Την ώρα, λοιπόν, που το κλίμα στην οδό Πανεπιστημίου, την έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι πανηγυρικό και πλαισιώνεται από την παρουσία σύσσωμου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μία άλλη πραγματικότητα καταγράφεται, ακόμα και στα γύρω στενά, όπου έχουν την έδρα τους πολλές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ουσιαστικά, όπως εύγλωττα αναφέρουν επικεφαλής φορέων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, καθώς και μεμονωμένοι επιχειρηματίες, “έχουμε μία Ελλάδα, δύο τουλάχιστον ταχυτήτων”, η απόσταση μεταξύ των οποίων, “αντί να μειώνεται, τουναντίον διευρύνεται”.

Και αυτό γιατί η πρόσβαση που έχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων σε πηγές χρηματοδότησης είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, καθώς τα ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια καθιστούν απαγορευτική κάθε παρόμοια κίνηση, αλλά και γιατί οι πληγές της πολύχρονης οικονομικής κρίσης παραμένουν ακόμα ανοιχτές, έχοντας σωρεύσει ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις.

Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως αποδείχθηκε από πρόσφατα στοιχεία, ούτε αξιοποιούνται συνολικά, ούτε υπάρχουν οι απαιτούμενες εγκρίσεις, με αποτέλεσμα μέχρι τώρα να έχουν λάβει φθηνά δάνεια μια χούφτα επιχειρήσεων. Αν δεν υπάρξουν ταχύτατες διαδικασίες από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, το πρόβλημα των αδιάθετων και λιμναζόντων κεφαλαίων θα παραμένει, τη στιγμή που θα έπρεπε να διαχέεται σε όλο τον κορμό και το πλήθος των ελληνικών επιχειρήσεων, μέσα φυσικά από ένα διαμοιρασμό που θα λαμβάνει υπόψη του ένα συνολικότερο σχέδιο, για τους τομείς κατεύθυνσής τους.

Ήδη, διατυπώνονται ανοιχτά φόβοι από εγχώριους επιχειρηματικούς φορείς, επιμελητήρια και κλαδικές ενώσεις, ότι, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα έχουμε εγκληματήσει κατά της ίδιας της οικονομίας μας, επαναλαμβάνοντας τα τραγικά λάθη και την ασυγχώρητη ολιγωρία απορρόφησης άλλων εγκεκριμένων κεφαλαίων.

Αυτών, δηλαδή, που μας υπενθύμισε “φόρα παρτίδα” η Ούρσουλα φον ντερ Λάινεν, παρουσία του ίδιου του πρωθυπουργού, όταν πήγαμε να ζητήσουμε βοήθεια για τις καταστροφικές πλημμύρες.

Επενδυτικά σχέδια υπάρχουν ήδη, τα συρτάρια των τραπεζών είναι γεμάτα, με τα περισσότερα εξ αυτών να χαρακτηρίζονται αξιόλογα και με μετρήσιμα αποτελέσματα σε σχετικά σύντομο χρόνο. Να θυμίσω εδώ ότι, κάποτε, τα αρμόδια τμήματα των τραπεζών, καλούσαν με δική τους πρωτοβουλία και με βάση δικές τους μελέτες, τις επιχειρήσεις-πελάτες τους, προτείνοντάς τους συγκεκριμένες επενδύσεις, επεκτάσεις, νέες μονάδες, συμπράξεις κλπ.

Και τώρα υφίστανται παρόμοιες πρωτοβουλίες, όχι όμως από όλες τις τράπεζες, αλλά σε καμία περίπτωση σε τέτοιο βαθμό και έκταση, που απαιτείται για να αλλάξει σελίδα το ελληνικό επιχειρείν, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερό του μέρος. Αυτό που απουσιάζει, είναι η καθοριστική συμβολή και των ίδιων των φορέων, επιχειρηματικών και επαγγελματιών, καθώς εκεί μπορεί να υπάρξει η μεγάλη διάχυση κεφαλαίων που λιμνάζουν και η μετάγγισή τους στην πραγματική οικονομία.

Ειδικότερα, θα πρέπει και τα ίδια τα επιμελητήρια της χώρας είτε μόνα τους είτε προσλαμβάνοντας ειδικούς συμβούλους, να πρωτοστατήσουν προς αυτή την κατεύθυνση των κεφαλαίων, επιβλέποντας και προωθώντας νέες επενδυτικές προτάσεις μελών τους. Γιατί και το Ταμείο Ανάκαμψης προβλέπει τη διάθεση σοβαρών πόρων και προς τη μεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα, αλλά τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτα. Αλλά και τα προγράμματα ΕΣΠΑ, διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια, με γενικότερο, αλλά και κλαδικό προορισμό.

Πλην, όμως, τα πράγματα εδώ είναι ακόμα χειρότερα, αφού ακόμα και όσες επιχειρήσεις και σχέδια εντάσσονται, μετά από πολύμηνες προσπάθειες και γραφειοκρατία για γερά νεύρα και μεγάλη υπομονή, για να δουν το χρώμα του χρήματος, περιμένουν ακόμα και πέντε (5) χρόνια.

Μέχρι τότε θα πρέπει να βρουν τρόπους, να καλύψουν με ίδιους πόρους όλες τις πάγιες δαπάνες, αλλά και τις δαπάνες της όποιας νέας επένδυσης ή δραστηριότητας τους προκύπτει από το επενδυτικό τους σχέδιο, που ναι μεν εγκρίθηκε, αλλά το χρήμα αργεί πολύ να έρθει.

Ειδικότερα τώρα για την πολιτική χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι επιεικώς τραγική.

Ουσιαστικά, η πιστωτική τους επέκταση ή δεν υπάρχει ή όπου απαντάται είναι μικρής σημασίας.

Άλλωστε, η ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις κατά γενική ομολογία είναι απειροελάχιστη, λόγω των πολύ υψηλών και ασύμφορων επιτοκίων. Το αντίθετο συμβαίνει μάλιστα, καθώς το κύμα αποπληρωμών παλαιότερων δανείων συνεχίζεται και μάλιστα έχει διευρυνθεί η βάση των υπόχρεων, και πλέον δεν περιλαμβάνει μόνο μεγάλες, αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις.

Οι οποίες επί της ουσίας θυσιάζουν την όποια ρευστότητα διαθέτουν, για να μειώσουν τα κόστη εξυπηρέτησης ληφθέντων δανείων, μετά την πρωτοφανή εκτίναξη των δόσεων τους, εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων από την εδώ ευρισκόμενη από χθες ΕΚΤ και την ηγεσία της. Οι υπόλοιπες, που δεν έχουν παρόμοια δυνατότητα, απλώς φυτοζωούν και περιμένουν το μοιραίο…

Διαβάστε ακόμη: