Στην “αυγή” του νέου έτους, η Ελλάδα δεν είναι πια ο δημοσιονομικός “παρίας” της Ευρώπης, όπως είχε καταστεί την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Πλέον είναι μια χώρα που μπορεί να επιτυγχάνει δημοσιονομική ισορροπία και πειθαρχία, με τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ να ακολουθεί φάση αποκλιμάκωσης. Και μάλιστα σε μία περίοδο, όπου ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, την τελευταία τριετία, είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Όπως επισημαίνει στην τελευταία της έκθεση η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η πρόοδος στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη μείωση της φοροδιαφυγής και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού συνέβαλε και το 2024 στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων. Η θετική αυτή εξέλιξη διευκόλυνε το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της δημοσιονομικής πορείας σε συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες, με παράλληλη ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων.

Αναλυτικότερα, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2025, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) εκτιμάται σε πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ, βελτιωμένο έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεων μέσα στο έτος. Παράλληλα, εκτιμάται σημαντική αποκλιμάκωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης (ΓΚ) κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.) του ΑΕΠ έναντι του 2023, σε 154% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της ΤτΕ, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 154,2% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, συνολικά, η εκτιμώμενη κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής (fiscal stance) την περίοδο 2024-25 είναι σύμφωνη με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών: αφενός περιλαμβάνει τη σταδιακή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αφετέρου διαφυλάσσει τη δημοσιονομική ώθηση από τις δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να στηριχθούν τόσο η ανάκαμψη της οικονομίας όσο και η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.

Η σταθερή υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων τα τελευταία χρόνια αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν καρπούς. Με τον τρόπο αυτόν διευρύνεται η φορολογική βάση και ενισχύεται η φορολογική δικαιοσύνη, οδηγώντας σε μόνιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων.

Το γεγονός αυτό επέτρεψε στις ελληνικές αρχές να επιτύχουν μεγαλύτερη αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών την περίοδο 2025-2028 σε σύγκριση με τις αρχικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο της κατάρτισης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού-Διαρθρωτικού Σχεδίου (ΜΔΣ) 2025-2028.

Κατά την ΤτΕ, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας, καθώς και για την κάλυψη του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας.

Η επίτευξη αυτών των στόχων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαχρονική διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, στο πλαίσιο των νέων κανόνων δημοσιονομικής διακυβέρνησης, αλλά και για την περαιτέρω βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας και την ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Οι προβλέψεις και τα «κρυφά σημεία» του μεσοπρόθεσμου - Οι στόχοι για την ανάπτυξη, τη δημοσιονομική σταθερότητα και το δημόσιο χρέος, όπως περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο 2025 – 2028 - Oι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ε.Ε. και η Ελλάδα

Στο ίδιο μήκος κύματος και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), το οποίο σημειώνει και αυτό ότι, Το 2024, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός (fiscal stance) εκτιμάται συσταλτικός (0,5% του ΑΕΠ) σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Επομένως, η δημοσιονομική πολιτική είναι συμβατή με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την απόσυρση των έκτακτων μέτρων στήριξης και τη σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων διαφυλάσσοντας παράλληλα τη δυναμική ανάπτυξης της οικονομίας και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση μέσω των δημόσιων επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, όσο και με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, ώστε να αποφευχθεί η τροφοδότηση πληθωριστικών πιέσεων.

Πιο συγκεκριμένα, για τον δημοσιονομικό προσανατολισμό του 2024 εκτιμάται ότι οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του ΤΑΑ και άλλα ταμεία της ΕΕ αναμένονται να παραμείνουν επεκτατικές στο ύψος του 2023 (0,4 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ) και οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες να έχουν συσταλτική συμβολή 0,9 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ.

Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς τρέχουσες δαπάνες έχουν συσταλτική συμβολή (1,3 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ από 1,2 το 2023), ο εθνικά χρηματοδοτούμενος ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου επεκτατική (0,8 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ από 0,2 το 2023) και οι εθνικά χρηματοδοτούμενες άλλες δαπάνες κεφαλαίου συσταλτική (0,4 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ από επεκτατική 0,3 το 2023).

Το 2025, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται επεκτατικός (0,6% του ΑΕΠ) εξαιτίας των αυξημένων δαπανών για επενδύσεις μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πιο συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του ΤΑΑ και άλλα ταμεία της ΕΕ αναμένονται να παραμείνουν επεκτατικές 0,6 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερες από το 2024 και οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες να έχουν ουδέτερη συνολική συμβολή.

Οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες έχουν ουδέτερη συμβολή, δεδομένου ότι οι εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς τρέχουσες δαπάνες έχουν συσταλτική συμβολή (0,4 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ) και ο εθνικά χρηματοδοτούμενος ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου επεκτατική (0,4 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ). Για το 2025, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει ονομαστική αύξηση 2,6% των εθνικά χρηματοδοτούμενων καθαρών πρωτογενών δαπανών για το 2024 και είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τις συστάσεις της Κομισιόν.

Επίσης, διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να διαμορφωθεί για το 2024 σε 0,7% του ΑΕΠ, καθώς και η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ (9,9 ποσ. μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2023). Σύμφωνα με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις, η ονομαστική αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών για το 2025 αναμένεται ότι θα είναι 3,6% σε σχέση με το 2025 και έτσι δε θα ξεπεράσει το όριο του 3,7% που τέθηκε στο ΜΔΣ 2025-2028.36 .

Επίσης, και πάλι, διασφαλίζεται η τήρηση της τιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα ΓΚ, το οποίο αναμένεται 0,6% του ΑΕΠ για το 2025. Τέλος, αποτυπώνεται η εύλογη και συνεχής μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 6,5 ποσ. μονάδες για το 2025 σε σχέση με το 2024.

Η βάση εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας για το 2024: Οι μακροοικονομικές εξελίξεις και οι προοπτικές για το 2024, οι φιλόδοξοι στόχοι για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την αγορά εργασίας, οι αβεβαιότητες, οι προκλήσεις, και το ασταθές παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον

Η πορεία του δημόσιου χρέους

Επιπλέον, το ΕΔΣ σημειώνει ότι, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 154%, παρουσιάζοντας μείωση 9,9 ποσ. μονάδες σε σχέση με το 2023. Η μείωση αναμένεται να συνεχιστεί και για το 2025 κατά 6,5 ποσ. μονάδες, με το χρέος να εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 147,5% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα να παραμένει, όχι μόνο κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ με ασφαλές περιθώριο, αλλά να τείνει να ισοσκελιστεί.

Η εξέλιξη αυτή σύμφωνα με το ΕΔΣ είναι σημαντική, για μια οικονομία η οποία επί δεκαετίες χαρακτηρίσθηκε από διαρκή ελλείμματα. Σύμφωνα με το ΜΔΣ 2025-2028, η τάση αυτή αποκλιμάκωσης προβλέπεται να συνεχιστεί με τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ το 2028 να διαμορφώνεται σε 133,4%, με τη μέση ετήσια μείωση κατά την τετραετία 2025-2028 να υπολογίζεται σε 5,1 ποσοστιαίες μονάδες. Κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την ταχεία αποκλιμάκωση είναι η διατήρηση ισχυρής πραγματικής ανάπτυξης, η σημαντική αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος και ο πληθωρισμός.

Η συμβολή τους στη μείωση του δημοσίου χρέους στο 2024, εκτιμάται ότι θα είναι αντίστοιχα 3,3, 2,9 και 5,5 ως ποσοστά του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Τα επόμενα χρόνια πάντως, αναμένεται μια ελαφρά εξασθένιση της σημασίας της επίδρασης της σχέσης έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, και άρα αύξηση της βαρύτητας διαμόρφωσης σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Επίσης, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση λόγω του υψηλού επιπέδου του σε απόλυτους όρους, και λόγω του ότι υπερβαίνει κατά πολύ τον στόχο του κανόνα του ΣΣΑ της ΕΕ, ο οποίος είναι της τάξης του 60% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, η ελληνική οικονομία θεωρείται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι φαίνεται να είναι υψηλοί λόγω του ακόμη υψηλού λόγου χρέους προς το ΑΕΠ.

Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα είναι χαμηλές για την περίοδο 2025-2026, χάρη στα προβλεπόμενα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και τη μέτρια απόσβεση του χρέους, η οποία οφείλεται επίσης στις μερικές αποπληρωμές των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού GLF κα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που ξεκίνησε το 2023. Η αποπληρωμή των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας θα ξεκινήσει μόλις το 2034.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, η χώρα συνεχίζει να έχει πρόσβαση στις αγορές με τακτικές επιτυχημένες δημοπρασίες ομολόγων. Η ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους υποστηρίζεται από τις μέτριες χρηματοδοτικές ανάγκες, το μεγάλο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας και τη χαμηλή ευαισθησία του ανεξόφλητου χρέους, αλλά η αυξημένη γεωπολιτική αβεβαιότητα απαιτεί επαγρύπνηση κατά την περίοδο 2025-2026.

Δημοσιονομική επαγρύπνηση και πειθαρχία απαιτείται, όχι μόνο λόγω των νέων πιο απαιτητικών κανόνων του ΣΣΑ, αλλά και λόγω της υποχρέωσης της χώρας μας στις επόμενες δεκαετίες να αποπληρώσει τα δάνεια που έλαβε από φορείς της ΕΕ στη διάρκεια της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, κάτι που φυσιολογικά θα απαιτήσει συστηματικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.

Επιπλέον, η αυξανόμενη γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια παγκόσμια, πιθανώς να δημιουργήσει νέες δημοσιονομικές ανάγκες και αυτό απαιτεί προνοητική πολιτική και αποθέματα δημοσιονομικής ευχέρειας.

Μεγάλες αναταράξεις προβλέπουν οι διεθνείς οίκοι - Έρχονται απότομες διακυμάνσεις και απρόβλεπτα σκαμπανεβάσματα - Πόσο επηρεάζουν την τελική κρίση τράπεζες , προϋπολογισμός και ομόλογα - Το χρηματιστήριο «θύμα» των εξελίξεων στην Ευρωζώνη και των σεναρίων για ύφεση!

Απαραίτητες αλλαγές στην δημοσιονομική πολιτική

Επιστρέφοντας όμως στην ΤτΕ, η κεντρική τράπεζα της χώρας σημειώνει ότι, το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης απαιτεί τον έλεγχο των δημόσιων δαπανών, οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο όριο. Ο κανόνας των δαπανών καθίσταται πλέον το κεντρικό μέσο παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ως εκ τούτου, η χρήση τυχόν πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς, καθώς αυτός θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μείωση του δημόσιου χρέους.

Παράλληλα, έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από ενεργητικά μέτρα στην πλευρά των εσόδων. Τυχόν υψηλότεροι μεσοπρόθεσμοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, λόγω της απόδοσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και ανθεκτικότητας, θα οδηγήσουν σε βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, μειώνοντας κατ’ επέκταση τις ανάγκες προσαρμογής για την ικανοποίηση των κριτηρίων βιωσιμότητας του νέου δημοσιονομικού πλαισίου.

Ως εκ τούτου, η δημιουργία μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου (δηλ. υψηλότερων ορίων δαπανών) μπορεί να αξιοποιηθεί είτε για αύξηση δαπανών (π.χ. ενίσχυση δημοσίων επενδύσεων μέσω του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ – ιδιαίτερα μετά το 2026, λήψη στοχευμένων μέτρων στήριξης κοινωνικών ομάδων) είτε για φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν το φορολογικό βάρος.

Σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικών περιορισμών, η επισκόπηση των δημόσιων δαπανών (spending reviews) προσφέρει σημαντικά οφέλη, καθώς επιτρέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των κρατικών δαπανών, διασφαλίζοντας ότι οι διαθέσιμοι πόροι χρησιμοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Όπως εκτιμά η ΤτΕ, μέσω αυτής της διαδικασίας, είναι δυνατός ο εντοπισμός τομέων σπατάλης ή μη βέλτιστης χρήσης κονδυλίων, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη κατανομή των δημόσιων πόρων.Επιπλέον, η επισκόπηση ενισχύει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία, βελτιώνοντας τη δημόσια διοίκηση και υποστηρίζοντας τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Τέλος, συμβάλλει στη διαμόρφωση πιο στοχευμένων και αποδοτικών κοινωνικών πολιτικών. Ο εξορθολογισμός των δημόσιων δαπανών και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσουν το δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει τη σταδιακή εφαρμογή ευρύτερων φορολογικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία.

Τα πρόσφατα μέτρα που θεσπίστηκαν προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως η ενισχυμένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης ταμειακών μηχανών και POS, καθώς και η τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, έχουν αποδώσει καρπούς.

Επιτακτικά αναγκαία κρίνεται η ολοκλήρωση δράσεων που στοχεύουν στην περιστολή της φοροδιαφυγής και έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η επέκταση της υποχρεωτικής αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών στη λιανική, η υποχρεωτική εφαρμογή του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων και η πλήρης λειτουργία της πλατφόρμας myData.

Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αν συμπληρωθούν με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή, καθώς και με επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών, για καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να ενισχύσει όχι μόνο τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τη φορολογική δικαιοσύνη.

Επιπλέον, απαιτείται καλύτερη στόχευση των κοινωνικών παροχών. Σε οικονομίες όπως η ελληνική, όπου η απόκρυψη εισοδημάτων είναι εκτεταμένη, η στόχευση των κοινωνικών δαπανών πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια πέραν αυτών που απεικονίζονται στις φορολογικές δηλώσεις. Η συνήθης πρακτική της χορήγησης επιδομάτων με βάση αποκλειστικά τα δηλωθέντα εισοδήματα σε μια οικονομία με υψηλή φοροδιαφυγή οδηγεί σε μη ορθολογική και άδικη κατανομή των δημόσιων πόρων.

Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ανέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για έργα προσαρμογής και έκτακτης βοήθειας, συμπληρωματικά προς τις απαραίτητες επενδύσεις για το μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η αναμενόμενη κλιμάκωση των καταστροφικών φαινομένων θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα, αφού οι αναγκαίες δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους ξεπερνούν τις δυνατότητες των χωρών.

Ως εκ τούτου, η συνδρομή της ΕΕ για τη χρηματοδότηση των σχετικών δαπανών κρίνεται καθοριστική για την αποφυγή δημοσιονομικών ανισορροπιών.

Διαβάστε ακόμη: