Οι ελληνικές μετοχές σημείωσαν άλλη μια χρονιά εξαιρετικών επιδόσεων, με τον Γενικό Δείκτη να σημειώνει άνοδο άνω του 40%, ξεπερνώντας τον δείκτη Stoxx 600 κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες, εξηγεί η Eurobank Equities.

“Από την άποψη της κατανομής, υποστηρίζουμε μια κλίση προς τις τράπεζες, όπου θεωρούμε ότι υπάρχει η καλύτερη διασπορά κινδύνου-απόδοσης, με την Τράπεζα Πειραιώς να αποτελεί την κορυφαία επιλογή μας (σταθερή παράδοση, κεφαλαιακή ενίσχυση, φθηνή αποτίμηση). Υποστηρίζουμε επίσης την αυξημένη θέση στη ΔΕΗ (καλή λειτουργική εκτέλεση, εξαγορές και συγχωνεύσεις που αυξάνουν την αξία), την Jumbo (ισχυρή δυναμική, συναρπαστική απόδοση κινδύνου), τη Mytilineos (επανακαθορισμένα επίπεδα κερδών, αυξανόμενη έκθεση στις ΑΠΕ) και την Τιτάν (φθηνή έκθεση στις δαπάνες για υποδομές στις ΗΠΑ, κυκλική ανάκαμψη της κατασκευαστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα)”, επισημαίνει η χρηματιστηριακή.

Τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη (αύξηση EBITDA στα μέσα της δεκαετίας για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αύξηση των εσόδων από τόκους (NII) πάνω από 50% για τις τράπεζες) συνδυάστηκαν με πτώση των ασφαλίστρων κινδύνου χάρη στην εγχώρια πολιτική σταθερότητα και τις προσδοκίες για την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα (IG), που προωθήθηκε περαιτέρω από το γενικό ράλι το 4ο τρίμηνο και τη χαμηλή τοποθέτηση. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας (+66%) υπερίσχυσε των άλλων τομέων, με την επιτυχή τοποθέτηση της συμμετοχής του ΤΧΣ στην ΕΤΕ και την Alpha Bank να αποδεικνύεται βασικός καταλύτης, διαλύοντας τις ανησυχίες για τον κίνδυνο stock overhang και ωθώντας παράλληλα τους επενδυτές να κυνηγήσουν υψηλότερα τις τραπεζικές μετοχές.

Κατά την άποψη της χρηματιστηριακής, το 2024 είναι έτοιμο να είναι ένα έτος “δύναμης και καλής τύχης” (ή αλλιώς Έτος του Δράκου) για τις ελληνικές μετοχές, υποστηριζόμενο από:

1) ένα υγιές μακροοικονομικό υπόβαθρο, με το ελληνικό ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί οςνω από 2%, ξεπερνώντας το αναπτυξιακό προφίλ της υπόλοιπης Ευρώπης.

2) τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική πειθαρχία (πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2%).

3) την ευνοϊκή δυναμική του χρέους, με το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους είναι σταθερό, καθώς δεν υπάρχουν σημαντικές αποπληρωμές τα επόμενα χρόνια, ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από 10% του ΑΕΠ μέχρι το 2027).

4) την περαιτέρω συμπίεση των spreads μετά τη συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στους δείκτες ομολόγων IG μετά την τελευταία αναβάθμιση του Δημοσίου από τον οίκο Fitch.

5) τις ελκυστικές αποτιμήσεις τόσο σε απόλυτη όσο και σε σχετική βάση, με τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της χώρας σε αποτίμηση 6 φορές year τον δείκτη EV/EBITDA (περίπου 15% discount έναντι του δικού τους ιστορικού και 20% discount έναντι των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων της ΕΕ) και τις τράπεζες σε 5-6 φορές αποτίμηση σε όρους P/E και 0,7 φορές σε όρους P/TBV, έκπτωση περίπου % έναντι των ομοειδών της περιφέρειας.

Το 2024, το κυρίαρχο θέμα θα είναι πιθανότατα η πιθανή τοποθέτηση του ΧΑΑ σε “λίστα παρακολούθησης” για επανακατάταξη στις αναπτυγμένες αγορές (οι αναθεωρήσεις πραγματοποιούνται συνήθως τον Ιούνιο). Η Ελλάδα ξεπέρασε το πρώτο εμπόδιο (αξιολόγηση IG), ενώ σημείωσε πρόοδο όσον αφορά τις απαιτήσεις μεγέθους (π.χ. float), ιδίως μετά τις πρόσφατες τοποθετήσεις και δημόσιες εγγραφές. Η τελική απόφαση θα λάβει υπόψη τη διαβούλευση με τους επενδυτές, και ως εκ τούτου, η πραγματική ανακατάταξη θα γίνει το νωρίτερο το 2025.

Από πλευράς συναλλαγών/αποτίμησης, ωστόσο, αναμένει η Eurobank Equities ότι οι επενδυτές θα αρχίσουν να τοποθετούνται το 2024. Αν και η αναταξινόμηση παρουσιάζει μια διαφοροποιημένη προοπτική, με το τελικό αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα να εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ πιθανών ενεργητικών εισροών και παθητικών εκροών, πιστεύει ότι η βραχυπρόθεσμη ανάγνωση κατά την πορεία προς το γεγονός θα είναι θετική.

Ο στόχος για το ΧΑΑ είναι 21% υψηλότερα στις 1.622 μονάδες, οδηγούμενη από ένα μείγμα επαναξιολόγησης και αύξησης των κερδών (EBITDA +9% για τις εταιρείες χωρίς τα διυλιστήρια). Με τις ελληνικές μετοχές όχι μόνο να κλείνουν τη διαφορά ROE σε σχέση με τις αντίστοιχες μετοχές της ΕΕ, αλλά και να προσφέρουν πλέον premium αποδόσεις, η επαναξιολόγηση είναι δικαιολογημένη και θα ενισχύσει την επίδραση των πρόσθετων ροών.

Διαβάστε ακόμη: