Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη ίσως με τη χειρότερη ενεργειακή κρίση που έχει βιώσει ποτέ. Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η εργαλειοποίηση του ενεργειακού ζητήματος από τη Ρωσία, σε αυτό το πλαίσιο, οδηγούν σε σημαντικά προβλήματα με την ενεργειακή επάρκεια, αλλά και την εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις διάφορες χώρες.
Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση η τράπεζα Alpha Bank, το αποτέλεσμα είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να μην έχουν επαρκή αποθέματα ενέργειας προκειμένου να καλύψουν τη ζήτηση τους επόμενους μήνες.
Επιπλέον, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, μπορεί να χρειαστεί να περιορίσουν σημαντικά τη χρήση φυσικού αερίου στον βιομηχανικό τομέα προκειμένου να έχουν θέρμανση τα νοικοκυριά.
Στην τρέχουσα φάση, η ενεργειακή κρίση αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, με μακροπρόθεσμες, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Ως επακόλουθο, αυτός ο κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε ύφεση και κοινωνικές εντάσεις, αλλά και σε τάσεις «ενεργειακού προστατευτισμού».
Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές χώρες οφείλουν να δείξουν περισσότερη αλληλεγγύη μεταξύ τους, αφού θα υπάρχουν περιορισμένες προμήθειες ενέργειας, έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και προκληθεί μία κατάσταση «συναγερμού» για χώρες που έχουν περιορισμένες επιλογές.
Επώδυνη διαδικασία απεξάρτησης
Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι, έπειτα από δεκαετίες της ενεργειακής εξάρτησής της από τη Ρωσία, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη τώρα μια επώδυνη διαδικασία απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, με τους καταναλωτές να αναγκάζονται να περιορίσουν τη χρήση και τις επιχειρήσεις να μειώνουν την παραγωγή, όπως σημειώνεται σε σχετική ανάλυση του πρακτορείου Bloomberg.
Η ΕΕ σκοπεύει να συζητήσει την επιβολή πλαφόν στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, στο πλαίσιο ενός σχεδίου παρέμβασης στις αγορές ενέργειας.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει ήδη προειδοποιήσει ότι η Μόσχα δεν θα προμηθεύσει ενεργειακούς πόρους αν επιβληθεί πλαφόν.
Η απώλεια των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου θα προκαλέσει ταχύτερη εξάντληση των αποθεμάτων όταν οι θερμοκρασίες πέσουν τους επόμενους μήνες και θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη τη διαδικασία προετοιμασίας για τους επόμενους χειμώνες. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο και έχουν διαθέσει περισσότερα από 300 δισ. ευρώ για να μετριάσουν τις συνέπειες από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους αυτό το χειμώνα. Αλλά θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον απολογισμό όταν τα μέτρα αυτά λήξουν.
Την ίδια ώρα, η αντιπαράθεση ασκεί πίεση στους ηγέτες της Ευρώπης να διαφοροποιήσουν τις πηγές. Η Νορβηγία είναι τώρα ο κύριος προμηθευτής φυσικού αερίου της Ευρώπης, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να αντισταθμίσει πλήρως τις ρωσικές προμήθειες. Άλλοι προμηθευτές, όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Αλγερία, αντιμετωπίζουν κάποιες παρόμοιες δυσχέρειες.
Το LNG, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί με πλοία από μακρινούς παραγωγούς, όπως οι ΗΠΑ και το Κατάρ, είναι μια πολλά υποσχόμενη επιλογή. Η Γερμανία -μεταξύ των χωρών που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην απώλεια των ρωσικών προμηθειών- προσπαθεί να ανοίξει τους πρώτους πλωτούς τερματικούς σταθμούς LNG τους επόμενους μήνες.
Αλλά η ικανότητα εισαγωγής είναι η μία πλευρά του προβλήματος. Η παγκόσμια παραγωγή LNG είναι ήδη στενή και η αύξηση της δυναμικότητας απαιτεί τουλάχιστον τρία χρόνια, σύμφωνα με τον Colin Parfitt, αντιπρόεδρο της Chevron. Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη πρέπει να ανταγωνιστεί την Ασία για τις υπάρχουσες ποσότητες για τα επόμενα δύο χρόνια. Με την Ευρώπη να βρίσκεται αντιμέτωπη με λιγότερο διαθέσιμο φυσικό αέριο, οι αγορές θα παραμείνουν σφιχτές στο άμεσο μέλλον.
Απαιτούνται άμεσα δράσεις
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα κρίση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να προετοιμάσουν, τάχιστα, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τον επερχόμενο δύσκολο χειμώνα και να διαχειριστούν την περιορισμένη παροχή ενέργειας. Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να συμφωνήσουν σε έναν αποτελεσματικό συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής τους και να επενδύσουν περισσότερο σε εναλλακτικές πηγές, ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση της Ευρώπης προς μία πιο «καθαρή» και «πράσινη» ενέργεια, επιτρέποντας στην ήπειρο να αποσυνδεθεί (decoupling), τελικώς, από την Ρωσία.
Από την άλλη, το μερίδιο της ενέργειας για θέρμανση (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, λοιπά καύσιμα θέρμανσης κ.λ.π.) -ως ποσοστό της δαπάνης των νοικοκυριών- έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, καθώς η τρέχουσα, ενεργειακή κρίση φαίνεται να είναι χειρότερη από τις κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980. Ένα νοικοκυριό ορίζεται ότι ζει σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας εάν είναι χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και απαιτείται να δαπανήσει το 10% ή περισσότερο του εισοδήματός του σε ενέργεια θέρμανσης, σύμφωνα με το National Energy Action – UK. Ανάλογος είναι ο ορισμός σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, οι τάσεις των ευρωπαϊκών νοικοκυριών -χαμηλού εισοδήματος- να δαπανούν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός του στην ενέργεια είναι έντονες. Οποιοδήποτε σχέδιο δράσης λοιπόν, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην ενεργειακή φτώχεια και πιο ευάλωτες από ποτέ στους κλυδωνισμούς των τιμών.
Υπό αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αναπτύξουν βραχυπρόθεσμα όλες τις πιθανές λύσεις για την ενεργειακή ασφάλεια, ακόμη και εκείνες που ρυπαίνουν και συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής σε σταθμούς που λειτουργούν με λιγνίτη.
Επιτάχυνση της ανάπτυξης «καθαρής ενέργειας»
Σαφώς αυτές είναι οι λιγότερο ελκυστικές επιλογές και ως εκ τούτου θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ θα πρέπει να συνδυάζονται με τη θέσπιση πιο μακροπρόθεσμων λύσεων, δηλαδή την επιτάχυνση της ανάπτυξης «καθαρής ενέργειας». Η πρόοδος και στα δύο μέτωπα, ταυτόχρονα, θα επέτρεπε στην Ευρώπη να εξέλθει της ενεργειακής κρίσης πιο ανθεκτική, διασφαλίζοντας τον ενεργειακό της εφοδιασμό.
Επιπλέον, μία ευρωπαϊκή συμφωνία για κοινή προμήθεια φυσικού αερίου από τις διεθνείς αγορές θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο κλυδωνισμού της ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμή της έναντι των προμηθευτών, μειώνοντας το οικονομικό και πολιτικό κόστος για το φυσικό αέριο. Εάν ληφθούν αυτές οι αποφάσεις, η Ευρώπη δύναται να μετατρέψει αυτή την ιστορική κρίση σε μία μεγάλη ευκαιρία ενεργειακής ανεξαρτητοποίησής της από τη Ρωσία και πιο βιώσιμης πορείας στο μέλλον.
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, η νομισματική πολιτική καλείται να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ωστόσο, ο πυρήνας της τρέχουσας κρίσης είναι το ενεργειακό shock. Σε τέτοιου είδους δομικές, οικονομικές διαταραχές, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν μεγάλη ευελιξία κινήσεων και το εύρος επιλογών τους είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Πρέπει να τηρήσουν την εντολή τους για σταθερότητα των τιμών. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να γίνει μία τεράστια προσπάθεια, ώστε να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι από την κρίση. Οι πιο ευάλωτοι δεν είναι μόνο άνθρωποι, αλλά και χώρες. Θα χρειαστεί υψηλό επίπεδο δημοσιονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Η πολιτική κατανόηση της ανάγκης για αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση.
Η ενεργειακή κρίση και η Ελλάδα
H ΕΕ βρίσκεται λοιπόν στο επίκεντρο μίας ισχυρότατης οικονομικής διαταραχής, λόγω της ενεργειακής κρίσης που κλονίζει σε μεγάλο βαθμό την αναπτυξιακή της πορεία και θέτει εμπόδια στη σταθερότητα και τη συνοχή της. Το μεγάλο ενεργειακό κόστος πλήττει ανεξαιρέτως όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 9,1% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο, με τον ΕνΔΤΚ-ενέργεια να καταγράφει αύξηση κατά 38,3%, ενώ στην Ελλάδα ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε 11,1%.
Με βάση όμως την ανάλυση της Αlpha Bank, οι ακόλουθοι παράγοντες, ωστόσο, ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά:
- Η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, ξεπερνά το 1/4. Ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου (95%).
- Το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας ανέρχεται σε 7,6% και είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
- Η εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2022 με το μερίδιό του επί των εισαγωγών φυσικού αερίου να έχει διαμορφωθεί περίπου σε 34% από 45% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Παράλληλα, έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) (+54% σε ετήσια βάση).
- Η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τουλάχιστον στις τρέχουσες έκτακτες συνθήκες, προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της και να μειωθεί η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Σημειώνεται ότι ήδη, το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν αυξημένο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.
- Το ύψος των μέτρων στήριξης έναντι του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους που έχει λάβει η Ελλάδα, από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι και τον Ιούλιο του 2022, είναι το υψηλότερο στην ΕΕ-27, ως ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%), ενώ η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, τον Σεπτέμβριο, θα διαμορφωθούν σε Ευρώ 1,9 δισ.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η βιομηχανία και τα νοικοκυριά καταναλώνουν κυρίως ηλεκτρισμό (40% και 35% επί της κατανάλωσής τους, αντίστοιχα), ενώ το φυσικό αέριο εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά αναγκαία την περαιτέρω μείωση της συνεισφοράς του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.
Τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ενέργειας
Ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων στη χώρα μας ενδέχεται να είναι πιο ήπιος σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά τους επόμενους μήνες, εξαιτίας αφενός των καιρικών συνθηκών, οι οποίες καθιστούν τις ανάγκες για θέρμανση τους χειμερινούς μήνες σχετικά περιορισμένες, αφετέρου ορισμένων χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς. Συγκεκριμένα:
- Κατανομή τελικής κατανάλωσης ενέργειας (για ενεργειακή χρήση): Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το 2020:
α) ανά τομέα: στη χώρα μας η βιομηχανία καταναλώνει το 17,4% της συνολικής ποσότητας ενέργειας, σημαντικά χαμηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και της Ευρωζώνης (26,1%) αλλά και της Γερμανίας (28%). Το 35,5% της τελικής κατανάλωσης για ενεργειακή χρήση στην Ελλάδα προέρχεται από τις μεταφορές, το 29,6% από τα νοικοκυριά και ακολουθούν οι εμπορικές και δημόσιες υπηρεσίες (13,1%) και οι λοιποί τομείς (4,3%). Σημειώνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούν στο 2020, δηλαδή το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης όταν η κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 6% συνολικά και κατά 15% στις μεταφορές, σε ετήσια βάση. β) ανά προϊόν: το 50,8% της τελικής κατανάλωσης στην Ελλάδα αφορά στο πετρέλαιο και τα παράγωγα προϊόντα πετρελαίου, έναντι 35% στην ΕΕ-27, ενώ το ποσοστό που καταλαμβάνει το φυσικό αέριο ανήλθε σε μόλις 7,6%, με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 21,9%. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ωστόσο, καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου στη χώρα μας (28,2%), σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (23,2%), ενώ η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιοκαύσιμα αφορά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-27 σχεδόν το 12% της συνολικής ποσότητας.
- Ενεργειακό μίγμα της παραγωγής ηλεκτρισμού: Σε ό,τι αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 40% προέρχεται από φυσικό αέριο, έναντι 20% στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας στην προσπάθεια απολιγνιτοποίησης της παραγωγής και της υποκατάστασης των στερεών καυσίμων με φυσικό αέριο και ανανεώσιμές πηγές ενέργειας. Παρά την πτώση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ωστόσο, το ποσοστό τους παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ27 (13,7% και 12,6% αντίστοιχα).
Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι σημαντικά χαμηλότερος (8,3%), καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Φινλανδία χρησιμοποιούν σε σημαντικό ποσοστό πυρηνική ενέργεια στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα βιοκαύσιμα παρήγαγαν το 37% του ηλεκτρισμού το 2020, στην Ελλάδα, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (39%). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ («Μηνιαίο Δελτίο Ενέργειας», Ιούνιος, Ιούλιος 2022), από τον Ιούνιο και μετά, η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται, ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου μειώνεται. Συγκεκριμένα, ο λιγνίτης αντιπροσώπευε τον Ιούνιο το 10,8% του συνολικού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής, έναντι 6% τον Ιούνιο του 2021, ενώ το εν λόγω ποσοστό τον Ιούλιο διαμορφώθηκε σε 13,4%, από 8% τον ίδιο μήνα του 2021.
- Διαφοροποίηση της κατανομής των εισαγωγών φυσικού αερίου: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εισαγωγές αερίου μέσω του αγωγού Turkstream (σημείο εισόδου Σιδηρόκαστρο) μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, ενώ άνοδο κατά 13,4% σημείωσαν οι εισαγωγές ενέργειας από τον αγωγό TAP μέσω Αζερμπαϊτζάν (σημείο εισόδου Νέα Μεσημβρία). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον αγωγό Turkstream διοχετεύεται φυσικό αέριο, μεταξύ άλλων, σε χώρες που διατηρούν συγκριτικά καλές σχέσεις με τη Ρωσία, γεγονός το οποίο μειώνει τις πιθανότητες διακοπής της ροής φυσικού αερίου από την εν λόγω πηγή.
Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτη αύξηση κατέγραψαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (σταθμός Ρεβυθούσα-σημείο εισόδου Αγία Τριάδα), με το ποσοστό τους να αντιστοιχεί στο 44,5% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα, έναντι 31% πέρυσι. Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ρωσικό αέριο ως ποσοστό επί των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου ανήλθε σε 34%, από 45% πέρυσι. Παράλληλα, σημαντική άνοδο σημείωσαν και οι εξαγωγές φυσικού αερίου, κατά 134,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021, γεγονός που συνεπάγεται ότι η παρούσα συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες για αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, με σκοπό τον εφοδιασμό των γειτονικών χωρών.