Τις στρεβλώσεις της ελληνικής ενεργειακής αγοράς ανέλυσε η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου στο πλαίσιο του συνεδρίου Power & Gas Forum.
Η υφυπουργός είπε χαρακτηριστικά: «Ρηχή προθεσμιακή αγορά, περιορισμένος ανταγωνισμός στη παραγωγή, περιορισμένες διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες, το γνωστό month ahead μοντέλο στη τιμολόγηση του αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή καθώς και το μίγμα καυσίμου συνιστούν τις βασικές αιτίες για το γεγονός ότι η ελληνική χονδρεμπορική αγορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά την παρέλευση της ενεργειακής κρίσης».
Εν τω μεταξύ το ευρωπαϊκό Green Deal κινδυνεύει να χάσει την αποδοχή της Αθήνας, όπως δείχνει και η αυξανόμενη ανησυχία της κυβέρνησης για τα κόστη της πράσινης μετάβασης.
Ενδεικτική είναι η πρόσφατη ελληνική άρνηση απέναντι στη κοινοτική πρόταση για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040, μαζί με τους έντονους προβληματισμούς του ΓΓ του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη για το θέμα.
Αναφορικά με την διακύμανση της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος στην Ελλάδα, η κα Σδούκου επισήμανε ότι τόσο κατά την ενεργειακή κρίση όσο και στη συνέχεια, το Υπουργείο έλαβε συγκεκριμένα μέτρα που επέτρεψαν η τελική τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής με τον λογαριασμό του να είναι μικρότερη έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου ή τουλάχιστον κοντά σε αυτόν.
Απαντώντας και σχετική ερώτηση, η Υφυπουργός ανέδειξε την πρόθεση του Υπουργείου να βελτιώσει τις εν λόγω παραμέτρους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό σε μια πιο εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Το κόστος προμήθειας στην ενεργειακή κρίση
Κατά την διάρκεια της ενεργειακής κρίσης δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στο κόστος προμήθειας, στο ανταγωνιστικό σκέλος των λογαριασμών γιατί αυτό αυξήθηκε υπέρμετρα και αυτό δημιουργούσε μια σειρά από ντόμινο καταστάσεις. Με την ίδια λογική κινηθήκαμε μεταβατικά και από 1η Ιανουαρίου 2024 με προτεραιότητα να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε στην λιανική αγορά κανόνες διαφάνειας και ανταγωνισμού. Γι’ αυτό ασχοληθήκαμε με την μεταρρύθμιση του ειδικού τιμολογίου να μπορεί ο πολίτης να συγκρίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μας ενδιαφέρουν τα υπόλοιπα μέρη του λογαριασμού, το λεγόμενο μη ανταγωνιστικό σκέλος, ανέφερε χαρακτηριστικά η ίδια.
Για το κομμάτι των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, η Υφυπουργός διευκρίνισε αρχικά ότι οι επενδύσεις στην ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς και διανομής είναι αναγκαίες τόσο για την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων όσο και ασφάλεια του συστήματος. Αν και αυτό συνεπάγεται πρόσθετα κόστη, ωστόσο, αυτά δύναται να «σβήσουν» αν συνυπολογίσει κανείς το όφελος που θα προκύψει από την ανάπτυξη των υποδομών, καθώς αυτές θα επιτρέψουν αφενός την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ, άρα φθηνότερο ενεργειακό μίγμα και αφετέρου την αξιοποίηση εργαλείων δυναμικής τιμολόγησης.
Σε ότι αφορά το έλλειμμα στο λογαριασμό των ΥΚΩ, η κα Σδούκου ανέφερε ότι το ΥΠΕΝ βρίσκεται σε συζητήσεις με το Υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να εξασφαλιστεί κάλυψη μέρους αυτού από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι ενεργειακές υποδομές και οι ΑΠΕ
Για τα σχέδια ανάπτυξης υποδομών φυσικού αερίου και αν αυτά επηρεάζονται από το γεγονός ότι η χρήση και ζήτηση του καυσίμου έχει υποχωρήσει σε συνδυασμό με τις ανάγκες διαμετακόμισης ποσοτήτων προς τις γειτονικές χώρες, η Υφυπουργός τόνισε ότι πράγματι η υφιστάμενη κατάσταση έχει διαμορφωθεί κατά αυτόν τον τρόπο, ωστόσο δεν αναιρεί την αξία της συγκεκριμένης στρατηγικής, ιδιαίτερα μακροσκοπικά.
«Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική της Ελλάδας με τον κάθετο Διάδρομο θεωρώ ότι παραμένει συμβατή. Ωστόσο αυτές οι νέες επενδύσεις με αιτιολογία την αύξηση της διαμετακόμισης αερίου, θα πρέπει να ικανοποιούν αυστηρά κριτήρια ανταποδοτικότητας. Δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται οι καταναλωτές με υποδομές που δεν χρησιμοποιούνται».
Αναφορικά με τις ΑΠΕ, η υφυπουργός τόνισε ότι η πρόθεση του Υπουργείου είναι να υπάρξει ένα σαφές χρονοδιάγραμμα ΑΠΕ και μπαταριών και να υπάρχει ένα visibility στην αγορά. Πρόσθεσε ακόμη ότι η πρόσφατη Υπουργική Απόφαση δεν συνιστά «κλείσιμο της στρόφιγγας» αντιθέτως προτεραιοποιεί κάποιες ανάγκες και ταυτόχρονα βρίσκονται σε εξέλιξη παρεμβάσεις του Υπουργείου προκειμένου να καταστεί δυνατό να μπαίνουν σταθερά νέα έργα ΑΠΕ στο σύστημα. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να προσδιοριστούν ορισμένα δεδομένα και να τεθούν αυτά ενώπιον της αγοράς προκειμένου και αυτή με την σειρά της να πάρει τα ανάλογα μέτρα στο σχεδιασμό των επενδύσεων. Η αρμόδια επιτροπή που έχει συσταθεί ήδη εργάζεται στο θέμα και αναμένεται εντός Απριλίου να υπάρξουν ορισμένα πρώτα αποτελέσματα.
«Αν μας δώσετε και τον μήνα Απρίλιο για να ωριμάσουν κάποια στοιχεία, μπροούμε να προχωρήσουμε στο διαγωνισμό για τα 200 MW σταθμών ΑΠΕ με ενσωματωμένη αποθήκευση και να προχωρήσουμε και στην επέκταση του σχήματος αυτού. Με τα πρώτα στοιχεία που θα μας φέρει η επιτροπή για να μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια Υπουργική Απόφαση», σημείωσε συγκεκριμένα, η κα Σδούκου.
Παράλληλα, όπως ανακοίνωσε η Υφυπουργός, μετά το Πάσχα θα προχωρήσει ο τρίτος διαγωνισμός για τις standalone μπαταρίες.
Αθήνα: τεράστιο το πρόγραμμα μειώσεων ρύπων της ΕΕ – Δεν μπορούμε να το πληρώσουμε
Η ελληνική άρνηση στην κοινοτική πρόταση για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040, μαζί με τους προβληματισμούς του ΓΓ του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη, χθες από το βήμα του «Power & Gas Forum», δείχνουν ότι το Green Deal της ΕΕ κινδυνεύει να χάσει τη αποδοχή της Αθήνας, αναφορικά με τα κόστη της πράσινης μετάβασης.
Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές κλιματικές πολιτικές της Ε.Ε, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Είναι μια νέα προσέγγιση σε σχέση με τη στάση που τηρούσε μέχρι τώρα.
Το δείχνει και η φράση του κ. Αιβαλιώτη, ότι η νέα Επιτροπή που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει να αντιμετωπίσει με ένα πιο δημιουργικό τρόπο την πράσινη μετάβαση, έτσι ώστε το Green Deal και το Fit for 55 να μη χάσουν τη λαική αποδοχή και συναίνεση που έχουν.
Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και άλλες, συνειδητοποιούν ότι αυτός ο μαξιμαλισμός της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας να θέτει ολοένα και πιο υπερφιλόδοξους στόχους αμφίβολης υλοποίησης, μαζί με τις τεράστιες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν τα νοικοκυριά για τη πράσινη μετάβαση, μπορεί να καταστρέψει την ενεργειακή αγορά.
Τότε το Green Deal θα χάσει την αποδοχή από τους ευρωπαίους πολίτες και θα υπονομευτεί ανεπανόρθωρα η προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στη πιο κρίσιμη καμπή.
Το γεγονός ότι με διαφορά μιας ημέρας, δύο Γενικοί Γραμματείς του υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, πήραν σαφείς αποστάσεις από κομβικές πράσινες ευρωπαϊκές πολιτικές, είναι χαρακτηριστικό.
Τη Τετάρτη, ο ΓΓ του ΥΠΕΝ, αρμόδιος για το Φυσικό Περιβάλλον και τα Υδατα, Πέτρος Βαρελίδης, που εκπροσωπούσε τον ΥΠΕΝ Θόδωρο Σκυλακάκη στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος, εξέφρασε την αντίρρηση της χώρας στη πρόταση της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να παράγει το 2040, λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.
Γιατί θα αποτύχει το φαραωνικό σχέδιο της κομισιόν
Το γεγονός ότι από το 1990 έως το 2021, η ΕΕ έχει καταφέρει να μειώσει κατά 30% τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου.
Στην πράξη, οι 27 χώρες θα πρέπει μέσα στη μιάμιση δεκαετία που απομένει έως το 2040, να πετύχουν τριπλάσια επίδοση, από εκείνη που κατάφεραν σε διάστημα τριάντα ολόκληρων ετών.
Τέτοιοι στόχοι απαιτούν οικονομική στήριξη πολλαπλάσια της σημερινής και η μετάβαση χωρίς ευρεία κοινωνική αποδοχή δεν θα πετύχει.
Η Ελλάδα στηρίζει τη πράσινη ατζέντα αλλά δεν έχει νόημα η ΕΕ να βάζει τόσο ψηλά τον πήχη, όταν οι μεγάλοι ρυπαντές (ΗΠΑ, Κίνα), με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ακολουθούν εντελώς διαφορετικές πολιτικές, συνοψίζουν σε αδρές γραμμές τους λόγους της ελληνικής άρνησης, όπως τους διατύπωσε ο κ. Βαρελίδης.
Κριτική στις 3 νέες οδηγίες
Το ίδιο θέμα ανέδειξε και ο κ. Αϊβαλιώτης, εξηγώντας με παραδείγματα πώς η εμμονή της γραφειοκρατίας της ΕΕ να βάζει ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους, ενέχει τον κίνδυνο να δυναμιτίσει την στήριξη των ευρωπαίων πολιτών στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Έφερε τρία παραδείγματα νέων Οδηγιών, που έχουν έρθει πρόσφατα, καθώς και τα κόστη που συνεπάγεται η εφαρμογή τους στην Ελλάδα.
Η πρώτη αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει έως το 2035 να έχουν αναβαθμιστεί τουλάχιστον σε κλάση «Ε».
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που παρέθεσε ο κ. Αιβαλιώτης, μιλάμε για περίπου 1,3 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα και για ένα υπολογιζόμενο κόστος της τάξης των 25 δισ ευρώ μέχρι το 2035.
Η δεύτερη Οδηγία αφορά την καθολική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων και λεβήτων πετρελαίου και φυσικού αέριου, τους οποίους σήμερα επιδοτούμε, και την αντικατάσταση τους με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, όπως είπε ο Γενικός, το κόστος θα ανέλθει σε άλλα 25 δισ. ευρώ.
Μέχρι τώρα μιλάμε για ένα επιπλέον λογαριασμό κοντά στα 50 δισ ευρώ, ο οποίος δεν είχε υπολογιστεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όταν είχε δημοσιοποιηθεί το Νοέμβριο του 2023. Έβγαζε ήδη έναν αρκετά μεγάλο λογαριασμό όσον αφορά τις δαπάνες της πράσινης μετάβασης μέχρι το 2030, της τάξης των 190 δισ ευρώ, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω.
Το τρίτο παράδειγμα που έφερε ο κ. Αϊβαλιώτης είναι αυτό για την αντικατάσταση μέχρι το 2050, όλων των κλιματιστικών που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο φθόριο ή μείγματά του, και την αγορά κλιματιστικών που χρησιμοποιούν πεντάνιο. Εδώ το κόστος, όπως είπε, είναι άγνωστου ύψους.
Σχεδιάζει νέο ειδικό φόρο η ΕΕ;
Λίγοι έχουν παρατηρήσει ότι στο κεφάλαιο για το δημοσιονομικό αντίκτυπο της πράσινης μετάβασης και ειδικά στο σημείο για την αναπόφευκτη μείωση στη ζήτηση ορυκτών καυσίμων, το ΕΣΕΚ μιλά ξεκάθαρα για την ανάγκη να βρεθεί τρόπος να αναπληρωθούν τα φορολογικά έσοδα που σήμερα εισπράττει το κράτος (ΕΦΚ και ΦΠΑ) από βενζίνες και ντίζελ.
«Η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα», αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο που έχει σταλεί στη Κομισιόν.
Ζήτημα που αναμφίβολα θα προκαλέσει αντιδράσεις και που είναι το τελευταίο που θα ήθελε να αναδείξει η κυβέρνηση. Έχει υπολογιστεί για παράδειγμα, ότι το ετήσιο κόστος της πολιτικής προώθησης της ηλεκτροκίνησης στην Ελλάδα είναι περί τα 800 εκατ. ευρώ. Τμήμα του ποσού είναι οι επιδοτήσεις που δίνονται για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ωστόσο ένα άλλο τμήμα αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στη βενζίνη και το ντίζελ κίνησης.
Η αντικατάσταση τμήματος του συμβατικού στόλου με ηλεκτρικά οχήματα, σημαίνει ότι από κάπου θα πρέπει να καλυφθεί η απώλεια εσόδων από τον ΕΦΚ…
Η Αθήνα συνειδητοποιεί ότι οι νέοι υπερφιλόδοξοι στόχοι φορτώνουν κι άλλο τα κόστη και ενισχύουν τον ευρωσκεπτικισμό και το παιχνίδι των ακραίων φωνών, οι οποίες καιρό τώρα κάνουν πολιτική με το σύνθημα ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβή, καθόλου επωφελής για τους πολλούς, παρά αφορά λίγα μεγαλοσυμφέροντα.
Η Κομισιόν οφείλει να δείξει ότι αντιλαμβάνεται τις ανησυχίες όσων μιλούν για υπερβολικά κόστη και να τα εξορθολογίσει, αλλά παραδόξως ανεβάζει ολοένα και περισσότερο τον λογαριασμό.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που η έγνοια της Κομισιόν είναι να ρίχνει χρήματα στη πράσινη μετάβαση, τα κεφάλαια για τυχόν αποζημιώσεις από νέα ακραία κλιματικά φαινόμενα, όπως αυτά στο Ταμείο Αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών δεν αρκούν.
Το καταλάβαμε καλά και στην Ελλάδα όταν πέρυσι, μετά τις καταστροφές στη Θεσσαλία, όταν αιτήθηκε βοήθειας η ελληνική κυβέρνηση, έγινε γνωστό ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης θα συμβάλλει μόλις στο 6% των ζημιών που έγιναν στη χώρα.
Η Επιτροπή συνεχίζει να δίνει μεγάλη προτεραιότητα στη πράσινη μετάβαση, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει επαρκώς τις ανάγκες που θα προκύψουν εφόσον η φετινή αποδεχθεί χειρότερη χρονιά από τη περυσινή, γεγονός που επίσης ενισχύει την αμφισβήτηση. Αυτά όλα δημιουργούν ένα προβληματισμό κατά πόσο οι προτεραιότητες που δίνουμε είναι οι σωστές, όπως είπε ο κ. Αϊβαλιώτης.
Πρόκειται για ανησυχίες που διατυπώνονται από αρμόδια κυβερνητικά χείλη. «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος οικονομολόγος για να δει ότι όλοι αυτοί είναι στόχοι μεγάλης φιλοδοξίας, για τους οποίους προφανώς έχουμε και τη βούληση και την υποχρέωση να ακολουθήσουμε, αλλά μάλλον θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στις επιδιώξεις μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ.Γ Ενέργειας.