Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία χαρακτηρίζεται από σημαντική αβεβαιότητα και προκλήσεις. Μετά την μακρά περίοδο της πανδημίας και καθώς οι οικονομίες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχαν ξεκινήσει να ανακάμπτουν, ήρθε να προστεθεί μία νέα εξωγενής διαταραχή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Και όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), οι στασιμοπληθωριστικές πιέσεις και οι προκλήσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες συνθέτουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι τράπεζες, αυξάνοντας την πολυπλοκότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.

Οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης αποτελούν τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Και αυτό γιατί επηρεάζει αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει την εξέλιξη και τη διάρκεια του πολέμου, σε συνδυασμό με την απόσυρση των εναπομεινάντων μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την προστασία από την πανδημία εντός του 2022, καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η δημιουργία νέων “κόκκινων” δανείων (ΜΕΔ), ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω. Στην περίπτωση αυτή, η συνεπής αποτύπωση των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.

Πιο συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εμφάνιση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα της οριστικής απόσυρσης εντός του 2022 των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την προστασία από την πανδημία. Επιπλέον, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί ένα πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας για την μελλοντική πορεία των ΜΕΔ καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με πληθωριστικές πιέσεις, κυρίως εξαιτίας της αύξησης του κόστους της ενέργειας.

Αναμένεται λοιπόν η πραγματική επίπτωση των τιμών και, ως εκ τούτου, της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της αύξησης του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Καθίσταται σαφές ότι ενδέχεται να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω. Η επίπτωση αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως μια βάσιμη πηγή ανησυχίας.

Γιατί βελτιώνονται οι προβλέψεις για την Ελληνική οικονομία

Προσαρμογή στο νέο περιβάλλον και προκλήσεις

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. Η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει δεν επιτρέπει περιθώρια εφησυχασμού.

Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ. Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%11). Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας.

Ωστόσο, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση να έχουν τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται πλέον σε όλο το φάσμα των αγαθών και υπηρεσιών, είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.

Η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας.

Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα. Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης.

Η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).

Ενέργειες οι οποίες στοχεύουν στον περιορισμό του λειτουργικού κόστους, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών (digitalisation), θα αμβλύνουν την τελική επίδραση στο λειτουργικό αποτέλεσμα.

H κεφαλαιακή επάρκεια

Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ, καθώς και με τη σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί.

Η ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, Η ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, οι προσπάθειες αντιμετώπισης των παραπάνω προκλήσεων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ώστε να ενισχυθεί σημαντικά η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Στην κατεύθυνση αυτή, η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) δημιουργεί θετικές προοπτικές και μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης, ώστε να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και να καταστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες περισσότερο βιώσιμες, ανθεκτικές και καλύτερα προετοιμασμένες για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.

Ανεπαρκής η χρηματοδότηση της Ελληνικής οικονομίας από τις τράπεζες

Η ρευστότητα

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021, λόγω της αύξησης των καταθέσεων πελατών και της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, που διατήρησε ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Επιπρόσθετα, η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών ενίσχυσε τη δυνατότητα πρόσβασής τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Η ανοδική πορεία των καταθέσεων συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 2021, εν μέσω μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων, με αποτέλεσμα το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά να ανέλθει σε 180 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας.

Η αύξηση των καταθέσεων συνδέεται με τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, ενώ η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, που αποτυπώθηκε το 2021 στην αξιοσημείωτη άνοδο των ροών εξαρτημένης απασχόλησης (κυρίως στους τομείς του λιανεμπορίου και του τουρισμού) επέδρασε υποστηρικτικά στην άνοδο του πραγματικού εισοδήματος.

Ταυτόχρονα, η ρευστότητα των τραπεζών συνέχισε να ενισχύεται από τη συμμετοχή τους στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Targeted Longer Term Refinancing Operations – TLTROs III), καθώς και την αποδοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφαλίσεων στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσύστηματος και τις πρόσφατες εκδόσεις στις διεθνείς αγορές.

Επισημαίνεται ότι η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε και διαμορφώθηκε σε 50,8 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, έναντι 41,2 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2020.

Οι εξελίξεις στο «μέτωπο» των «κόκκινων» δανείων

Αντίστοιχα, τo 2021 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Η υποχώρηση των ΜΕΔ επιταχύνθηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 12,8% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 18,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 61% ή 28,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισ. ευρώ).

Στο πλαίσιο αυτό, χρήζει αναφοράς ότι ήδη δύο σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ με στοιχεία τέλους 2021, ενώ αναμένεται με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022. Συνολικά, η μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφτασε το 82,8% ή 88,8 δισ. ευρώ.

Η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το 2021 οφείλεται κυρίως στην ολοκλήρωση συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, οι οποίες προέβλεπαν ταυτόχρονα για τρεις σημαντικές τράπεζες τον εταιρικό μετασχηματισμό τους (hive down), καθώς και σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων.

Οι εν λόγω συναλλαγές τιτλοποίησης αξιοποίησαν το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS, “Σχέδιο Ηρακλής”), για τη χορήγηση εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης (senior tranche) της τιτλοποίησης.

Επισημαίνεται ότι εντός του 2021 εγκρίθηκε και η παράταση του εν λόγω προγράμματος για 18 επιπλέον μήνες, με αντίστοιχη δυνατότητα χορήγησης πρόσθετων εγγυήσεων ποσού έως 12 δισ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο. Ωστόσο, ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ακόμη ιδιαίτερα υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2,0%8). Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται.

Καταρρέει η αγορά: Πάνω από 5 δισ. ευρώ τα νέα «φέσια» σε Εφορία και Ε

Υποχώρησε η ανθεκτικότητα

Την ίδια ώρα, η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας σημειώνει ότι, οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησαν το 2021, επηρεασμένοι κυρίως από την εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2021 υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,8 δισ. ευρώ, έναντι ζημιών 2,1 δισ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ.

Τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κατά 10,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εξαιτίας της υποχώρησης των καθαρών εσόδων από τόκους και των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις.

Ωστόσο, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα λοιπά έσοδα αυξήθηκαν.

Όσον αφορά τα λειτουργικά έξοδα, αυξήθηκαν οριακά, καθώς επιβαρύνθηκαν περαιτέρω από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και από την απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων.

Συνολικά, χρήζει αναφοράς ότι σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των τραπεζών για το 2021 προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη (one-offs).Η επιτάχυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της πώλησης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk).

Αναλυτικότερα, το 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 8,5 δισ. ευρώ, έναντι 5,6 δισ. ευρώ το 2020. Από αυτές, 7,2 δισ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ από δύο σημαντικές τράπεζες.

Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2021 έναντι του 2020 κυρίως εξαιτίας των ζημιών που προέκυψαν από την πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, που υπεραντιστάθμισαν τη θετική επίδραση από τις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2021.

Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,6% το Δεκέμβριο του 2021 από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 15,2% από 16,6%, αντίστοιχα.

Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1 15,5% και TCR 19,5% το Δεκέμβριο του 2021). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,7% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,4%.

Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς το 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το 2020).

Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 73% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 63% το 2020).

Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,7 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας περίπου το 8% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.

Σημειώνεται ότι, αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 5,1 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μεσομακροπρόσθεσμο ορίζοντα.