Μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και την κατάρρευση της Lehman Brothers, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει «οχυρωθεί», με το εποπτικό σύστημα των τραπεζών να έχει καταστεί πιο αυστηρό, υιοθετώντας πολλές δικλείδες ασφαλείας.
Όμως, όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση και η τράπεζα Alpha Bank, παρά τη σωρεία μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν στον τραπεζικό κλάδο τα τελευταία χρόνια, αυτές δεν ήταν αρκετές ώστε να αποτρέψουν μια διαταραχή στον χρηματοοικονομικό κλάδο και κατ’ επέκταση στις αγορές. Στην πτώχευση των αμερικανικών τραπεζών (SVB, Silvergate και Signature) καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε η άρση της αυστηρής εποπτείας που διέπει τις τράπεζες της Wall Street, σε σχέση με τις μικρομεσαίες, τοπικές τράπεζες, με τον νόμο που ψηφίστηκε το 2018, «Economic Growth, Regulatory Relief and Consumer Protection Act».
Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, το όριο για την αυστηρή εποπτεία των τραπεζών ανήλθε από τα 50 δισ. δολ. ενεργητικού, στα 250 δισ. δολ., δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις πολλές μικρές τράπεζες (περιφερειακές) να διαφεύγουν τους αυστηρούς ελέγχους. Επίσης, καθοριστικό ρόλο στην τρέχουσα τραπεζική κρίση, διαδραμάτισε η αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών από τη Fed και την ΕΚΤ, έπειτα από αρκετά έτη επεκτατικής νομισματικής πολιτικής και παροχής άφθονης ρευστότητα στην οικονομία, που ενέτειναν το πρόβλημα των αναντιστοιχιών διάρκειας των περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στους ισολογισμούς των τραπεζών (duration mismatch).
Οι πρόσφατες πτωχεύσεις των τραπεζών στις ΗΠΑ και η ευρύτερη τραπεζική κρίση έχουν ως αποτέλεσμα οι καταθέτες να έχουν άρει την εμπιστοσύνη τους προς τα περιφερειακά τραπεζικά ιδρύματα και να παρατηρείται εσπευσμένη μεταφορά κεφαλαίων στους αμερικανικούς τραπεζικούς κολοσσούς. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο συνασπισμός αμερικανικών τραπεζών μεσαίου μεγέθους (Mid-size Bank Coaliton of America) αιτήθηκε να εξεταστεί από τις ρυθμιστικές αρχές της χώρας, η επέκταση της κρατικής ασφάλισης της Ομοσπονδιακής Αρχής Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC) σε όλες τις καταθέσεις για την επόμενη διετία, πέραν από το τρέχον ανώτατο όριο των 250 χιλ. δολ., τονίζοντας ότι η εγγύηση αυτή απαιτείται για να αποφευχθεί η φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες.
Η Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Janet Yellen, προσπάθησε να καθησυχάσει τους επενδυτές ότι οι αμερικανικές τραπεζικές καταθέσεις είναι ασφαλείς, δηλώνοντας ότι δεν εξετάζεται αύξηση της προστασίας πέραν των ορίων, τη δεδομένη στιγμή. Σε πρόσφατη μελέτη του National Bureau of Economic Research (Μάρτιος 2023) εκτιμάται ότι υπάρχουν 186 τράπεζες στις ΗΠΑ όπου εάν οι μισοί από τους ανασφάλιστους καταθέτες αποσύρουν γρήγορα τα κεφάλαιά τους, τότε, ακόμη και οι ασφαλισμένοι καταθέτες θα μπορούσαν να βρεθούν σε δυσχερή θέση, επειδή η τράπεζα δεν θα διέθετε επαρκή κεφάλαια για να αποζημιώσει πλήρως όλους τους καταθέτες, αναγκάζοντας ενδεχομένως την εποπτική αρχή (FDIC) να παρέμβει.
Η μελέτη της JP Morgan Chase &Co
Την άποψη αυτή έρχεται να ενισχύσει μελέτη της JP Morgan Chase &Co, που εκτιμά ότι οι “πιο ευάλωτες” αμερικανικές τράπεζες είναι πιθανό να έχουν χάσει συνολικά περίπου 1 τρισ. δολάρια σε καταθέσεις το τελευταίο έτος, με τις μισές εκροές να σημειώνονται τον τελευταίο μήνα, μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank. Το ενδιαφέρον για την τραπεζική κρίση παγκοσμίως έχει αυξηθεί πολύ τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ενώ εγκυμονεί ο κίνδυνος μετάδοσης (contagion) στην Ευρώπη. Η ανησυχία των επενδυτών αλλά και των καταθετών είναι ορατή και αυτό φαίνεται από την απότομη αύξηση σχετικά με τους όρους αναζήτησης «τραπεζική κρίση», «κατάρρευση τράπεζας» και «αποτυχία τράπεζας» στο διαδίκτυο, διεθνώς.
Τον Μάρτιο του 2023, οι όροι αναζήτησης “τραπεζική κρίση” και “τραπεζικός πανικός” έφτασαν στην κορυφαία βαθμολογία του Google Trends, στο 100. Τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις μη συστημικές τράπεζες των ΗΠΑ πυροδότησαν ένα έντονο κλίμα ανησυχίας και στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Η κατάρρευση της Credit Suisse προήλθε από συσσωρευμένα προβλήματα των τελευταίων ετών, που αφορούν τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, σκάνδαλα κατασκοπείας, διαρροή προσωπικών δεδομένων πελατών και πτωχεύσεις επενδυτικών εταιρειών (Archegos και Greensill), όπου η τράπεζα είχε μεγάλη έκθεση και απώλεσε σημαντικά ποσά. Αναμφίβολα, η άμεση παρέμβαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών οδήγησε στην εξαγορά της Credit Suisse από την UBS, με στόχο την άμεση εξομάλυνση των διαταραχών, περιορίζοντας δραστικά τις επιπτώσεις τόσο στο τραπεζικό σύστημα της Ελβετίας, όσο και στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον από την πτώχευση μιας ισχυρής τράπεζας. Αποφεύχθηκε δηλαδή μια πτώχευση που θα δημιουργούσε τριγμούς και ενδεχομένως να μόλυνε και άλλα τραπεζικά ιδρύματα.
Η εμπιστοσύνη στις αγορές φάνηκε να αποκαταστάθηκε προσωρινά, μετά τις ανακοινώσεις των κεντρικών τραπεζών ότι χαιρετίζουν τη συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS, ενώ συμφώνησαν να ενισχύσουν τη ροή μετρητών σε όλο τον κόσμο με μια σειρά συντονισμένων ανταλλαγών νομισμάτων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες διαθέτουν την απαραίτητη ρευστότητα για να λειτουργήσουν ομαλά. Ωστόσο, οι διαταραχές που προκλήθηκαν από την απομείωση της αξίας των τίτλων AT1 (Additional Tier 1) της Credit Suisse ενδέχεται να έχουν λίγο μεγαλύτερη διάρκεια, προκαλώντας σημαντική νευρικότητα στις αγορές.
Μάλιστα, η μεταβλητότητα στις αγορές οδήγησε σε τριγμούς τη μετοχή της Deutsche Bank τις προηγούμενες μέρες, προκαλώντας ανησυχία και δείχνοντας ότι αποτελεί ένα πολύπλοκο και δυναμικό φαινόμενο. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, εγείρονται και πάλι ανησυχίες για τον βαθμό ανθεκτικότητας του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος εν μέσω ενός περιβάλλοντος αυξανόμενων επιτοκίων. Τα πρόσφατα τραπεζικά γεγονότα έχουν περιπλέξει περαιτέρω το έργο των κεντρικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής, οι κεντρικές τράπεζες είχαν να αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα: ή να αυξήσουν πολύ τα επιτόκια (πολύ επιθετική νομισματική πολιτική), υπονομεύοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη ή να αυξήσουν λίγο τα επιτόκια, με κόστος να μην επιστρέψουν γρήγορα στο επίπεδο πληθωρισμού, περίπου του 2%. Τώρα, έρχονται αντιμέτωπες και με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που ενδεχομένως να επηρεάσει τη νομισματική πολιτική των επόμενων μηνών.