Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία έχουν διαμορφώσει μια νέα διεθνή και γεωπολιτική πραγματικότητα που δημιουργεί νέες εστίες αστάθειας και περαιτέρω επιδείνωσης των πολλαπλών οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημικής κρίσης, όπως επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Αναλυτικότερα, η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού.
Παράλληλα, η δημοσιονομική διαχείριση της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας επιδεινώνει περαιτέρω τα εύθραυστα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Η νέα πληθωριστική διαταραχή επήλθε σε μια περίοδο διαμόρφωσης θετικών προσδοκιών εξόδου από τον υφεσιακό κύκλο της πανδημίας. Επίσης, πρέπει με έμφαση να υπογραμμιστεί ότι σε θεμελιώδη μεγέθη η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά με την περίοδο πριν από τη «μεγάλη» οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Το δεδομένο αυτό αναδεικνύει την ευθραυστότητά της.
Σε κάθε περίπτωση, η ραγδαία αύξηση των τιμών η οποία καταγράφεται στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, και που έχει φυσικά επηρεάσει αρνητικά και την ελληνική οικονομία, έχει ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να αποτελεί το κέντρο της προσοχής όχι μόνο των υπεύθυνων για την άσκηση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Οι εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν εύλογη ανησυχία για τις τελικές αρνητικές επιπτώσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ δοκιμάζουν τις αντοχές των επιχειρήσεων εν μέσω πρωτοφανών αυξήσεων στο κόστος παραγωγής.
Εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στην Ουκρανία και οι επακόλουθες οξείες ανατιμήσεις σε τιμές ενέργειας και βασικών πρώτων υλών έχουν υποδαυλίσει τον πληθωρισμό, ακυρώνοντας τις προσδοκίες που υπήρχαν στις αρχές του έτους για ταχεία αποκλιμάκωσή του από το 2ο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Για αυτό και είναι πολύ σημαντικό για την πολιτική οικονομία της χώρας να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εγκλωβισμού της σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού.
Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι, για την Ελλάδα ο πληθωρισμός τον Μάιο έφτασε στο 10,7%, από 9,1% τον Απρίλιο. Στην ευρωζώνη, ο πληθωρισμός τον Μάιο ανέβηκε στο 8,1%, ενώ η ενέργεια έχει τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό (39,2%, έναντι 37,5% τον Απρίλιο), ακολουθούμενη από τα τρόφιμα, το αλκοόλ και τον καπνό (7,5%, έναντι 6,3% τον Απρίλιο ).
Την ίδια ώρα, και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία εκτινάχθηκε κατά 48,8% τον Απρίλιο. Ειδικότερα, το κόστος παραγωγής προϊόντων διύλισης πετρελαίου να εμφανίζεται αυξημένο κατά 111% και το κόστος εξόρυξης μεταλλευμάτων να ενισχύεται 38,3%. Άνοδος 89,4% καταγράφεται στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού.
Σύμφωνα και με πρόσφατη ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ), η ετήσια αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) επιταχύνθηκε στο 10,2% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, που συνιστά τον υψηλότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το 1995 (σε περιβάλλον εθνικού νομίσματος τότε) από 8,9% ετησίως το Μάρτιο του 2022, με τάση περαιτέρω αύξησης περίπου στο 12,0%, κατά μ.ό., τον Μάιο-Ιούνιο.
Αν και η εξέλιξη υπερτονίζεται από το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν αρνητικός τους πρώτους μήνες του 2021, ωστόσο η τάση παραμένει έντονα αυξητική, με τις τιμές εισαγόμενων αγαθών και τις εγχώριες τιμές παραγωγού στη βιομηχανία (εξαιρουμένης της ενέργειας) να σημειώνουν επιταχυνόμενες αυξήσεις.
Αυτές οι αυξήσεις προδιαγράφουν διατήρηση των ανατιμητικών τάσεων και τους επόμενους μήνες, μέσω της σταδιακής μετακύλισής τους στις τιμές καταναλωτή. Πιο αναλυτικά, οι περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας (συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρισμού) πρόσθεσαν 6,8 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του ΔΤΚ τον Απρίλιο από 5,1 ποσοστιαίες μονάδες, κατά μέσο όρο, το 1ο τρίμηνο του 2022.
Ομοίως, οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών αυξήθηκαν κατά 10,9% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη άνοδο από το 2002 και προσθέτοντας 2,4 ποσοστιαίες μονάδες στον πληθωρισμό του Απριλίου.
Ο πληθωρισμός, βάσει ΔΤΚ, αναμένεται να κορυφωθεί το 2ο τρίμηνο, σημειώνοντας πολύ ήπια επιβράδυνση το 3ο τρίμηνο (με τη συνδρομή και των νέων μέτρων για μείωση του κόστους ηλεκτρισμού), η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί από το 4ο τρίμηνο του 2022 και μετά, όταν θα λειτουργήσει υποβοηθητικά η σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2021, οπότε και άρχισαν να αυξάνονται έντονα οι τιμές με επίκεντρο την ενέργεια.
Συνολικά, για το 2022, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις μας που ενσωματώνουν τις προσδοκίες των αγορών για παγίωση ακόμη πιο υψηλών τιμών στα καύσιμα και τις αυξανόμενες δευτερογενείς επιδράσεις που ενισχύονται και από την ανθεκτική ζήτηση, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 8,5% κατά μ.ό., ενώ το 2023 θα υποχωρήσει στο 2,4%.
Οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών
Από την πλευρά της η τράπεζα Eurobank σε δική της ανάλυση επισημαίνει ότι η ραγδαία άνοδος των τιμών αποτελεί τον Κυρίαρχο καθοδικό κίνδυνο για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει κατά το ίδιο ποσοστό τον πραγματικό ρυθμό μεταβολής του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ασκώντας αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική ιδιωτική κατανάλωση και στο πραγματικό ΑΕΠ .
Επιπρόσθετα, η ισχυρή άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών, ειδικά σε μια οικονομία σαν την ελληνική όπου για πολλά χρόνια ο πληθωρισμός ήταν πολύ ήπιος ή αρνητικός, συνιστά παράγοντα αβεβαιότητας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δαπάνες τους σε κατανάλωση και επένδυση αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την Eurobank, οι επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα το νοικοκυριών αναμένεται να ενταθούν το 2ο τρίμηνο 2022. Παράγοντες αντιστάθμισης, τουλάχιστον στη βραχυχρόνια περίοδο, είναι η άνοδος της απασχόλησης, του κατώτατου μισθού και τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης.
Μεσοπρόθεσμα, καθοριστική είναι η συμβολή της παραγωγικότητας. Από την πλευρά του πάντως, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εμφανίζεται πιο απαισιόδοξο, επισημαίνοντας ότι η κατανάλωση, που αποτελεί το σημαντικότερο προσδιοριστικό μέγεθος του ΑΕΠ, έχει αβέβαιη προοπτική με υψηλό κίνδυνο επιβράδυνσής της το 2022, αν δεν υπάρξει ουσιαστική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και της απασχόλησης.
Ειδικότερα, η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με κερδοσκοπικές πρακτικές στην αγορά της ενέργειας οδηγούν σε διαρκή αύξηση των τιμών της ενέργειας πλήττοντας με δραματικό τρόπο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών. Εκτός όμως από αυτό το μακροοικονομικό αποτέλεσμα, η ακρίβεια θα προκαλέσει και αύξηση της ανισότητας, αφού η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλότερη στα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα.
Δεδομένου του μεγέθους του προβλήματος, η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού και οι παρεμβάσεις για τη συγκράτηση της τιμής της ενέργειας είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά ανεπαρκείς, ενώ οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να συμπιέζουν την κατανάλωση και να υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Στην ανάλυσή της η ΕΤΕ σημειώνει πάντως ότι η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα της ζήτησης, ειδικά στο σκέλος των υπηρεσιών με αυξανόμενη ώθηση από τον τουρισμό, θα επιβραδύνει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες, καθώς οι συνθήκες ομαλοποιούνται με την άρση και των τελευταίων περιορισμών που σχετίζονταν με την πανδημία.
Η διαφαινόμενη υπεραπόδοση του τουρισμού, πέρα από την προφανή στήριξη στη δραστηριότητα και τις τιμές των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται άμεσα με τον κλάδο, στηρίζει έμμεσα τις επιδόσεις και την απασχόληση σε ένα ολόκληρο πλέγμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, επιδρώντας και στην τιμολογιακή τους πολιτική.
Ο αντίκτυπος στις επιχειρήσεις
Πιο συγκεκριμένα, ο επιχειρηματικός τομέας καλείται να ανταπεξέλθει στις πρωτοφανείς αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, αλλά και σε ελλείψεις πρώτων υλών, ενώ υφίσταται έντονες, άμεσες και έμμεσες, επιδράσεις από τη διάχυση των ανατιμήσεων σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής.
Ο αντίκτυπος σε διαφορετικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων ποικίλλει ανάλογα με την εξάρτηση κάθε τομέα από εισαγόμενα ενεργειακά και μη ενεργειακά προϊόντα, καθώς και όσον αφορά τις διαφορές στην ελαστικότητα της τελικής ζήτησης ως προς την τιμή συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζει την τιμολογιακή ισχύ της επιχείρησης.
Σύμφωνα με την ΕΤΕ, οι κλιμακούμενες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής δεν είναι εφικτό να απορροφηθούν από τις επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι, οι πιο αδύναμες χρηματοοικονομικά επιχειρήσεις βρίσκονται ενώπιον μιας νέας δοκιμασίας, οι επιδράσεις της οποίας θα εξαρτηθούν και από την τελική διάρκεια της διαταραχής. Ωστόσο, όσον αφορά τη συνολική εικόνα του επιχειρηματικού τομέα, και ειδικά τις υγιείς επιχειρήσεις, το πλήγμα είναι διαχειρίσιμο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΤΕ, που βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία των καθαρών εισαγωγών προϊόντων για βιομηχανική χρήση και τις παρατηρούμενες τάσεις των τιμών εισαγωγών καθώς και της δαπάνης για ενεργειακά αγαθά στο 1ο τρίμηνο του 2022, η δυνητική ετήσια επιβάρυνση στην επιχειρηματική κερδοφορία από την επιδείνωση των όρων εμπορίου θα μπορούσε να φτάσει τα 7 δισ. ευρώ, σε ονομαστικούς όρους, ή το 3,6% του ΑΕΠ στο σύνολο του 2022.
Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις και οι μισθοί
Από την άλλη, έχει ενεργοποιηθεί πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ύψους περίπου 2,2 δισ. ευρώ (1,1% του ΑΕΠ ή 1,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους κατά το 2021) για να περιοριστεί ο αντίκτυπος του υψηλότερου ενεργειακού κόστους, ειδικά στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα που υφίστανται τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από το πληθωριστικό σοκ.
Συνδυαστικά, η στήριξη από τους ανωτέρω παράγοντες το 2022 προσεγγίζει το 9% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά το 2021 και φαίνεται ικανή να αντισταθμίσει πλήρως την επιβάρυνση από τον πληθωρισμό σε ετήσια βάση (+8,5% to 2022).
Επιπλέον, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 9,7% ετησίως – στα €663 μηνιαίως τον Ιανουάριο του 2022 και στα 713 ευρώ το Μάιο του 2022, έναντι 650 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021. Αυτή η προσαρμογή ακολουθεί παρόμοιες ανοδικές τάσεις και σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Οι εν λόγω τάσεις διατηρούν αλώβητα τα κέρδη, σε όρους ανταγωνιστικότητας κόστους, που σημειώθηκαν στην Ελλάδα κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν το συγκριτικό μοναδιαίο κόστος εργασίας ως προς την ευρωζώνη μειώθηκε κατά σχεδόν 20%, αντιστρέφοντας τις απώλειες της περιόδου 2000-2008.
Η ισχυρή ζήτηση, οι δυσκολίες εξεύρεσης στελεχών σε συγκεκριμένες θέσεις χαμηλής αλλά και υψηλής εξειδίκευσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παραγωγικότητα και τα ανθεκτικά εταιρικά αποτελέσματα, ενθαρρύνουν τη σταδιακή προσαρμογή των μισθών και στην υπόλοιπη οικονομία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΤΕ, η αύξηση της μέσης αμοιβής εργασίας, σε ονομαστικούς όρους, αναμένεται να προσεγγίσει το 2,0-2,5% το 2022 και το 1,5% το 2023 Η εν λόγω αύξηση, σε συνδυασμό με εκτιμώμενη άνοδο της απασχόλησης κατά 4,5% το 2022 και 1,5% το 2023, εκτιμάται ότι οδηγούν σε ετήσια αύξηση της συνολικής αμοιβής εργασίας κατά σχεδόν 6,5% το 2022 και κατά 3,0% το 2023 (υποθέτοντας περίπου σταθερή απασχόληση και μισθούς στο δημόσιο τομέα).
Η πρόκληση της αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων
Επιστρέφοντας στην έκθεση του ΙΝΕΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, το ινστιτούτο σημειώνει ότι η ακρίβεια μειώνει την πραγματική αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση και το βιοτικό επίπεδο πολλών ομάδων εργαζομένων, ειδικά των πιο ευάλωτων, όπως εκείνων που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας, των νέων, των γυναικών, των μεταναστών.
Κλειδί για την αποφυγή συνθηκών αστάθειας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι η ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προστατευτούν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα.
Επιπλέον, η έκρηξη των πληθωριστικών προσδοκιών και η μείωση της πραγματικής αξίας της αποταμίευσης των εύπορων κοινωνικών ομάδων διαμορφώνουν τις ιδεολογικές, τις κοινωνικές και τις πολιτικές συνθήκες για τη μετάβαση των κεντρικών τραπεζών σε λιγότερο διευκολυντική, και ίσως πιο επιθετικά αντιπληθωριστική, νομισματική πολιτική.
Η αύξηση των επιτοκίων θα εντείνει την αβεβαιότητα και θα επηρεάσει αρνητικά τη μεγέθυνση και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ειδικά των χωρών εκείνων, όπως η Ελλάδα, που διακρίνονται από υψηλή συσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, δεν υπάρχουν περιθώρια για μια νέα επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας της οικονομίας ως συνέπεια μιας αύξησης του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους.
Είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει με έμφαση να υπογραμμισθεί ότι η συσσώρευση υψηλού δημόσιου χρέους, τα συνεχή πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα, ως συνέπεια αρχικά των μέτρων διαχείρισης της πανδημίας και σήμερα των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας, και η ανοδική πορεία του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπουν μια διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του ρίσκου φερεγγυότητας της χώρας.
Η κατάσταση αυτή βραχυπρόθεσμα δεν δημιουργεί δημοσιονομικούς περιορισμούς, χρήζει όμως ιδιαίτερης προσοχής στο νέο νομισματικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον που δημιουργεί ο υψηλός πληθωρισμός και κυρίως η επιστροφή στην αντιπληθωριστική στόχευση της νομισματικής πολιτικής.
Η δημοσιονομικά ευάλωτη ελληνική οικονομία, το ύψος του δημόσιου χρέους, η εμπειρία της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν επιβεβλημένη την αποφυγή δημιουργίας συνθηκών μιας νέας δημοσιονομικής περιπέτειας.