Σε ευρωπαϊκό «έδαφος» επιδιώκει να μεταφέρει το μέτωπο κατά των πολυεθνικών η ελληνική κυβέρνηση, σε μία προσπάθεια να μπει τέλος στις πρακτικές που οδηγούν σε μεγάλες αποκλίσεις κατά την τιμολόγηση των προϊόντων ανά χώρα.

Η παρέμβαση ήρθε διά χειρός του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος σε επιστολή προς την Κομισιόν ζητεί ευρωπαϊκή απάντηση, τονίζοντας σε συνέντευξή του ότι πολλές πολυεθνικές παίζουν «παιχνιδάκια» και τιμολογούν τελείως διαφορετικά τα ίδια προϊόντα.

Οι πρακτικές

Στο «στόχαστρο» του υπουργείου Ανάπτυξης υπάρχουν και άλλες συνήθεις πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στη χώρα είναι εμπορική εταιρεία και όχι παραγωγική. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικές πρακτικές όπου επικεντρώνονται οι ελεγκτικές εταιρείες, όπως:

Το transfer pricing, δηλαδή η πρακτική υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων μέσω ενδοομιλικών συναλλαγών που αποσκοπεί στη συρρίκνωση της φορολογικής επιβάρυνσης ενός πολυεθνικού ομίλου μέσω του καθορισμού μη πραγματικών τιμών στις μεταξύ τους συναλλαγές.

Στο «στόχαστρο» του υπουργείου Ανάπτυξης μπαίνουν και άλλες συνήθεις πρακτικές για αύξηση του κόστους

Οταν μια πολυεθνική δεν παράγει προϊόντα σε μια χώρα αλλά μόνο τα εισάγει από τη θυγατρική της, έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει την τιμή στα επίπεδα που επιθυμεί, «ανεβάζοντας» τα δικαιώματα χρήσης του προϊόντος (τα λεγόμενα royalties).

Οταν υπάρχει παραγωγική δραστηριότητα (ή και εμπορική), υπάρχουν τα περιθώρια να διαμορφωθούν οι τιμές στα επίπεδα που θέλει η πολυεθνική, με την τιμολόγηση επί των πρώτων υλών και όχι επί του τελικού προϊόντος.

Η περίπτωση κατά την οποία μητρικές εταιρείες δανείζουν τις θυγατρικές με πολύ υψηλά επιτόκια, «φουσκώνοντας» εν τέλει και τις τελικές τιμές στο ράφι, ιδίως σε μικρότερες αγορές.

Ερευνα

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν «ΤΑ ΝΕΑ», συγκρίνοντας ηλεκτρονικά τις τιμές των κορυφαίων αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα και σε ακόμη έξι χώρες βάσει των μεριδίων αγοράς στην εκάστοτε χώρα, προκύπτουν ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις, γεγονός που αποδεικνύει την ανάγκη λήψης μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Για παράδειγμα, ένα προϊόν που συνδέεται με κάθε νοικοκυριό είναι τα σνακ, με τα πατατάκια να αποτελούν το πιο δημοφιλές έδεσμα της κατηγορίας. Η τιμή ανά συσκευασία στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή στη Γαλλία (3,38 ευρώ στην Ελλάδα έναντι 1,99 ευρώ στη Γαλλία).

Την ίδια ώρα, τα σοκολατένια κουφετάκια (250 gr) πολυεθνικού κολοσσού, τα οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλή παγκοσμίως, πωλούνται 3,68 ευρώ στην Ελλάδα, ενώ στην Ισπανία 3,09 ευρώ και στην Ιταλία 3,57 ευρώ/συσκευασία.

Σε ό,τι αφορά τα καθαριστικά και τα προϊόντα ατομικής υγιεινής, καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση, αλλά και πάλι οι Ελληνες καλούνται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους.

Η τιμή ενός πολύ γνωστού απορρυπαντικού ρούχων σε σκόνη (50 μεζούρες) είναι στην Ελλάδα 15,25 ευρώ, όταν στη Γαλλία είναι 19,04 ευρώ, στην Ιταλία 16,80, στην Ισπανία 12,85, στην Κύπρο 11,99, στην Πορτογαλία 15,90 και στη Μάλτα 14,49 ευρώ. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ελλάδα είχε την ακριβότερη τιμή με 19,85 ευρώ.

Και όλα αυτά, όταν στη σύγκριση δεν έχει ληφθεί υπόψη η μικρότερη αγοραστική δύναμη των ελλήνων καταναλωτών με εκείνους άλλων χωρών της ευρωζώνης.

Επιστολή Μητσοτάκη

Ο Πρωθυπουργός προτείνει «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανοπωλητών που εδράζονται στη διάκριση μεταξύ των λιανοπωλητών ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους και την εθνική αγορά που εξυπηρετούν και ειδικότερα σε πρακτικές που εμποδίζουν το παράλληλο εμπόριο και τις διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις».

Ταυτόχρονα επισημαίνει την ανάγκη να εμπλουτιστεί το Ενωσιακό Δίκαιο για την προστασία του ανταγωνισμού με διατάξεις που παρέχουν νέα εργαλεία και εξουσίες στις εθνικές Αρχές ανταγωνισμού αλλά και στην Κομισιόν για την αντιμετώπιση των αδικαιολόγητων «εδαφικών εφοδιαστικών περιορισμών» (territorial supply constraints – TSC).

Ουσιαστικά, όπως τονίζει η Αθήνα, το φαινόμενο των διαφοροποιημένων τιμών από την ίδια πολυεθνική εταιρεία πρακτικά για τα ίδια προϊόντα που παράγει και διαθέτει π.χ. στην ελληνική, τη γαλλική ή την ισπανική αγορά, αποκαλείται TSC και αποτελεί μια εμπορική πρακτική που δεν είναι παράνομη αλλά χρησιμοποιείται καταχρηστικά λόγω της ασύμμετρης δύναμης που έχουν οι πολυεθνικές έναντι μεμονωμένων κρατών – μελών αλλά και μεμονωμένων εμπόρων.

Η επιβολή υψηλών προστίμων και οι αντιρρήσεις

Από τον περασμένο Σεπτέμβριο οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης ξεκίνησαν έναν «ανένδοτο» κατά των πολυεθνικών εταιρειών που παραβιάζουν το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, επιβάλλοντας πρόστιμα αρκετών εκατ. ευρώ. Παράλληλα, έδωσαν έμφαση σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων όπου οι εν λόγω εταιρείες είχαν μεγάλα μερίδια αγοράς, ελέγχοντας εντατικά τα κοστολογικά στοιχεία.

Ενδεικτικά, το τελευταίο δεκάμηνο οι Johnson & Johnson Ελλάς, Procter & Gamble Ελλάδος, Ελαΐς Unilever, Colgate Palmolive, Jacobs Douwe Εgberts, Bic Βιολέξ και Friesland Campina πέρασαν από το «μικροσκόπιο» της ΔΙΜΕΑ που διαπίστωσε παραβίαση του νόμου για το μεικτό περιθώριο κέρδους, με τα πρόστιμα να ξεπερνούν τα 5,5 εκατ. ευρώ, ενώ συνολικά το 2023 η ΔΙΜΕΑ διενήργησε 25.267 ελέγχους και επέβαλε 1.865 πρόστιμα ύψους 12.806.000 ευρώ.

Από την πλευρά τους οι πολυεθνικές με δεκάδες brands και ηγεμονικά μερίδια στα ράφια των σουπερμάρκετ, πέραν της προσφυγής στα δικαστήρια για την επιβολή των προστίμων, ανέφεραν πως και ο ίδιος ο νόμος περί παραβίασης στο πλαφόν κέρδους είναι άδικος, με το επιχείρημα πως είναι λανθασμένος ο τρόπος υπολογισμού των κυρώσεων και δεν λαμβάνει υπόψη βασικές παραμέτρους του τρόπου λειτουργίας της αγοράς του λιανικού εμπορίου και των λογιστικών προτύπων.

Διαβάστε ακόμη: