Τον πήχη για το πότε η ανάπτυξη θα γίνει αισθητή στην καθημερινότητα χωρίς να ενισχύει την ακρίβεια ανεβάζει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), με τον διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα να ξεκαθαρίζει ότι το «κλειδί» είναι η παραγωγικότητα.

Σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ο Γιάννης Στουρνάρας εξηγεί πως οι αυξήσεις μισθών, για να μην καταλήξουν σε νέο γύρο ακρίβειας ή σε πίεση στην απασχόληση, πρέπει να πατούν σε πραγματική άνοδο της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.

Στο βασικό σενάριο της ΤτΕ, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ τοποθετείται στο 2,1% τόσο για το 2025 όσο και για το 2026, με την κατανάλωση να παραμένει ο βασικός μοχλός. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα διατηρήσουν ισχυρή δυναμική και το 2026, με ρυθμό άνω του 8,5%, ενώ οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να συνεχίσουν να αυξάνονται με ρυθμό κοντά στο 3%. Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας υπογραμμίζει ότι οι δείκτες αυτοί δεν αρκούν από μόνοι τους, αν το αποτέλεσμα δεν περνά στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.

Η ακρίβεια, όπως εξηγεί, δεν είναι ένα στιγμιαίο σοκ αλλά μια επίμονη πίεση που συσσωρεύτηκε μετά την πανδημία και εξακολουθεί να επηρεάζει το κόστος διαβίωσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι μισθολογικές αυξήσεις μπορεί να εξανεμίζονται όταν οι τιμές σε βασικές κατηγορίες δαπανών δεν αποκλιμακώνονται αρκετά. Αν οι μισθολογικές αυξήσεις δεν συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα, το αυξημένο κόστος είτε μετακυλίεται στις τιμές, τροφοδοτώντας νέο κύκλο ανατιμήσεων, είτε, αν δεν περάσει στις τιμές, πιέζει την κερδοφορία και λειτουργεί ως φρένο σε προσλήψεις και επενδύσεις.

Στην ίδια λογική, η πρόταση είναι ένα πακέτο αλλαγών που θα αυξάνει την παραγωγικότητα. Περιλαμβάνει λιγότερη γραφειοκρατία και ταχύτερες αδειοδοτήσεις, σταθερό πλαίσιο που διευκολύνει τις επενδύσεις, ενίσχυση ανταγωνισμού και ευρύτερη υιοθέτηση τεχνολογίας που μειώνει κόστος και βελτιώνει την οργάνωση της παραγωγής. Στο στεγαστικό, αναγνωρίζει ότι η πίεση δεν είναι μόνο ελληνική, αλλά τονίζει ότι χωρίς αύξηση προσφοράς, με κοινωνική κατοικία και αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου, δύσκολα θα υπάρξει ουσιαστική αποφόρτιση στις τιμές και στα ενοίκια.

Για το Ταμείο Ανάκαμψης, η αποτίμηση παραμένει θετική αλλά με ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα. Η Ελλάδα έχει λάβει περίπου το 65% των διαθέσιμων πόρων και έχει ολοκληρώσει περίπου το 50% των στόχων και οροσήμων, ενώ το πρόγραμμα «τρέχει» έως τον Αύγουστο του 2026. Η επόμενη ημέρα θα κριθεί από το αν αυτή η επενδυτική ώθηση θα μετατραπεί σε μόνιμη παραγωγικότητα, ώστε η ανάπτυξη να περάσει στα εισοδήματα χωρίς να ενισχύσει περαιτέρω την ακρίβεια.

Διαβάστε ακόμη: