Την ετοιμότητα των ξένων θεσμικών επενδυτών για το πακέτο μετοχών της Alpha Bank που βρίσκεται σήμερα στο χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ , αποκάλυψε ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Βασίλης Ψάλτης κατά τη σημερινή ετήσια γενική συνέλευση του ιδρύματος.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ήδη έχει γίνει η σχετική προεργασία και υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον.
Το γεγονός αυτό πρέπει να συνδέεται και με τις αυξημένες αγορές μετοχών της τράπεζας που παρατηρούνται κατά τις τελευταίες εβδομάδες στο ελληνικό χρηματιστήριο, ένδειξη ότι μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια παίρνουν ήδη θέσεις στην μετοχή.
Κάνοντας έναν απολογισμό των επιτυχιών της Τράπεζας τα τελευταία χρόνια, ο κ. Ψάλτης αναφέρθηκε στη δραστική μείωση των ΜΕΑ σε μονοψήφιο ποσοστό, στην υψηλότερη πιστωτική επέκταση στο σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που πέτυχε η Τράπεζα το 2022, στη σύναψη στρατηγικών συνεργασιών επιχειρηματικής ανάπτυξης καθώς και στη δημιουργία του πλέον αποδοτικού μοντέλου λιανικής τραπεζικής.
Υπογράμμισε δε πως χάρη σε αυτές οι επιτυχίες «θέσαμε τα θεμέλια για ισχυρή κερδοφορία, επιτυγχάνοντας απόδοση στα απασχολούμενα εποπτικά κεφάλαια άνω του 15% στις εργασίες μας στην Ελλάδα», με το μερίδιο αγοράς της Τράπεζας, στο τέλος το 2022, να έχει αγγίξει το 26% στις χορηγήσεις Μεγάλων και Μεσαίων Επιχειρήσεων και το 30% στα αμοιβαία κεφάλαια.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Ψάλτης στο νέο Στρατηγικό Σχέδιο 2023-2025 της Τράπεζας, το οποίο διασφαλίζει σαφείς, ρεαλιστικούς και επιτεύξιμους στόχους, προσθέτοντας πως «ήδη από το πρώτο μισό του 2023 ολοκληρώσαμε σημαντικές ενέργειες προς την επίτευξη του πλάνου μας, ισχυροποιώντας τους δείκτες ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας».
Πρόσθεσε δε πως χάρη στις κινήσεις που έλαβε η Διοίκηση στις κατάλληλες χρονικές στιγμές, όπως οι εκδόσεις ομολόγων πρόσθετων μέσων κατηγορίας 1 (AT1) καθώς και υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior preferred), τη συνθετική τιτλοποίηση εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού, τη μείωση του σταθμισμένου ενεργητικού μέσω της πώλησης ακινήτων και προβληματικών δανείων αλλά και ως αποτέλεσμα των κερδών, «έχουμε διασφαλίσει ότι θα υπερβούμε τους στόχους που έχουμε θέσει για την κεφαλαιακή επάρκεια, ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έχοντας δημιουργήσει συνολικά εποπτικά κεφάλαια ύψους σχεδόν ευρώ 1 δισ. σε μόλις έξι μήνες».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Ψάλτης τόνισε πως «η ελληνική οικονομία, όπως και η Alpha Bank, επέδειξε ανθεκτικότητα στις αλλεπάλληλες κρίσεις», αν και, σημείωσε, «είναι αλήθεια πως στην τρέχουσα ανοδική φάση των επιτοκίων, παραμένουν, ορισμένοι κίνδυνοι αστάθειας στις διεθνείς αγορές και δυνητικής υποχώρησης τόσο της ζήτησης για πιστώσεις όσο και των τιμών των ακινήτων».
Αναφερόμενος στη σημασία που δίνει η Τράπεζα στη δημιουργία μακροχρόνιων σχέσεων με τους Πελάτες της καθώς και την ηγετική της θέση στην επιχειρηματική τραπεζική, ο κ. Ψάλτης τόνισε πως η Alpha Bank «πρωταγωνιστεί στην επιχειρηματική πίστη, διατηρώντας ηγετική θέση σε χρηματοδοτήσεις προς εξωστρεφείς τομείς όπως ο Τουρισμός και η Ναυτιλία, ενώ διατηρεί ισχυρό αποτύπωμα στη λιανική τραπεζική, εξυπηρετώντας περισσότερους από 3,5 εκατομμύρια πελάτες στην χώρα».
Πρόσθεσε δε πως δεδομένου ότι «η μέση διάρκεια της τραπεζικής μας σχέσης με τους Πελάτες μας υπερβαίνει τα 20 έτη και το ένα τρίτο των δυναμικών τμημάτων ιδιωτών και μικρών επιχειρήσεων της χώρας μας επιλέγουν την Alpha Bank ως την κύρια τράπεζά τους, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε η τράπεζα εμπιστοσύνης στην Ελλάδα».
Σχολιάζοντας τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές, ο κ. Ψάλτης υπογράμμισε πως στηνAlpha Bank «αναπτύσσουμε σειρά δράσεων πρόληψης αλλά είμαστε, παράλληλα, παρόντες όταν απαιτείται η αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων».
Σε αυτή την κατεύθυνση, η Τράπεζα δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη στις συνέπειες που προκάλεσε η πύρινη λαίλαπα στη Ρόδο, με τον κ. Ψάλτη να αναφέρεται στην πρόσφατη επίσκεψη κλιμακίου της Τράπεζας στο νησί «προκειμένου να παράσχει βοήθεια για την άμεση ανακούφιση των πληγέντων και, κυρίως, για να σχεδιάσει, μαζί με τους πελάτες μας, την Αυτοδιοίκηση και την κοινωνία των πολιτών, λύσεις για την αποκατάσταση των περιουσιών και την αναγέννηση του φυσικού περιβάλλοντος».