Η σοβαρή ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και οι διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού συνθέτουν ένα σκηνικό τεράστιας αβεβαιότητας για τις οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ύφεση είναι προ των πυλών.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, το πόσο σοβαρή θα είναι η ύφεση θα εξαρτηθεί από το πως θα εξελιχθεί το ενεργειακό shock και πώς θα αντιδράσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε αυτό. Η ευρωπαϊκή οικονομία εισήλθε στην κρίση σε αρκετά ισχυρή θέση.

Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι σχετικά εύρωστη, με την ανεργία στο 6,6% που σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία προσεγγίζει συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης επιδεινώθηκε στις αρχές του έτους εξαιτίας του πολέμου, αλλά τελικά η καταναλωτική δαπάνη δεν κατρακύλησε. Πάρα ταύτα, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι ευοίωνες για τρεις λόγους:

Πρώτον, ο βιομηχανικός κλάδος βρίσκεται εν όψει ισχυρής πίεσης. Παρά τις υψηλές τιμές, μέχρι τώρα η βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε σχετικά ικανοποιητική. Ένας βασικός λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στις παραγγελίες προηγούμενων μηνών (“Europe is heading for recession. How bad will it be?”, The Economist, September 2022).

Ωστόσο, οι νέες παραγγελίες (μείον τα αποθέματα) έχουν καταγράψει σημαντική πτώση, η οποία αντανακλά την επιβράδυνση της παγκόσμιας και ιδιαίτερα της κινεζικής οικονομίας. Οι βιομηχανίες που αναμένεται να επηρεαστούν περισσότερο είναι της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας.

Δεύτερον, η συνεισφορά των καταναλωτικών δαπανών για υπηρεσίες εκτιμάται ότι θα μειωθεί σημαντικά. Η εντυπωσιακή επίδοση του τουριστικού κλάδου, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη, θα συνεισφέρει ένα σημαντικό τμήμα στην ανάπτυξη του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους.

Τρίτον, η ευρωπαϊκή οικονομία θα επηρεαστεί από την αύξηση των επιτοκίων. Η ΕΚΤ είναι πλέον αποφασισμένη να επαναφέρει τον ετήσιο πληθωρισμό στον στόχο του 2%, από το ιστορικό ρεκόρ 9,1% που καταγράφηκε τον Αύγουστο.

Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προέβη σε αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,75%, με το επιτόκιο αναφοράς να διαμορφώνεται στο 1,25%. Σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 3,1% το 2022, να επιβραδυνθεί σημαντικά στο 0,9% το 2023 και να ανακάμψει στο 1,9% το 2024.

Σε σύγκριση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ιουνίου του 2022, οι προοπτικές για την αύξηση του ΑΕΠ αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες για το 2022, μετά από θετικές εκπλήξεις το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες για το 2023 και κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες για το 2024, κυρίως λόγω των επιπτώσεων των διαταραχών του ενεργειακού εφοδιασμού, του υψηλότερου πληθωρισμού και της αναμενόμενης πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Επιδείνωση των προοπτικών για την οικονομία της Ευρώπης

Εκτός από τους προαναφερθέντες παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα ήταν χρήσιμο να σημειωθεί και η σχετική αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου, φθάνοντας στην ισοτιμία σχεδόν 1 προς 1 για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά μια επιδείνωση των προοπτικών για την οικονομία της Ευρώπης και μια τάση των επενδυτών παγκοσμίως να στραφούν σε άλλους επενδυτικούς προορισμούς.

Επιπλέον, αποτελεί ακόμα μια πηγή ανησυχίας για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς ένα ασθενέστερο νόμισμα τροφοδοτεί τον πληθωρισμό μέσω των ακριβότερων εισαγωγών, πλήττοντας τα πραγματικά εισοδήματα και συνεπώς την κατανάλωση. Παράλληλα, οι εξαγωγείς στην Ευρώπη πλήττονται από τις ενεργειακές διαταραχές και, επομένως, δεν μπορούν να επωφεληθούν πλήρως από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας ευνοϊκής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Το ερώτημα που προκύπτει σε αυτή την περίπτωση είναι αν θα ανατιμηθεί σημαντικά και πάλι το ευρώ έναντι του δολαρίου. Προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, μικρότερη διαφορά της οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι η ταχεία μείωση των πληθωριστικών πιέσεων και των μισθών στις ΗΠΑ. Αυτό θα επέτρεπε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική και, επομένως, να αποσύρει έμμεσα τη στήριξη στο δολάριο. Η τρίτη προϋπόθεση σχετίζεται με την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Αν δεν αντιμετωπιστεί, είναι δύσκολο να δούμε την Ευρώπη να κλείνει το αναπτυξιακό χάσμα με την Αμερική και ως εκ τούτου το ευρώ θα συνεχίσει να επηρεάζεται πτωτικά.

Διαβάστε ακόμη: