Μέσα στην “οχλαγωγία” της προεκλογικής περιόδου, και με το πολιτικό κλίμα να χαρακτηρίζεται από ακραία πόλωση, λόγω κυρίως της υπόθεσης των υποκλοπών, μάλλον δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή σε μια σημαντική είδηση για την ελληνική. Το γεγονός δηλ. ότι ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας, στη βαθμίδα «ΒΒ+» με σταθερή προοπτική (από «ΒΒ»),μια βαθμίδα μόλις κάτω από την επενδυτική.

Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος αξιολόγησης επικαλείται ως βασικούς λόγους για την αναβάθμιση τη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και τους μειωμένους κινδύνους για τον τραπεζικό τομέα. Όπως αναφέρει μάλιστα, αναμένει καλύτερα αποτελέσματα και προβλέψεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος την περίοδο 2022-2024, χάρη στην ισχυρότερη ονομαστική ανάπτυξη, την καλύτερη εκτέλεση του προϋπολογισμού και την πιο ευνοϊκή διάρθρωση της εξυπηρέτησης του χρέους.

Ειδικότερα, προβλέπει περαιτέρω μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 1,8% του ΑΕΠ το 2024 από 3,8% που ήταν η εκτίμηση για το 2022, εν μέρει λόγω της βελτιστοποίησης των προσωρινών μέτρων στήριξης.

Αυτό συνεπάγεται βελτίωση στο πρωτογενές ισοζύγιο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες σε πλεόνασμα 0,9% το 2024 και ισοσκελισμένη θέση το 2023. Σύμφωνα με τον Fitch, κάποια αβεβαιότητα για τις δημοσιονομικές πολιτικές μετά τις εκλογές, αλλά οι κίνδυνοι αμβλύνονται από την ευρεία δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση και τις πρόσφατες επιδόσεις στον τομέα αυτό.

Για το δημόσιο χρέος, το οποίο εκτιμάται ότι σημείωσε μείωση – ρεκόρ 24,5 εκατοστιαίων μονάδων, στο 170% του ΑΕΠ το 2022, ο οίκος αναμένει ότι θα συνεχίσει να μειώνεται με πιο περιορισμένο ρυθμό μεσοπρόθεσμα, κυρίως λόγω των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, για να υποχωρήσει στο 160,6% το 2024.

Για τον τραπεζικό τομέα σημειώνει ότι εξακολουθεί να σημειώνεται σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), με το ποσοστό των εγχώριων NPL να διαμορφώνεται στο 9,7% το γ’ τρίμηνο του 2022, υποχωρώντας κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το 2009, με αιχμή τις τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής» και την ανάκαμψη που είχε ευρεία βάση.

Ο Fitch αναμένει περαιτέρω βελτίωση όσον αφορά το ενεργητικό των τραπεζών, η οποία θα στηριχθεί από τις περιορισμένες νέες εισροές (NPL) καθώς οι τράπεζες ολοκληρώνουν τις εκκρεμείς μη οργανικές δράσεις τους.

Ο Fitch προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας 0,9% για φέτος και 2,3% για το 2024, αναθεωρώντας προς το καλύτερο τις εκτιμήσεις του σε σχέση με την περασμένη αξιολόγηση του Οκτωβρίου, καθώς βελτιώθηκε το ισοζύγιο των κινδύνων, ιδιαίτερα λόγω της πρόσφατης μείωσης των τιμών της ενέργειας και των περιορισμένων προοπτικών διανομής ενέργειας με δελτίο στην Ευρώπη.

Σημειώνει ακόμη ότι οι αρχές συνεχίζουν να σημειώνουν πρόοδο στη μεταρρυθμιστική ατζέντα τους, η οποία συνδέεται εν μέρει με ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο, σε συνδυασμό με το τελευταίο έτος απορρόφησης των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020 θα δώσει ισχυρή επενδυτική ώθηση.

Για τον πληθωρισμό, ο Fitch αναμένει σταθερή επιβράδυνση από το 9,3% πέρυσι στο 5% φέτος και στο 1,5% το 2024, σε εναρμόνιση με τη μείωση των τιμών ενέργειας και άλλων πρώτων υλών καθώς και λόγω αποτελεσμάτων βάσης. Ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται επίσης να μειωθεί, αν και με πιο περιορισμένο ρυθμό.

Οι προβλέψεις, οι προσδοκίες και τα «αγκάθια» του προϋπολογισμού

Η “περιπέτεια” της επενδυτικής βαθμίδας

Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις του ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση, η απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας έγινε το 2010, με το χρόνο παραμονής εκτός επενδυτικής βαθμίδας να έχει υπάρξει ιδιαίτερα μακρύς και σημαντικά μεγαλύτερος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τους νότου με αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής.

Συγκεκριμένα, η Κύπρος και η Πορτογαλία παρέμειναν εκτός επενδυτικής βαθμίδας πάνω από 6 έτη, ενώ την ανέκτησαν εντός 3 και 4 ετών αντίστοιχα μετά τη λήξη των προγραμμάτων τους. Το 5ο έτος από τη λήξη του τελευταίου ελληνικού προγράμματος είναι το 2023.

Η έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας στην Ελλάδα για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα επέδρασσε αυξητικά στην εξέλιξη του δημοσίου χρέους και στέρησε από τη εγχώρια οικονομία ένα σημαντικό αριθμό κεφαλαίων, καθώς τα ελληνικά ομόλογα, κρατικά και εταιρικά, δεν είναι επιλέξιμα χρεόγραφα για επενδύσεις από μεγάλους διεθνείς, θεσμικούς και μακροχρόνιους επενδυτές, ούτε από την ΕΚΤ για τις εκτεταμένες πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης χωρίς να χρειάζεται ειδική εξαίρεση.

Η χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να αποδειχθεί ένα ισχυρό σήμα για τις αγορές, βελτιώνοντας τις προσδοκίες και οδηγώντας στην διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και κατ’ επέκταση στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης, τόσο του ελληνικού κράτους όσο και των εγχώριων επιχειρήσεων.

Συνολικά, η επενδυτική βαθμίδα είναι σημαντική συνθήκη για την αύξηση των επενδύσεων, ώστε να τεθεί η ελληνική οικονομία συστηματικά σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης. Και αντίστροφα, όμως, όσο υπάρχουν αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας μας τόσο θα καθυστερεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Σήμερα, παρά τη σταδιακή βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της εγχώριας οικονομίας, το Ελληνικό Δημόσιο υπολείπεται κατά 1 έως 3 βαθμίδες από την επενδυτική κατηγορία, ανάλογα με τον οίκο αξιολόγησης. Οι θετικές ωστόσο προοπτικές στις αξιολογήσεις αντιστοιχούν σε μια υψηλή πιθανότητα αναβάθμισης κατά το επόμενο έτος, εάν όμως οι προσεχείς εκλογές δεν διαταράξουν την πορεία της οικονομίας.

Ειδικότερα, οι τρεις βασικοί οίκοι αξιολόγησης έχουν σταδιακά αναβαθμίσει το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας από το 2017 και μετά, με αποτέλεσμα αυτή να απέχει μόνο ένα βήμα από την επενδυτική βαθμίδα. Η Fitch, όπως είδαμε, αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στις 27 Ιανουαρίου σε BB+ με σταθερές προοπτικές, όπως είχε ήδη κάνει η Standard &Poor’s, ενώ η Moody’s τοποθετεί τη χώρα μας στη βαθμίδα Ba3 με σταθερές προοπτικές.

Από την πλευρά της, η ΤτΕ σημειώνει για το θέμα ότι, η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων βάσει του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας μπορούν να καταστήσουν εφικτή την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα κατά το επόμενο έτος.

Αυτό αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο, ειδικά εν μέσω της αυστηροποίησης των νομισματικών συνθηκών και της επιδείνωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι οποίες έχουν επιδράσει αυξητικά στις αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.

Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Γιατί είναι σημαντική η αναβάθμιση της οικονομίας

Επιστρέφοντας στο ΙΟΒΕ, το ινστιτούτο επισημαίνει, ότι είναι θέμα υψηλής σημασίας να επιτευχθεί σύντομα αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτή σχετίζεται στενά με την πορεία ανάπτυξης της και με τους βαθμούς ελευθερίας για να την ενισχύσει. Στην επενδυτική βαθμίδα, τα ελληνικά ομόλογα καθίστανται επιλέξιμα χρεόγραφα για επενδύσεις από μεγάλους διεθνείς, θεσμικούς και μακροχρόνιους επενδυτές, αυξάνοντας σημαντικά τη ρευστότητα στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά.

Τα ελληνικά χρεόγραφα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εχέγγυα έναντι διατραπεζικού δανεισμού. Επιτρέπεται επίσης στα ελληνικά ομόλογα, κρατικά και εταιρικά, να είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ στις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, χωρίς να χρειάζεται ειδική εξαίρεση. Τέλος, είναι γενικότερο σήμα για τις αγορές, βελτιώνει τις προσδοκίες και οδηγεί στην διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης.

Συνολικά, η επενδυτική βαθμίδα είναι συνθήκη για την αναγκαία σημαντική αύξηση των επενδύσεων ώστε να τεθεί η ελληνική οικονομία συστηματικά σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης.

Οι παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι οίκοι αξιολόγησης είναι διαρθρωτικοί, μακροοικονομικοί, δημοσιονομικοί και το εξωτερικό ισοζύγιο.

Όσο, λοιπόν, υπάρχουν σχετικές αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας τόσο θα καθυστερεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Εάν οι προσεχείς εκλογές δεν διαταράξουν την πορεία της οικονομίας, η συνεχιζόμενη βελτίωση είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην επιθυμητή αναβάθμιση προς το τέλος του 2023, επιταχύνοντας τη βελτίωση της οικονομίας από τότε και μετά. Είναι, συνεπώς, απόλυτα κρίσιμο να επιτευχθεί επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα και όχι αργότερα και, φυσικά, να διατηρηθεί στη συνέχεια.

“Ώθηση” στην οικονομική ανάπτυξη

Σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank σημειώνει περαιτέρω, ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το τρέχον έτος θα αποτελέσει ορόσημο για την ελληνική οικονομία, καθώς η επίτευξη του στόχου αυτού αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του κόστους πρόσθετου δανεισμού της χώρας και να συμβάλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους μακροπρόθεσμα.

Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να συγκρατηθούν οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Και τούτο διότι η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής επηρεάζει αρνητικά πολλές επενδυτικές αποφάσεις. Συνεπώς, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας ενισχύει την περαιτέρω βελτίωση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και συμβάλλει στην προσέλκυση νέων εγχώριων και άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία των δημόσιων οικονομικών και την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, καθώς και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Ο στόχος αυτός θεωρείται εφικτός, λαμβάνοντας υπόψιν τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών στον Προϋπολογισμό του 2023 και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία του δημοσίου χρέους το τρέχον έτος, καθώς, επίσης, και την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων το 2022, γεγονός που αναμένεται να διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Επιπλέον, ο θετικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ αλλά και οι πληθωριστικές πιέσεις που θα συνεχιστούν, έστω σε μικρότερο βαθμό, το 2023, αναμένεται να αυξήσουν περαιτέρω το ονομαστικό ΑΕΠ και επομένως τον παρονομαστή του κλάσματος, αποκλιμακώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.

Επιπρόσθετα, η αύξηση του αριθμητή (ονομαστικό χρέος) αναμένεται να είναι οριακή το τρέχον έτος, σύμφωνα με τη στρατηγική χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου (ΟΔΔΗΧ).

Ως εκ τούτου, η επίτευξη των προβλέψεων τόσο μακροοικονομικών, όσο και των δημοσιονομικών μεγεθών εκτιμάται ότι θα καθορίσει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της Ελλάδας το 2023. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή αναμένεται να διαδραματίσουν η εμπέδωση σκηνικού πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, ανεξαρτήτως του χρονισμoύ των εκλογικών αναμετρήσεων, καθώς και η απουσία υφεσιακών και γεωπολιτικών διαταραχών στο διεθνές περιβάλλον.

ΕΡΧΕΤΑΙ η Επενδυτική βαθμίδα - Προεκλογικό δώρο από την S&P στις 21 Απριλίου

Οι θετικές εξελίξεις στο δημόσιο χρέος

Από την άλλη, οι προσδοκίες για την περαιτέρω μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελούν βασική παράμετρο για την πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας. Σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες προβλέψεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα αναμένεται να καταγράψει την μεγαλύτερη σωρευτική πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, την περίοδο 2019-2023, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27).

Ειδικότερα, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να υποχωρήσει στο 161,9% του ΑΕΠ το 2023, από 180,6% του ΑΕΠ το 2019, μειούμενο κατά 18,7 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι προβλέψεις για τη ραγδαία αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους οφείλονται στην επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, με την Ελλάδα να αναμένεται να καταγράψει πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 5,5% στο διάστημα 2019-2023 (σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης της τάξης του 2,4%), σε συνδυασμό με τις έντονα πληθωριστικές πιέσεις των δύο τελευταίων ετών (με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται στην Ελλάδα κατά 15,8% στο διάστημα 2019-2023), γεγονός που αναμένεται να αυξήσει σημαντικά το ονομαστικό ΑΕΠ.

Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλει σε σημαντικό βαθμό και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το τρέχον έτος (0,7% του ΑΕΠ).

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ)), η εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης παραμένει σε πτωτική πορεία, φθάνοντας το 4,8% το 2022 από 6,9% το 2018 και 11,3% το 2012.

Η επίδοση αυτή είναι σημαντικά χαμηλότερη από την αντίστοιχη της Ιταλίας (8,1%) και οριακά χαμηλότερη συγκριτικά με την Ισπανία (5%) και την Πορτογαλία (4,9%), χώρες οι οποίες βρίσκονται σε υψηλότερη επενδυτική βαθμίδα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται αφενός στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης το 2022 και αφετέρου στις μειωμένες πληρωμές τόκων εξυπηρέτησης του χρέους.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατηγική χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου για το 2023 (ΟΔΔΗΧ, Δεκέμβριος 2022) θα στοχεύει στη συνεχιζόμενη παρουσία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και στη διατήρηση του σημαντικού ταμειακού αποθέματος που διαθέτει το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2023 ανέρχονται σε ευρώ 15,4 δισ., εκ των οποίων τα ευρώ 7,2 δισ. αφορούν σε δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους και τα ευρώ 4,7 δισ. σε πληρωμές τόκων.

Λιγότερες από τις μισές χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου για το 2023 θα καλυφθούν μέσω νέων εκδόσεων, δηλαδή συνολικά Ευρώ 7 δισ., ενώ ήδη εντός του Ιανουαρίου αντλήθηκε το 50% του ποσού αυτού (ευρώ 3,5 δισ.) μέσω νέας έκδοσης δεκαετούς ομολόγου. Σημειώνεται ότι η απόδοση του δεκαετούς τίτλου προσέγγισε το 4,2% και ήταν κατά περίπου 2,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη, από την αντίστοιχη απόδοση του δεκαετούς ομολόγου που εκδόθηκε τον ίδιο μήνα πέρυσι.

Σημαντική θα είναι επίσης η χρηματοδότηση που θα λάβει το ελληνικό δημόσιο από ευρωπαϊκούς πόρους, συνολικού ύψους ευρώ 4,2 δισ., ενώ αναμένεται να γίνει χρήση ευρώ 2,2 δισ. από το ταμειακό απόθεμα, το οποίο τον Δεκέμβριο του 2022 ανερχόταν σε ευρώ 30,6 δισ. Η στρατηγική χρηματοδότησης του ΟΔΔΗΧ, σε συνδυασμό με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 βάσει των προβλέψεων του Προϋπολογισμού (ευρώ 1,7 δισ.), θα έχει ως αποτέλεσμα την οριακή άνοδο του ονομαστικού χρέους.

Επιπρόσθετα, το σημαντικά χαμηλότερο ύψος νέων εκδόσεων σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, θα διατηρήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου σε χαμηλό επίπεδο μεσοπρόθεσμα και την εξυπηρέτηση του χρέους βιώσιμη.

Διαβάστε ακόμη: