Το Eurogroup ανησυχεί για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και υιοθετεί τους άξονες μελέτης του Ινστιτούτου Bruegel για το κόστος της πράσινης μετάβασης.

Το σχέδιο αυτό θα εγκρίνει σύντομα και η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ.

«Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα το ενεργειακό κόστος της ευρωπαϊκής με την πράσινη μετάβαση και να μην μπορεί να ανταγωνιστεί αυτό των των ΗΠΑ και άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών παικτών, που είναι χαμηλότερο ήδη.

Αυτή είναι μία απειλή μεγαλύτερη και από την ίδια την ενεργειακή κρίση» μας λέει έλληνας των Βρυξελλών.

Η μελέτη του ινστιτούτου Bruegel για την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ παρουσιάστηκε στους 27 υπουργούς Οικονομικών κατά την συνεδρίαση του Eurogroup και ανοίγει μια σειρά από θέματα: φορολογία, ρυθμιζόμενες χρεώσεις στα τιμολόγια, ανταγωνισμός των μεγάλων χωρών με τις μικρές, μεγάλες ποσοτήτες ενέργειας που απαιτούνται για την κατασκευή πράσινων τεχνολογιών.

Η έρευνα επιχειρεί μια συνολική προσέγγιση ως προς την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην ΕΕ και θέτει μέσα από συγκεκριμένους άξονες ερωτήματα για το ποιος θα επωμιστεί το αυξανόμενο κόστος του πράσινου μετασχηματισμού της οικονομίας στην ΕΕ.

«Καυτή πατάτα» το ενεργειακό κόστος στη βιομηχανία

Τα ζητήματα που εξετάζει η μελέτη και οι λύσεις

  • Ανάκτηση των δαπανών μέσω τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας ή μέσω της γενικότερης φορολογίας: Το πρώτο και βασικότερο ερώτημα που θέτει η μελέτη είναι κατά πόσο η ανάκτηση των δαπανών της πράσινης μετάβασης πρέπει να συνεχίσει να γίνεται μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας ή πρέπει να ενταχθεί στην γενικότερη φορολογική πολιτική των χωρών-μελών.
  • Κατανομή των φόρων: Το δεύτερο θέμα αφορά την ενδεχόμενη αλλαγή της φορολογικής κατανομής μεταξύ νοικοκυριών και βιομηχανίας
  • Ενεργοβόρες και μη επιχειρήσεις: Η μελέτη μιλά για την ανάγκη ανακατανομής των φόρων μεταξύ των ενεργοβόρων και των μη ενεργοβόρων επιχειρήσεων.
  • Μεγάλοι και μικροί καταναλωτές: Στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας από μια μεγάλη χώρα γίνεται σε βάρος εκείνων που έχουν μικρότερες ανάγκες,
  • Κατασκευή καθαρών τεχνολογιών στην Ευρώπη: Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο συμφέρει μια επένδυση πχ. ηλιακών συλλεκτών, όταν για την παραγωγή πολυπυριτίου απαιτούνται πολύ μεγάλες ποσότητες ενέργειας

Σύμφωνα με την μελέτη, μπορεί η επικράτηση των ΑΠΕ να θεωρείται δεδομένη και να οδηγήσει σε μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, ωστόσο ένα μέρος της πτώσης θα αντισταθμιστεί από την αύξηση σε μια σειρά από τέλη, ταρίφες και άλλες πολιτικές.

Στις χρεώσεις δικτύου, προκειμένου να συντηρούνται οι νέες υποδομές που απαιτούνται για να σηκώσουν τον όγκο των ΑΠΕ, σε μηχανισμούς capacity mechanisms για την αποζημίωση συμβατικών μονάδων προκειμένου να παραμένουν stand buy, δηλαδή σε καθεστώς ψυχρής εφεδρείας, αλλά και σε επιδοτήσεις νέων τεχνολογιών στο χώρο των ΑΠΕ όπως μπαταρίες, θαλάσσια αιολικά.Τα κόστη αυτά θα αυξάνονται ολοένα και περισσότερο και κάποιος πρέπει να τα επωμιστεί.

Το Bruegel θυμίζει ότι το 2021 μόνο το ένα τρίτο της μέσης λιανικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας που πλήρωσαν τα νοικοκυριά της ΕΕ αφορούσε αμιγώς το κόστος της ενέργειας. Τα άλλα δύο τρίτα ήταν φόροι. Τα επόμενα χρόνια, οι φόροι, τα βάρη και άλλες ρυθμιζόμενες χρεώσεις θα έχουν ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο στις τιμές.

Τα κεφάλαια που πρέπει να επενδυθούν μόνο στα δίκτυα ως το 2030 στην ΕΕ υπολογίζονται σε 584 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να ανακτηθεί αυτό το κόστος, μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει, κατά το Bruegel, να εγκρίνουν μεσοσταθμικές αυξήσεις μεταξύ 1,5 με 2 σεντς ανά κιλοβατώρα.

Η μετακύλισή του στους λογαριασμούς δεν είναι μεγάλη και μεταφράζεται σε μια μέση αύξηση των ετήσιων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών κατά 40 με 50 ευρώ. Στο βαθμό όμως που θα συνεχιστούν οι μεγάλες τάσεις διείσδυσης των ΑΠΕ, τότε θα απαιτηθούν ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις στα δίκτυα, επομένως οι χρεώσεις θα αυξηθούν περαιτέρω.

Η Ενεργειακή κρίση, οι περικοπές και η επιδότηση της Ελληνικής βιομηχανίας

Το ενεργειακό κόστος και η φορολογική πολιτική

Η μέχρι τώρα λογική στην ΕΕ, όπως αναφέρει η έρευνα, ήταν ότι το κόστος παροχής ενός αγαθού, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, θα πρέπει να καλύπτεται από αυτούς που το καταναλώνουν.

Τα πράγματα όμως αλλάζουν και κατά το Bruegel, πρέπει να μπει στο τραπέζι το σενάριο τα κόστη της πράσινης μετάβασης να επιβαρύνουν στο μέλλον τους πάντες, μέσω της γενικής φορολογίας.

Κατά τον ίδιο δηλαδή τρόπο που οι φόροι χρηματοδοτούν αγαθά, όπως η δημόσια εκπαίδευση και η υγεία, με βάση την αρχή ότι ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, έτσι πρέπει να γίνει και με την κατανάλωση της πράσινης ενέργειας, όπως υποστηρίζει η μελέτη που παρουσιάστηκε στο Eurogroup.

Οι φόροι να χρηματοδοτούν τις ΑΠΕ, όχι μόνο οι χρεώσεις δικτύων και άλλες επιβαρύνσεις που «φουσκώνουν» τα τελικά τιμολόγια ρεύματος.

Η μελέτη θίγει και το σενάριο αλλαγής της σημερινής κατανομής των φόρων στην ενέργεια. Σήμερα στην Ευρώπη, το μερίδιο που έχουν στους ενεργειακούς φόρους τα νοικοκυριά είναι μεγαλύτερο απ’ ότι αυτό των επιχειρήσεων.

Καθώς όμως οι κυβερνήσεις θα πιέζουν ολοένα και περισσότερο τα νοικοκυριά να καταναλώνουν πιο πολύ ηλεκτρική ενέργεια, (π.χ. για θέρμανση με αντλίες θερμότητας, αφού η ΕΕ βάζει τέλος στους καυστήρες φυσικού αερίου και πετρελαίου) θα καταστεί αναγκαίο να μειωθεί και η φορολογική τους επιβάρυνση. Το θέμα εδώ είναι ποιος θα καλύψει το κενό.

Ζήτημα ανοίγει η μελέτη και ως προς το καθεστώς φορολόγησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Όπως αναφέρει η λογική επιδοτήσεων στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις είναι αμφιλεγόμενη. Κι αυτό καθώς οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις παράγουν συνήθως χαμηλότερη προστιθέμενη αξία ανά μονάδα κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Επίσης απασχολούν λιγότερα άτομα προσωπικό από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όπως δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας. Επομένως, κάθε πολιτική που αυξάνει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τέτοιες επιχειρήσεις δεν δουλεύει υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης.

Προσπάθεια στήριξης της βιομηχανίας - σε χαλεπούς καιρούς - από την κυβέρνηση

Οι πράσινες επενδύσεις και το κόστος τους

Στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, η έρευνα σημειώνει ότι οποιαδήποτε αύξηση στην κατανάλωση μιας χώρας σημαίνει ότι άλλες χώρες πρέπει να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Η κατάσταση είναι παρόμοια με εκείνη κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαγκωνίζονταν ποια θα παράσχει τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις, γεγονός που τελικά αύξησε την τιμή, του ούτως ή άλλως περιορισμένου σε προσφορά κατά την διάρκεια της κρίσης, φυσικού αερίου.

Οι επενδύσεις παραγωγής καθαρών τεχνολογιών περιλαμβάνουν και στάδια μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, όπως η διύλιση πολυπυριτίου για την κατασκευή φωτοβολταικών πάνελ ή η παραγωγή κυψελών μπαταρίας.

Για παράδειγμα για να καλυφθεί το 40% της ζήτησης για μπαταρίες στην ΕΕ απαιτείται η παραγωγή κυψελών 220 GWh, γεγονός που σημαίνει κατανάλωση 13.000 GWh ετησίως ή 0,5% της τρέχουσας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ 28 .

Δηλαδή η πράσινη πολιτική της ΕΕ δεν λαμβάνει υπόψη τις πρόσθετες απαιτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας για την εξόρυξη και διύλιση των πρώτων υλών αρκετών πράσινων τεχνολογιών, όπως στην περίπτωση της ηλεκτροκίνησης.

ΕΛΣΤΑΤ: Ετήσια μείωση 17,2% στον τζίρο της βιομηχανίας τον Ιούνιο

Ευρωπαϊκός διαχειριστής ενέργειας: Ορατός ο κίνδυνος για νέα ενεργειακή κρίση

Η διατήρηση των τιμών φυσικού αερίου σε υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα, τα «σκαμπανεβάσματα» στη μείωση της ζήτησης, οι περιορισμοί στην προμήθεια LNG παγκοσμίως σε συνάρτηση με την ρευστότητα στη ζήτηση του καυσίμου, συνιστούν τις βασικές παραμέτρους που οδηγούν τον Ευρωπαίο Διαχειριστή Ενέργειας (ACER) στο συμπέρασμα ότι μένει ακόμη δρόμος να διανύσουμε για το ξεπέρασμα της κρίσης.

Τις απόψεις εξέθεσαν οι Christian Zinglersen και Dennis Hesseling, υψηλόβαθμα στελέχη του Ευρωπαίου Διαχειριστή σε παρουσίασή τους, σε meeting του Eurogroup, δηλαδή, ενώπιον των Υπουργών Οικονομικών σε σχετική συζήτηση με θέμα τις εξελίξεις στην ενεργειακή αγορά και τον αντίκτυπο των μέτρων φορολογικής πολιτικής στις χώρες του ευρώ.

Παρά το γεγονός ότι οι τιμές αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχουν υποχωρήσει σημαντικά το τελευταίο διάστημα συγκριτικά με τα εξωφρενικά ιστορικά ρεκόρ που σημείωναν προ μηνών, παραμένουν, ωστόσο, τριπλάσιες του μέσου επιπέδου τιμών της περιόδου 2017-2021.

Ένα δεύτερο στοιχείο που ενισχύει τον «σκεπτικισμό» του ACER για την πορεία της ενεργειακής κρίσης είναι η βαρύνουσα σημασία παραμέτρων όπως η μείωση της ζήτησης και οι καιρικές συνθήκες, όπου οποιαδήποτε τυχόν μεταβολή μπορεί να μεταβάλει σημαντικά τα δεδομένα στην ενεργειακή αγορά.

Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι η χειμερινή περίοδος αναμένεται να ολοκληρωθεί με τις αποθήκες αερίου να βρίσκονται σε καλά επίπεδα πληρότητας, παράγοντες όπως η αύξηση της ζήτησης αερίου λόγω ψυχρών καιρικών συνθηκών και η μη βιώσιμη μείωση της ζήτησης διαμορφώνουν προϋποθέσεις για επιδείνωση της κατάστασης.

Μια ακόμη παράμετρος που αυξάνει τις επιφυλάξεις για την «επόμενη μέρα» είναι η αυξανόμενη ζήτηση του καυσίμου από τις αγορές της Ασίας, γεγονός που, όταν πάρει πλήρεις διαστάσεις, θα διαμορφώσει συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού με τις ευρωπαϊκές αγορές ως προς την διασφάλιση φορτίων LNG, με αντίκτυπο στο κόστος του φορτίου. Σε κάθε περίπτωση οι προβλέψεις των αναλυτών μιλούν για αύξηση της «ασιατικής» ζήτησης ως αποτέλεσμα της επανάκαμψης μιας σειράς οικονομιών μετά τα μέτρα περιορισμού λόγω Covid.

Αν προσθέσουμε τους εγγενείς περιορισμούς της αγοράς, τυχόν αναπάντεχα γεγονότα, γίνεται αντιληπτό ότι το ενδεχόμενο για μεγάλες αναταράξεις στην αγορά παραμένει και επομένως αυξάνει η πίεση στην παγκόσμια αγορά LNG και κατά συνέπεια για τις τιμές αερίου στην ΕΕ.

Ειδική μνεία γίνεται στην παράμετρο «Κίνα», όπου η «επιστροφή» της χώρας σε τροχιά αυξημένων ρυθμών ανάπτυξης το 2023 σηματοδοτεί ένταση του ανταγωνισμού σε όλα τα «μήκη και τα πλάτη» της αγοράς LNG, δεδομένης της κατανάλωσης που έχει.

To θρίλερ με τις αυξήσεις στις τιμές συνεχίζει να ανατρέπει σχεδιασμούς κυβερνήσεων

Προτάσεις εξόδου από την κρίση

Απευθυνόμενοι στο οικονομικό επιτελείο της Ευρωζώνης, οι αναλυτές του ACER υπογράμμισαν προτάσεις που προκύπτουν από την πρόσφατη εμπειρία της ενεργειακής κρίσης και απαιτούν εγρήγορση για την συνέχεια.

Επιγραμματικά είναι οι εξής:

  • Οι αποθήκες αερίου γέμισαν ενόψει της χειμερινής περιόδου 2022/2023, ωστόσο με ένα κόστος της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, συμβάλλοντας έτσι στις πολύ αυξημένες τιμές στη διάρκεια του καλοκαιριού. Θα πρέπει να αξιοποιηθούν διαφορετικά εργαλεία όπως «συμβόλαια επί της διαφοράς» για να περιορίσουν την αστάθεια των τιμών και/ή το ρίσκο των μη ελκυστικών εποχικών spreads της τιμής.
  • Να προκριθεί μοντέλο πιο σταδιακής αναπλήρωσης προσθέτοντας κίνητρα ευαίσθητα στο κόστος.
  • Να επιταχυνθεί η εγκατάσταση νέων αιολικών και φωτοβολταϊκών. Τα μέτρα στήριξης να προσαρμοστούν ταχύτερα.
  • Μονομερώς δίνεται έμφαση στην πλευρά του εφοδιασμού. Όμως απαντήσεις από την σκοπιά της ζήτησης (demand-side) είναι πλέον πιο σημαντικό από ποτέ να προωθηθούν και να υιοθετηθούν.
  • Η διασυνοριακή δυναμικότητα ηλεκτρικής ενέργειας διαθέσιμη για εμπόριο (το λεγόμενο 70%) είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλίζεται, συμπεριλαμβάνοντας και χώρες που είναι κατά κύριο λόγο καθαροί εξαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Η ενοποιημένη ενεργειακή αγορά της ΕΕ παρουσιάζει σημαντικά οφέλη. Ωστόσο απαιτείται μεγαλύτερη συσχέτιση μεταξύ των κρατών μελών ενισχύοντας περαιτέρω τις συνδιαλλαγές μεταξύ τους με όρους αλληλεξάρτησης και συνεργασίας προς την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.

Διαβάστε ακόμη: