Σε τέσσερις άξονες αναμένεται να κινείται η παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της διαφορετικής –στην πραγματικότητα διακριτικής– τιμολόγησης από τις πολυεθνικές.
Βεβαίως, όπως επισημαίνουν αναλυτές της αγοράς και εμπειρογνώμονες σε θέματα ανταγωνισμού, οι όποιες παρεμβάσεις σε νομοθετικό, και όχι μόνο, επίπεδο εναπόκεινται στο νέο Ευρωκοινοβούλιο που θα προκύψει από τις κάλπες της 9ης Ιουνίου και τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα συστηθεί ως αποτέλεσμα ακριβώς των ευρωεκλογών.
Σε μια βεβαίως ελεύθερη αγορά τα περιθώρια νομοθετικής παρέμβασης εκτιμάται ότι είναι περιορισμένα και ίσως εκεί που μπορεί να βασιστούν οι όποιες αποφάσεις είναι ακριβώς στο γεγονός ότι η διαφορετική, χωρίς βάσιμη αιτιολογία, τιμολόγηση από τις πολυεθνικές προσκρούει στο βασικότερο χαρακτηριστικό της Ε.Ε. που δεν είναι άλλο από την ενιαία αγορά.
Υπενθυμίζεται ότι χθες το πρωί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ προανήγγειλε την αποστολή επιστολής προς την επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με την οποία θα ζητεί την παρέμβαση των Βρυξελλών για το γεγονός ότι πολυεθνικές εταιρείες καταναλωτικών ειδών προβαίνουν σε διαφορετική τιμολόγηση των ίδιων ακριβώς προϊόντων.
Οι παρεμβάσεις τις οποίες αναμένεται να ζητήσει η ελληνική πλευρά είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, οι ακόλουθες:
• Να μην παρεμποδίζεται η ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, λόγω των πρακτικών που εφαρμόζουν οι πολυεθνικές και στην ουσία απαγορεύουν τις λεγόμενες παράλληλες εισαγωγές. Τι σημαίνει αυτό; Ενας λιανέμπορος δεν μπορεί να προμηθευτεί τα προϊόντα μιας πολυεθνικής από μια φθηνότερη αγορά, αλλά στην πραγματικότητα είναι υποχρεωμένος να τα προμηθεύεται από τη θυγατρική που θα του υποδειχθεί από τον όμιλο.
Παλαιότερα, μάλιστα, υπήρχαν γραπτές συμφωνίες οι οποίες όταν έπεφταν στην αντίληψη των αρχών ανταγωνισμού οδηγούσαν σε πρόστιμα.
Ενδεικτικά, η ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε το 2017 πρόστιμο ύψους 9,4 εκατ. ευρώ στην Colgate – Palmolive (τόσο στις θυγατρικές στην Ελλάδα όσο και στη μητρική) για την απαγόρευση των παράλληλων εισαγωγών στις εμπορικές συμφωνίες που είχε με μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, απαγόρευση που η παραβίασή της σήμαινε διακοπή της παροχής εκπτώσεων.
Από τους ελέγχους που πραγματοποίησε τότε η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι για την περίοδο 2001-2008, το 85%-95% των «συγκρίσιμων» προϊόντων ήταν ακριβότερα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ιταλία και μάλιστα το 40%-65% των εν λόγω προϊόντων ήταν ακριβότερα τουλάχιστον κατά 20%. Επίσης, το 73%-85% των προϊόντων ήταν ακριβότερα σε σχέση με την Ισπανία, αλλά και σε σχέση με τη Γαλλία και την Πορτογαλία.
Μελέτη που είχε πραγματοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2020 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι απώλειες για το σύνολο των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ενωση από τους λεγόμενους εδαφικούς περιορισμούς εφοδιασμού υπολογίζονται σε 14 δισ. ευρώ.
Πλέον, οι πολυεθνικές ακολουθούν πιο έμμεσες πρακτικές για να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς να κινδυνεύουν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας από αρχές ανταγωνισμού.
Ενα βασικό «όπλο» που έχει συζητηθεί και από τις ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού στο πλαίσιο του European Competition Network, ακριβώς επειδή είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι οι πολυεθνικές απαγορεύουν τις παράλληλες εισαγωγές, είναι η υλοποίηση μεγάλων συγκριτικών ερευνών για τιμές σε βασικά είδη.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και την περίοδο 1993-2011 όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποιούσε τις τιμές που ίσχυαν σε κάθε χώρα για τα αυτοκίνητα.
• Καταπολέμηση του φαινομένου της πώλησης του ίδιου προϊόντος σε διαφορετικές συσκευασίες με διαφορετικές ονομασίες μόνο και μόνο με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών εις βάρος των καταναλωτών.
• Καταπολέμηση του «αρμπιτράζ», δηλαδή της αγοράς προϊόντων φθηνά σε μια περιοχή και της πώλησης σε υψηλότερη τιμή σε άλλη περιοχή.
• Να μην υπάρχει γεωγραφική διάκριση τιμών. Το φαινόμενο αυτό με τα υπάρχοντα νομοθετικά εργαλεία, αλλά και τη νομολογία είναι δύσκολο να αντιμετωπισθεί. Προσφυγή σε αρχή ανταγωνισμού μπορεί να υπάρξει μόνον όταν μια εταιρεία που προβαίνει σε αυτή την πρακτική κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, καθώς και όταν υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές.
Οι πιο γνωστές υποθέσεις περί γεωγραφικής διάκρισης τιμών στην ευρωπαϊκή νομολογία είναι, πρώτον, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1975 κατά της αμερικανικής United Brands η οποία εμπορευόταν στην πάλαι ποτέ ΕΟΚ τις μπανάνες Chiquita και, δεύτερον, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1991 κατά της Tetra Pak.
H πρώτη πωλούσε τις μπανάνες με απόκλιση τιμής από χώρα σε χώρα ακόμη και κατά 80%, ενώ η δεύτερη διέθετε τα υλικά συσκευασίας και τις μηχανές της με απόκλιση τιμών από χώρα σε χώρα ακόμη και κατά 70%.
Πιο πιθανό, πάντως, νομοθετικό εργαλείο θεωρείται η θεσμοθέτηση του μέτρου της κανονιστικής παρέμβασης σε κοινοτικό επίπεδο πλέον, μέτρο που στην Ελλάδα υπάρχει εδώ και χρόνια (άρθρο 11 του νόμου 3959/2011).
Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο αυτό προβλέπει την εξέταση συγκεκριμένου κλάδου της οικονομίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και στη συνέχεια η αρχή λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για τη δημιουργία αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
Πρόσφατα, το μέτρο της κανονιστικής παρέμβασης θεσμοθέτησε η Γερμανία.
Διαβάστε ακόμη:
- Στο Μαξίμου η πρόταση του Mr. Survivor, Ατζούν Ιλιτζαλί, για την εξαγορά του ΣΚΑΪ
- Δημοσκόπηση Marc: Στο 33,8% η ΝΔ, στο 15,2% ο ΣΥΡΙΖΑ -Το προφίλ των αναποφάσιστων
- Ο viral σκύλος των Όσκαρ «αναστάτωσε» το κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Καννών
- Βραβεία Ελληνικής Κουζίνας 2024: Αυτά είναι τα 85 τοπ εστιατόρια, 74 εκτός Αθήνας