Η είδηση “έσκασε σαν βόμβα”, αν και για κάποιους αναλυτές ήταν κάτι το προδιαγεγραμμένο. Ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom ανακοίνωσε ότι ανέστειλε τις παραδόσεις φυσικού αερίου στη Βουλγαρία και την Πολωνία διότι οι δύο αυτές χώρες δεν πλήρωσαν σε ρούβλια, όμως διευκρίνισε ότι εξακολουθεί να παρέχει φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Ουκρανίας βάσει της ζήτησης.
Η Πολωνία και η Βουλγαρία είναι οι δύο πρώτες χώρες στις οποίες διακόπτεται η παροχή ρωσικού φυσικού αερίου μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου. Παράλληλα η Gazprom προειδοποίησε ότι θα διακοπεί και το φυσικό αέριο στη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Σερβία το οποίο διέρχεται μέσω της Πολωνίας και της Βουλγαρίας σε περίπτωση μη εγκεκριμένης παρακράτησής του από τη Βαρσοβία και τη Σόφια.
Αναταράξεις στις διεθνείς αγορές
Σημειώνεται ότι ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει απαιτήσει από χώρες τις οποίες χαρακτηρίζει «μη φιλικές» να συμφωνήσουν στην εφαρμογή ενός σχεδίου βάσει του οποίου θα πρέπει να ανοίξουν λογαριασμούς στην Gazprombank για τις πληρωμές του ρωσικού φυσικού αερίου, με την τελευταία να αναλαμβάνει τη μετατροπή του συναλλάγματος σε ρούβλια. Η είδηση, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, με τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου να σημειώνουν νέα άνοδο προς υψηλά επίπεδα.
Παράλληλα σήμανε συναγερμός στην Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και σε επίπεδο κυβερνήσεων. Ειδικότερα, στο Μέγαρο Μαξίμου πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, αναφορικά με την ενεργειακή επάρκεια μετά τις αποφάσεις της Gazprom. Από τη σύσκεψη προέκυψε η διαπίστωση ότι υπάρχει ενεργειακή επάρκεια και δεν αναμένεται να προκύψει διαταραχή στην προμήθεια της χώρας.
Οι επόμενες πληρωμές προς την Gazprom πρόκειται να γίνουν το τρίτο 10ήμερο του Μαΐου. Όπως τονίστηκε κατά τη σύσκεψη, η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει ενεργειακά ασφαλής. Να σημειωθεί επίσης ότι από το υπουργείο Ενέργειας έχει ήδη ανακοινωθεί αναλυτικό σχέδιο για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών σε οποιαδήποτε εξέλιξη. Υπενθυμίζεται ότι η ΔΕΠΑ Εμπορίας φέρνει στην Ελλάδα τα 2/3 του ρωσικού αερίου που καταναλώνει η Ελλάδα, περίπου 2 δισ. κ.μ. Το υπόλοιπο 1 δισ. κ.μ. μοιράζονται, επίσης, με μακροχρόνια συμβόλαια, ο όμιλος Κοπελούζου και η Mytilineos.
Σοκ διαρκείας από τις αυξήσεις των τιμών
Την ίδια ώρα πάντως, οι προβλέψεις για τις προοπτικές των τιμών των καυσίμων και άλλων εμπορευμάτων μόνο ευοίωνες δεν είναι. Πιο συγκεκριμένα, σε πρόσφατη έκθεση για για τις προοπτικές της αγοράς εμπορευμάτων (Commodities Market Outlook), η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το σοκ από την άνοδο στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων, που συνδέεται με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 2024 και αυξάνει τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού.
Στην πρώτη συνολική ανάλυσή της για τον αντίκτυπο του πολέμου στις αγορές εμπορευμάτων, η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε πως ο κόσμος αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο σοκ στις αγορές εμπορευμάτων από τη δεκαετία του 1970. Επιδεινώνεται από τους περιορισμούς στο εμπόριο τροφίμων, καυσίμων και λιπασμάτων που επιτείνουν τις ήδη αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις σε όλον τον κόσμο.
Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο εξαγωγέας φυσικού αερίου και λιπασμάτων και ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου. Μαζί με την Ουκρανία, αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού, το 19% των εξαγωγών καλαμποκιού και στο 80% των εξαγωγών ηλιελαίου.
Αυξήσεις «φωτιά»
Η παραγωγή και εξαγωγή αυτών και άλλων εμπορευμάτων έχει διαταραχθεί αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.
Ως αποτέλεσμα, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει πως οι τιμές της ενέργειας θα αυξηθούν πάνω από 50% το 2022 προτού μετριαστούν το 2023 και 2024, ενώ οι τιμές μη ενεργειακών εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων της γεωργίας και των μετάλλων, θα αυξηθούν σχεδόν 20% το 2022 προτού αρχίσουν να μειώνονται.
Η τράπεζα ανέφερε πως οι τιμές των εμπορευμάτων θα υποχωρήσουν ελαφρά μόνο και θα παραμείνουν πολύ πάνω από τον πλέον πρόσφατο μέσο όρο πέντε ετών μεσοπρόθεσμα.
Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον σε δοκιμασία
Η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία με την επακόλουθη έντονη αύξηση της αβεβαιότητας, η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων λόγω των τιμών των ενεργειακών αγαθών, τα προβλήματα στον εφοδιασμό της παραγωγής και των καταναλωτών και η ενδεχόμενη επιβράδυνση της ανάκαμψης του τουριστικού τομέα από τελούν κινδύνους που μπορεί να επιβραδύνουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως. Όπως επισημαίνει και το ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση, πόλεμος ήδη επηρεάζει την οικονομία, αφενός με αυξημένο κόστος σε βασικά αγαθά, αφετέρου με υψηλή αβεβαιότητα.
Αναλυτικότερα, οι ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης έχουν μετριαστεί και ο πληθωρισμός έχει υπερδιπλασιαστεί.
Άλλωστε, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας είναι ήδη πληγωμένο τόσο από την πανδημία όσο και από υπερχρέωση, ενώ τα θεμελιώδη μεγέθη της δεν είναι εύρωστα. Ειδική σημασία εντούτοις θα έχει ο πληθωρισμός. Τα επίπεδά του πριν ξεσπάσει η νέα κρίση, δεν αποτελούσαν έκπληξη σε μια παγκόσμια οικονομία που είχε γυρίσει από βαθιά ύφεση σε ισχυρή μεγέθυνση, με πρωτοφανή ρευστότητα από τις κεντρικές τράπεζες αλλά και αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα και τις αλυσίδες παραγωγής.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, στο βάθος του έτους αναμένονταν οι πιέσεις να υποχωρήσουν. Με τα νέα δεδομένα, ο πληθωρισμός θα είναι υπερδιπλάσιος από τον αναμενόμενο, και θα διαρκέσει.
Πληθωρισμός άνω του 5% στον ορίζοντα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλάζει δραστικά τις προτεραιότητες πολιτικής. Μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των πραγματικών χρεών και δημόσιων ελλειμμάτων, όμως μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών. Επιπλέον, αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ισχύς των οικονομικών κινήτρων και δεσμών που έχουν δημιουργηθεί σταδιακά στις τέσσερις δεκαετίες ανάπτυξης που ακολούθησαν τις πετρελαϊκές κρίσεις, και η ικανότητά τους να γεννούν εισοδήματα, δεν μπορεί πλέον να μην τονίσει κανείς πως τα προβλήματα συσσωρεύονται.
Οι δυσκολίες για την ελληνική οικονομία
Στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, αν η παγκόσμια οικονομία μοιάζει με ναρκοπέδιο, η ελληνική έχει και δικές της προκλήσεις. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία τα δεδομένα για αυτή ήταν σχετικά καθαρά.
Σε συνέχεια και της δεκαετούς κρίσης, υπήρχε η πρόκληση να τεθεί η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, με ταυτόχρονη μείωση των μεγάλων δημοσιονομικών και εμπορικών ελλειμμάτων στα οποία επέστρεψε κατά την πανδημία.
Θα μπορούσαν να υποστηριχθούν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης σε ορίζοντα πενταετίας, με βάση τη μείωση της ανεργίας και του επενδυτικού κοινού, την αύξηση εξαγωγών προς μια αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικονομία, το ταμείο ανάκαμψης και το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης και εξυπηρέτησης του χρέους. Σε αυτό το αρχικό διάστημα, η μεγέθυνση της οικονομίας αναμενόταν στο 4,5% ετησίως, με σημαντική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Το αν το αρχικό παράθυρο ευκαιρίας θα οδηγούσε και σε υψηλή μεγέθυνση μέσο-μακροπρόθεσμα, ώστε να αλλάξει συνολικά η μοίρα της ελληνικής οικονομίας, αποτελούσε ερώτημα.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, δομικές αλλαγές στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και των αγορών θα υποστήριζαν αύξηση επενδύσεων και παραγωγικότητας ώστε, με μεγέθυνση τελικά 3,5% στη δεκαετία, η χώρα να άφηνε πλέον πίσω της τις συνθήκες κρίσης. Χωρίς τέτοιες αλλαγές, θα επέστρεφε προς στασιμότητα, με ερωτήματα και για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η νέα κρίση αλλάζει προς το χειρότερο τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας στον άμεσο ορίζοντα και αυξάνει τις αβεβαιότητες μεσοπρόθεσμα.
Οι άμεσες επιπτώσεις
Οι άμεσες επιπτώσεις αφορούν το κόστος ενέργειας, εμπέδωση πληθωριστικών πιέσεων, αυξανόμενα επιτόκια, τουλάχιστον ονομαστικά, όπως και εμπόδια στο διεθνές εμπόριο. Η αβεβαιότητα, επίσης, μειώνει τη διάθεση για επενδύσεις. Η άμεση ορατότητα έχει μειωθεί και μπορεί πλέον να οριοθετηθεί μόνο έως μια διετία. Μια ασφαλής πρόβλεψη είναι πως σε αυτό το διάστημα η οικονομία μας θα κινηθεί στην τροχιά, και σε έναν βαθμό με την προστασία, της υπόλοιπης ευρωπαϊκής.
Η νέα κρίση έκανε την Ευρώπη πιο συμπαγή, σε θέση άμυνας έναντι κοινών κινδύνων, να προωθεί πολιτικές με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.
Έτσι, δεν διαφαίνεται πως οι ασθενέστερες οικονομίες δεν θα λάβουν την απαραίτητη στήριξη. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης, πάντως, αναμένεται να μειωθούν προς το 3% ή και χαμηλότερα, κυρίως λόγω υψηλότερων τιμών. Ακόμη πιο κρίσιμο είναι πώς επηρεάζονται οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές. Σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, ο τουρισμός και η πρωτογενής παραγωγή, βασικά δεδομένα αλλάζουν και προκύπτει ανάγκη προσαρμογών. Πτυχές της παγκοσμιοποίησης αναστρέφονται και νέες ευκαιρίες θα εμφανιστούν.
Για μια οικονομία με συστηματικό έλλειμμα θεσμικής λειτουργίας, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, και που πρέπει να ξεπεράσει πληγές από τις προηγούμενες κρίσεις, η πρόκληση είναι τεράστια. Αν εφαρμοστούν συστηματικά πολιτικές που θα ξεκαθαρίζουν το τοπίο ώστε να υποστηρίζονται παραγωγικές επενδύσεις, τεχνολογία και ανθρώπινο κεφάλαιο, το μέλλον θα είναι ευοίωνο. Αν όχι, και μέσα στην ευρύτερη αβεβαιότητα, ο ορίζοντας θα σκοτεινιάσει επικίνδυνα.
Πού εντοπίζονται τα προβλήματα
Το ΙΟΒΕ παράλληλα σημειώνει ότι τρεις επιμέρους δείκτες θα είναι κρίσιμοι για την πορεία της οικονομίας.
Πρώτα, είναι το εξωτερικό ισοζύγιο. Η άνοδος των τιμών ενέργειας, όσο και να μετριαστεί στη συνέχεια, αυξάνει άμεσα το κόστος των εισαγωγών, ενώ η σχετική επιβάρυνση της εγχώριας βιομηχανίας δυσχεραίνει τις εξαγωγές της.
Ήδη, με την ισχυρή ανάκαμψη του προηγούμενου έτους, η αύξηση της κατανάλωσης εκφράστηκε και με υψηλές εισαγωγές αγαθών. Η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου με ισχυρή άνοδο του τουρισμού είναι εφικτή αλλά, πλέον, όχι βέβαιη. Ο συνδυασμός αυξημένου μεταφορικού κόστους, μειωμένων εισοδημάτων στην Ευρώπη, μαζί με την ευρύτερη αποσταθεροποίηση, θα οδηγήσει σε μικρότερη αύξηση του τουρισμού από ό,τι υπολογιζόταν.
Ύστερα, είναι οι επενδύσεις. Η προοπτική για ισχυρή αύξηση στο σύνολο του έτους, υψηλά διψήφιου ποσοστού, ήταν πιθανή δεδομένης της χαμηλής βάσης και συσσωρευμένου κενού, παγκόσμιας μεγέθυνσης, βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του Ταμείου Ανάκαμψης. Η αναταραχή στις κεφαλαιαγορές και οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι ανασχετικοί παράγοντες.
Τέλος, είναι το δημόσιο ταμείο. Τα δύο προηγούμενα έτη, μέσα στην πανδημία, καταγράφηκαν βαθιά ελλείμματα. Ο προγραμματισμός για αύξηση εσόδων όσο και για μείωση δαπανών ήταν άμεση ανάγκη. Καθώς ο ρυθμός μεγέθυνσης αναμένεται χαμηλότερος από τις αρχικές εκτιμήσεις, τα φορολογικά έσοδα μπορεί να πειστούν, αν και ο πληθωρισμός έμμεσα θα τα υποβοηθήσει. Ταυτόχρονα, υπάρχει ανάγκη για νέες δαπάνες, κυρίως για την προστασία των νοικοκυριών από το κόστος ενέργειας.
Το κόστος της κρίσης και οι προκλήσεις
Από κει και πέρα το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, οι προκλήσεις που συνοπτικά καταγράφονται παραπάνω έχουν νέα εξωγενή αίτια, αλλά αλληλοεπιδρούν με βασικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η επιστροφή σε βαθιά δίδυμα ελλείμματα κατά την πανδημία και η επί μακρόν υστέρηση σε παραγωγικές επενδύσεις και εξαγωγές υψηλής καινοτομίας, αποτελούν λόγους για εγρήγορση και μέσα στη νέα κρίση.
Εκτός από το κόστος που έχει ήδη καταγραφεί, και καθώς δεν διαφαίνεται λύση της ουκρανικής κρίσης σύντομα, πρέπει επίσης κανείς να αναρωτηθεί τι μπορεί να συμβεί στην παγκόσμια οικονομία αν η εστία πολέμου μείνει ενεργή για μήνες.
Μια παράτασή του, ακόμη και χωρίς πιο ακραία σενάρια γενίκευσής του, θα αυξήσει το κόστος εκθετικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές των οικονομιών προς το τέλος του έτους και στη συνέχεια. Η πρώτη και πιο άμεση επίδραση θα ήταν η περαιτέρω αύξηση του κόστους ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, με τον ετήσιο πληθωρισμό να κινείται κοντά σε διψήφια επίπεδα σε πολλές χώρες και τη μεγέθυνση να περιορίζεται πιθανότατα προς παγκόσμια ύφεση.
Η κοινωνική και πολιτική πίεση προς τις κυβερνήσεις για κάλυψη του κόστους μέσω επιδοτήσεων θα ενταθεί και μπορεί να εκτροχιάσει δημοσιονομικά τα κράτη και να αυξήσει σημαντικά το κόστος δανεισμού τους, αν και ο πληθωρισμός θα τείνει να μειώνει το κόστος των δημόσιων χρεών, όπως και συνταξιοδοτικών και άλλων υποχρεώσεων.
Στην Ε.Ε. θα υπάρξει αναζήτηση περαιτέρω κοινών πολιτικών – προτεραιότητα όμως στην κατανομή πόρων, πέρα από τον τομέα της ενέργειας, θα λάμβανε η βοήθεια προς τους πρόσφυγες και η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας στη συνέχεια.
Μια δεύτερη κρίσιμη επίδραση θα ήταν στις επενδύσεις. Το έως τώρα διάστημα του πολέμου είναι μικρό για να είναι ακόμη αισθητή η επίδραση, όμως όσο η αβεβαιότητα θα βαθαίνει πολλές επενδύσεις θα αναβάλλονται και θα γίνει περισσότερο ακριβή και περίπλοκη η εκτέλεσή τους.
Μια παράταση του πολέμου θα οδηγούσε σε αβεβαιότητα για το πώς θα εξελιχθούν τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και η μεταποίηση, όπου το επίπεδο και η φύση της ζήτησης θα διαφοροποιηθούν. Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών θα είναι μείζονος σημασίας και το πώς θα καθοδηγήσουν τις αγορές κεφαλαίου και τις επενδύσεις, αν και τα πραγματικά επιτόκια μπορεί να είναι αρνητικά για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Το σχετικό κρίσιμο δίλημμα θα είναι η καθοδήγηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον όπου ο υψηλός πληθωρισμός θα αποκτά διάρκεια αλλά και οι οικονομίες θα πλησιάζουν σε ύφεση.
Ο συνδυασμός χαμηλότερων ρυθμών επενδύσεων και μεγέθυνσης με υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλή ορατότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίου. Αναμένεται ροπή προς περισσότερο ασφαλείς τοποθετήσεις, γεγονός που θα θέσει λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως σε κίνδυνο, με κεφαλαιακές εκροές, υποτίμηση νομίσματος και επιδείνωση εμπορικών ισοζυγίων, ακριβώς όταν ο πληθυσμός τους θα πιέζεται από την αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Η ίδια η ρωσική οικονομία θα τροφοδοτεί την παγκόσμια οικονομία με κινδύνους, καθώς θα υπάρχουν επεισόδια χρεοκοπίας.
Εντός του δυτικού κόσμου, το πλήγμα θα είναι σαφώς μεγαλύτερο στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ, στοιχείο κάτι που θα αλλάξει τις σχετικές ισορροπίες όχι μόνο ως προς τα εμπορικά ισοζύγια και τις νομισματικές ισορροπίες, αλλά και για τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα.