο δεν θα πιεστούν λόγο των πτώσης των επιτοκίων αλλά τελικά θα ενισχυθούν χάρη στα πολλά νέα δάνεια που εκταμιεύονται και αρχίζοντας ταυτόχρονα να αυξάνουν σημαντικά και τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Ο δεύτερος παράγοντας αισιοδοξίας τραπεζιτών και επενδυτών συνδέεται με την αναμενόμενη αύξηση των εσόδων από προμήθειες που θα προκύψει από την εκτεταμένη επέκταση και σε μη τραπεζικές εργασίες όπως ασφάλειες, ακίνητα κ.α. Ήδη στις τάξεις των αναλυτών παγιώνεται η εκτίμηση ότι η μέση ετήσια αύξηση των εσόδων από προμήθειες θα ξεπεράσει το 8% μέχρι το 2027.

Ο τρίτος παράγοντας αισιοδοξίας, είναι η ανόργανη ανάπτυξη των τραπεζών από τις εξαγορές που θα αποδώσει νέα έσοδα και κέρδη. Μέχρι στιγμής τα συνολικά κεφάλαια που έχουν διαθέσει οι συστημικές τράπεζες, υπολογίζονται κοντά στα 2,18 δισ. ευρώ για τις εξαγορές που έχουν υλοποιήσει, δημιουργώντας περαιτέρω αξία για τους μέτοχους τους τα επόμενα χρόνια.

Παράλληλα διαθέτουν πρόσθετα κεφάλαια της τάξεως των 5 δισ. ευρώ περίπου για έξτρα κινήσεις που θα αφορούν είτε το κομμάτι της ανόργανης ανάπτυξης, στο οποίο αναμένονται πλέον κινήσεις μικρότερης κλίμακας και έντασης, είτε της περαιτέρω ενίσχυσης της οργανικής.

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η μείωση των δαπανών που θα επιτύχουν οι ελληνικές τράπεζες η οποία επι μέρους θα προέλθει από:

Μείωση του κόστους κινδύνου και των δαπανών για servicing κόκκινων δανείων,

-Μείωση του κόστους χρηματοδότησης με τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να έχουν αποδόσεις μικρότερες των ιταλικών και αντίστοιχες των γαλλικών και τα τραπεζικά ομόλογα να έχουν την ίδια συμπεριφορά,

-Μείωση του επενδυτικού discount (cost of equity),

-Βελτίωση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων, με τα μερίσματα να έχουν θετικό αντίκτυπο και στα υπολογιζόμενα κεφάλαια από τον αναβαλλόμενο φόρο,

-Κυρίως, μείωση του κόστους των καταθέσεων και ανάλογη χρήση των αντισταθμίσεων με την εκτίμηση ότι η ΕΚΤ φθάνει στο καταληκτικό επίπεδο των επιτοκίων.

Διαβάστε ακόμη: