Σχέδιο για την πώληση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων και των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ επεξεργάζεται το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που εκτιμάται ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναζωπυρώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον καταξιωμένων εταιρειών από την Ελλάδα και το εξωτερικό με δέλεαρ τις στρατηγικές κρίσιμες πρώτες ύλες που διαθέτει.
Τον Αύγουστο του 2024, οι διαγωνισμοί για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ ενταφιάστηκαν καθώς ο προτιμητέος επενδυτής (κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και AD Holdings) απέσυρε το ενδιαφέρον του.
Έξι μήνες μετά, η υπόθεση της ελληνικής βιομηχανίας σιδερονικελίου που έχει κατεβάσει ρολά από το 2022, επανέρχεται στο προσκήνιο με την κυβέρνηση να εμφανίζεται να αναζητά λύση και να εξετάζει υπό προϋποθέσεις την διενέργεια νέου διαγωνισμού. Όπως λένε αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΝ μελετάται να βγει ένας διαγωνισμός στα πρότυπα της διαγωνιστικής διαδικασίας για τα μεταλλεία αντιμονίου στην Χίο, με στόχο να δοθεί μια δεύτερη και τελευταία ευκαιρία, αυτή την φορά όχι στην βιομηχανία η οποία οδηγείται σε πτώχευση αλλά στα μεταλλευτικά δικαιώματα και τα περιουσιακά στοιχεία.
Για το σκέλος της πτώχευσης που αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι θα πρέπει να οριστεί σύνδικος, ο οποίος θα αναλάβει να διαχειριστεί την πτωχευτική διαδικασία που μπορεί να πάρει χρόνια. Σύμφωνα με κάποιες πηγές του υπουργείου αυτός θα μπορούσε να είναι και ο ειδικός διαχειριστής, ο οποίος παραμένει στην ΛΆΡΚΟ έως τα τέλη του έτους για την φύλαξη και την επίβλεψη των εγκαταστάσεων.
Την αισιοδοξία του σχεδίου που εξετάζεται νομικά και θα αξιολογήσει πλέον η νέα πολιτική ηγεσία, στηρίζει το ενδιαφέρον τις παγκόσμιας αγοράς για τις κρίσιμες πρώτες ύλες όπως είναι το νικέλιο και το κοβάλτιο που χρησιμοποιούνται από την βιομηχανία των μπαταριών. Το σενάριο αυτό πιθανολογείται ότι έχει πέσει στο τραπέζι από την κυβέρνηση και σε συζητήσεις με υποψήφιους επενδυτές καθώς αποτελεί μία λύση στο πολύχρονο αδιέξοδο της βιομηχανίας.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της ΛΑΡΚΟ είναι ότι διαθέτει λιμάνι και αυτό διευκολύνει τον μελλοντικό επενδυτή να βγάλει εύκολα περιβαλλοντικούς όρους και να προχωρήσει το plan b. Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΝ o επενδυτής που θα ενδιαφερθεί για τα μεταλλευτικά δικαιώματα και τα ακίνητα θα μπορεί να πάρει από το 100% ή μικρότερο ποσοστό ενώ απαραίτητη προϋπόθεση θα είναι να αποκαταστήσει περιβαλλοντικά την περιοχή της Λάρυμνας, η οποία έχει επιβαρυνθεί από την διαχείριση των χερσαίων αποβλήτων (σκωρία).
Στην ΛΑΡΚΟ έχουν επιβληθεί περιβαλλοντικά πρόστιμα 50 εκατ.ευρώ για σοβαρή ατμοσφαιρική ρύπανση της ευρύτερης περιοχής καθώς και για την επιβάρυνση του Ευβοϊκού Κόλπου, όπου η βιομηχανία έχει εναποθέσει χιλιάδες τόνους σκουριάς.
Κόστος συντήρησης
Η βιομηχανία για την οποία έχουν διατεθεί από το 2020 μέχρι σήμερα πάνω από 120 εκατομμύρια ευρώ από το κρατικό προϋπολογισμό, συνεχίζει μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 2022, να πληρώνει χρηματική ποινή ύψους 4,368 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης χωρίς να υπολογίζεται η εφάπαξ ποινή των 5,5 εκ.που έχει ήδη καταβληθεί.
Σήμερα, το μόνο θετικό σημείο σε ότι αφορά την εξέλιξη της ΛΑΡΚΟ είναι ότι η πολιτεία έχει απαλλαγεί από το μισθολογικό κόστος αφού από τους εργαζόμενους ελάχιστοι έχουν απομείνει (μόνο για την φύλαξη και την συντήρηση του εργοστασίου).
Η πλειοψηφία απομακρύνθηκε με βάση το πρόγραμμα απασχόλησης από την ΔΥΠΑ σε δήμους στην Αττική, την Εύβοια και την Στερεά Ελλάδα καθώς επίσης και σε περιφέρειες, σε κέντρα υγείας δίνοντας οριστικό τέλος στη ΛΑΡΚΟ έπειτα από διαδοχικές αναδιαρθρώσεις και δισεκατομμύρια κρατικών ενισχύσεων με την διαχρονική και υπερκομματική ανοχή οτων κυβερνήσεων.
Να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα αυτοί που έφυγαν συνεχίζουν να διαμένουν στον οικισμό της βιομηχανίας που τις εποχές της λειτουργίας της ΛΑΡΚΟ ηλεκτροδοτούνταν από το ρεύμα της υψηλής τάσης του εργοστασίου!
Οι πιο παλιοί θυμούνται τους ένοικους του οικισμού να βάζουν σε λειτουργία θερμαστές με τζάμπα ρεύμα στα πάρκινγκ των σπιτιών τους για να προστατεύσουν τα οχήματα από τη υγρασία! Τα τελευταία χρόνια έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια μετρητές για να αυτονομηθεί η κατανάλωση όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι ακόμη και σήμερα δεν έχουν συνδεθεί με το δίκτυο!
Η απόσυρση των επενδυτών
Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης της ΛΑΡΚΟ μαζί με τα μεταλλευτικά δικαιώματα που ναυάγησε το περσινό καλοκαίρι προέβλεπε την εξαγορά, με μόλις 6 εκατομμύρια ευρώ, των μεταλλείων της Εύβοιας, της Καστοριάς και της Λάρυμνας – δηλαδή το σύνολο των κοιτασμάτων νικελίου και κοβαλτίου όλης της χώρας – ενός λιγνιτωρυχείου στα Σέρβια, δύο οικισμών, του εργοστασιακού συγκροτήματος της Λάρυμνας και του λιμανιού της, καθώς και έναν πρότυπο ΧΥΤΑ.
Συγκεκριμένα, ο διαγωνισμός του ΤΑΙΠΕΔ αφορούσε τη μακροχρόνια μίσθωση του εργοστασίου της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα, καθώς και ορισμένων μεταλλείων που ανήκουν στο Δημόσιο. Ο στόχος ήταν να βρεθεί στρατηγικός επενδυτής που θα αναλάμβανε τη διαχείριση και αναβάθμιση της παραγωγικής μονάδας.
Ο δεύτερος διαγωνισμός της Ειδικής Διαχείρισης αφορούσε την πώληση των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ, συμπεριλαμβανομένων των ιδιόκτητων μεταλλείων της εταιρείας. Η διαδικασία ήταν ανεξάρτητη από τον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ αλλά έπρεπε να συνδυαστεί με αυτόν, ώστε να προκύψει ενιαίος επενδυτής.
Με την απόσυρση του επενδυτικού σχήματος από το διαγωνισμό, η κυβέρνηση είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να προκηρύξει νέα διαγωνιστική διαδικασία, με στόχο την εξεύρεση βιώσιμης λύσης χωρίς να δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις.
Σήμερα, φαίνεται να εξετάζονται από το ΥΠΕΝ εναλλακτικά σενάρια, όμως το βέβαιο είναι ότι κανένα σχέδιο δεν θα προχωρήσει δίχως την έγκριση του Μέγαρου Μαξίμου και του νέου Αντιπροέδρου Κωστή Χατζηδάκη που φέρει την υπογραφή του το καθεστώς της εκκαθάρισης της ΛΑΡΚΟ εν λειτουργία έστω και αν το σχέδιο δεν κατάφερε να υλοποιηθεί μέχρι τέλους. Απάλλαξε όμως τον κρατικό προϋπολογισμό από μία δυσβάσταχτη δαπάνη λόγω της διαχρονικής παθογένειας, των ζημίων και της απαξίωσης της βιομηχανίας.
Υπολογίζεται ότι το δημοσιονομικό κόστος στήριξης της ΛΑΡΚΟ με βάση παλαιότερους υπολογισμούς από το 1989 έως το 2019 ανήλθε σε 3,62 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές ή σε 5,77 δισ. ευρώ, σε σταθερές τιμές 2015. Επιπλέον, πριν μπει σε ειδική διαχείριση, είχε περίπου 480 εκατ. ευρώ σε ληξιπρόθεσμες οφειλές, κυρίως προς τη ΔΕΗ.