Γιγαντιαίο πρόγραμμα για Αιολικά 9,5 GW, φωτοβολταικά 13,4 GW, αποθήκευση 5,3 GW, φυσικό αέριο 7,7 GW και 460.000 ηλεκτρικά οχήματα έστειλε η Αθήνα στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ.

Αναλυτικά, πολύ φιλόδοξους στόχους για το 2030 που αφορούν μεταξύ άλλων 23,5 GW κάθε μορφής ΑΠΕ, 5,3 GW αποθήκευση, 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου, μηδενική παρουσία του λιγνίτη, καθώς επίσης εκτίμηση για ένα στόλο πάνω από 460.000 ηλεκτρικά οχήματα, περιγράφει το κείμενο του νέου ΕΣΕΚ το οποίο έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Κομισιόν.

Η αναφορά στην περίοδο 2021- 2050, περιλαμβάνει αυξημένες επενδυτικές δαπάνες, της τάξης του 1% – 2% του ΑΕΠ, με την επισήμανση ότι στις μεταφορές, και την αναβάθμιση των κατοικιών, τα νοικοκυριά θα επωμισθούν αναπόφευκτα μια σημαντική αύξηση του κόστους, επομένως είναι απαραίτητη η χρηματοδοτική τους διευκόλυνση.

Τι θα γίνει στις ΑΠΕ

Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες.

Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030).

Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου, 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο και καθόλου λιγνίτης.

Το σύνολο της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας, ενώ μειώνεται κατακόρυφα η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, καθώς η συμμετοχή τους δεν θα ξεπερνά το 3%.

Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ.

Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά.

Οσο για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στις 52,7 TWh το 2030 (81,6% του συνόλου).

Στόχος είναι οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας να έχουν μηδενιστεί από το 2035 και μετά, με έμφαση στον εξηλεκτρισμό των τομέων μεταφορές και κτίρια.

Επισημαίνεται ότι μεγάλη μείωση των εκπομπών ήδη από το 2023 προέρχεται από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.

ΑΠΕ: Το φθινόπωρο οι νέοι διαγωνισμοί - Απλούστερες διαδικασίες στα πολύ μικρά έργα

Η φιλόδοξη στοχοθεσία για την ενέργεια και το κλίμα

Σταχυολογώντας ορισμένους από τους στόχους, προβλέπεται:

Μείωση κατά 54% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 (χωρίς τα όσα αφορά ο κανονισμός για τη χρήση γης και τη δασοπονία, LULUCF)

79% η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως ποσοστό επί της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας το 2030

46% το μερίδιο των ΑΠΕ για θέρμανση – ψύξη (από 43% σήμερα), στο 29% το μερίδιο ΑΠΕ στις μεταφορές (από 19% στο υφιστάμενο)

15,4 εκατ. τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου, η τελική κατανάλωση ενέργειας το 2030

29% ο στόχος για το μερίδιο των ΑΠΕ στον κλάδο των μεταφορών έναντι 19% που ήταν το 2019

Mobility: Τον Σεπτέμβριο το event για το αυτοκίνητο και την κινητικότητα

Ηλεκτροκίνηση: τα δυο σενάρια

Εξαιρετικά φιλόδοξοι στόχοι μπαίνουν στο σκέλος της ηλεκτροκίνησης, όπου παρατίθενται δύο σενάρια: Το σενάριο βάσης όπου συνεχίζονται τα σημερινά μέτρα στήριξης και το δεύτερο (αισιόδοξο) με πιο ενισχυμένα προγράμματα για ταχύτερη διείσδυση.

Σε αυτό το δεύτερο, από περίπου 30.600 ηλεκτρικά επιβατικά και ελαφριά φορτηγά, ο αριθμός τους πρόκειται να ανέλθει σε περίπου 85.000 το 2025 και σε πάνω από 460.000 οχήματα το 2030 (περιλαμβάνονται τα BEV – αμιγώς ηλεκτρικά και τα PHEV – plug-in υβριδικά).

Στο σενάριο βάσης, για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει να συνεχιστούν τα γνωστά μέτρα πολιτικής (π.χ., τα προγράμματα επιδότησης «Κινούμαι Ηλεκτρικά», «Φορτίζω Παντού»), χωρίς ανάγκη λήψης νέων.

Στο σενάριο αυτό, προβλέπεται ότι το 2030 το ποσοστό διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων θα φτάνει το 30% και την χρονιά εκείνη θα ταξινομηθούν 55.000.

Στο σενάριο Β, το λεγόμενο και «αισιόδοξο», απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων είναι η εφαρμογή αυξημένων μέτρων πολιτικής. Σε αυτό, η διείσδυση των ηλεκτρικών θα έχει φτάσει το 2030 στο 50% του συνολικού στόλου των οχημάτων, και τη χρονιά εκείνη θα ταξινομηθούν πάνω από 108.000.

Στα ελαφρά φορτηγά, η διείσδυση προβλέπεται στο 25% με 3.658 ταξινομήσεις το 2030 (σενάριο βάσης) και στο 40% με 6.931 ταξινομήσεις (σενάριο Β).

Σημαντική ανάλυση γίνεται επίσης στην ανάγκη για ισόρροπη ανάπτυξη ενός επαρκούς δικτύου δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης στην Ελλάδα, ικανοποιώντας γεωγραφικά και πληθυσμιακά κριτήρια, με έμφαση σε αστικές περιοχές όπου δεν υπάρχει πρόσβαση σε ιδιωτικές θέσεις στάθμευσης.

Η Ελλάδα παραμένει «πανάκριβη» στο ρεύμα

Οι επενδύσεις και το θεμελιώδες πρόβλημα του κόστους

Το μεγαλύτερο μέρος των επενδυτικών δαπανών γίνεται στον τομέα των μεταφορών και αφορά την αγορά οχημάτων και άλλων μεταφορικών μέσων, για τα οποία θα απαιτηθούν μεγαλύτερες επενδύσεις συγκριτικά με το παρελθόν.

Εχει ωστόσο ενδιαφέρον η επισήμανση ότι πέραν των μεταφορών, το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών και κτιρίων θα χρειαστεί να αυξηθεί δύο ή και τρεις φορές ετησίως συγκριτικά με παρελθόντα προγράμματα.

Σε αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθούν αυξημένες δαπάνες για την αγορά αποδοτικών συσκευών προηγμένης τεχνολογίας, όπως οι αντλίες θερμότητας, και οχημάτων, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά, όλων των εισοδηματικών κατηγοριών, θα κληθούν στο πλαίσιο της πράσινης ενεργειακής μετάβασης να επωμισθούν σημαντική αύξηση και μερίδιο του συνόλου των επενδύσεων.

Είναι κρίσιμης επομένως σημασίας, όπως τονίζει το κείμενο, η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των νοικοκυριών για τον σκοπό αυτό.

Σε άλλο σημείο, που αφορά το δημοσιονομικό κόστος, το κείμενο επισημαίνει ότι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, τα οποία λόγω της υψηλής φορολόγησης τους αποδίδουν σημαντικά φορολογικά έσοδα στο ελληνικό κράτος, θα μειωθεί, σε όφελος των πιο φιλικά προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά.

Επομένως, η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιαστούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

Στο κείμενο επισημαίνεται ότι οι τιμές της ενέργειας μακροπρόθεσμα θα είναι πιο σταθερές και προβλέψιμες, και θα αντανακλούν το κόστος ανάκτησης του κεφαλαίου στις επενδύσεις.

Στο μέλλον, η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού θα εξαρτάται από την τεχνική αξιοπιστία και επάρκεια των εγχώριων ενεργειακών συστημάτων. Στόχος φυσικά είναι η μείωση των ρύπων και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας.

Ζητούμενο η ισορροπία του συστήματος ενέργειας

Στην Ελλάδα, η εξισορρόπηση του συστήματος θα γίνει με ένα συνδυασμό των ανωτέρω τεχνολογικών λύσεων, περιλαμβανομένων:

  • Μπαταρίες και αντλησιοταμίευση,
  • Υδροηλεκτρικά και μονάδες φυσικού αερίου,
  • Κατανεμόμενες ΑΠΕ και απόκριση ζήτησης,
  • Παραγωγή ανανεώσιμων αερίων, καθώς και
  • Μέσω των διασυνδέσεων

Οι άξονες πολιτικής στην ηλεκτροπαραγωγή είναι οι παρακάτω:

  • Συνεχής μείωση της παραγωγής από λιγνίτη, με στόχο τον μηδενισμό της μετά το 2028.
  • Σύνδεση των μη διασυνδεμένων νησιών στο διασυνδεδεμένο σύστημα μέχρι το 2030.
  • Οι ΑΠΕ να καλύπτουν το ~80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (ή νωρίτερα) – με ένα ισορροπημένο μείγμα μεταξύ ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
  • Μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων – όπου το δυναμικό της Ελλάδας είναι εξαιρετικό – με στόχο τα πρώτα έργα να είναι σε λειτουργία το 2030.
  • Ανάπτυξη επαρκούς ισχύος και χωρητικότητας συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση).
  • Ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και λειτουργία ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών και της εθνικής οικονομίας
  • Ενεργή συμμετοχή των καταναλωτών στην αγορά μέσω, εκτός των άλλων, της ωρίμανσης του πλαισίου για την απόκριση ζήτησης (demand response).
  • Περαιτέρω εξηλεκτρισμός στην τελική κατανάλωση ενέργειας με έμφαση στα κτίρια και τις μεταφορές, καθώς και στην προώθηση συστημάτων αυτοπαραγωγής από ΑΠΕ
  • Αξιοποίηση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων
  • Νέες διεθνείς διασυνδέσεις, με έμφαση στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς την Ευρώπη για την απορρόφηση της περίσσιας ενέργειας και την ευκολότερη εξισορρόπηση του εθνικού συστήματος.
  • Ψηφιοποίηση του δικτύου.

Εθνική πανστρατιά για να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται: Μόνη λύση για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της η χώρα - Λασπόνερα, πυρκαγιές και τραγωδίες των τελευταίων μηνών σήμα κινδύνου για την ελληνική κοινωνία - Γιατί ο ανασχηματισμός δεν είναι λύση και τι πρέπει να γίνει!

Σε ποιες βάσεις συντάχθηκε το κείμενο

Το κείμενο περιγράφει τις παραδοχές βάσει των οποίων συντάχθηκε.

Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι οι ανυπολόγιστες καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές και τον Σεπτέμβριο με τις πλημμύρες επιτάσσουν μια ταχεία μετάβαση. Το σενάριο μιας αργής μετάβασης – με περισσότερο φυσικό αέριο και περισσότερους ρύπους – θα είχε ψηλότερο κόστος σήμερα, σε σχέση με το κόστος που είχε όταν σχεδιάστηκε το ΕΣΕΚ του 2019.

Το κείμενο θυμίζει ότι το 2022, η χώρα μας ξόδεψε πάνω από 7 δισ ευρώ για εισαγωγές φυσικού αερίου – σε σχέση με το 1 δισ ευρώ που ξόδευε κατά μέσο όρο τα χρόνια πριν την κρίση. Το κράτος διοχέτευσε σχεδόν 10 δισ ευρώ για να προστατεύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τις επιπτώσεις της ακρίβειας. Ενα ποσό που ισούται με 4,8% του ΑΕΠ.

Έτερη παραδοχή, είναι ότι η ενεργειακή κρίση επέφερε μια σημαντική πτώση στη ζήτηση του φυσικού αερίου το 2022 (19%) και της ηλεκτρικής ενέργειας (6,7%) για το σύνολο της επικράτειας. Εξελίξεις που δημιουργούν ένα νέο σημείο εκκίνησης για το ΕΣΕΚ.

Άλλη παραδοχή αφορά το γεγονός ότι οι ενεργειακές ροές στην Νοτιοανατολική Ευρώπη έχουν αλλάξει. Η χώρα μας εισήγαγε πέρυσι πολύ περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο και αύξησε τις εξαγωγές αερίου προς Βουλγαρία και άλλες χώρες.

Τέλος, είναι και το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση έχει αλλάξει την στρατηγική της Ευρώπης, με κύριους στόχους την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης.

Διαβάστε ακόμη: