Η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση αναφορικά µε την ανάγκη σύσφιξης της νοµισµατικής πολιτικής από πλευράς κεντρικών τραπεζών.
Σε επίπεδο Ευρωζώνης οι αγορές ήδη προεξοφλούν ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στο άμεσο μέλλον και αύξηση κατά τουλάχιστον 50 µονάδες βάσης στο επιτόκιο καταθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας. Η αύξηση του επιτοκίου θεωρήθηκε επιβεβληµένη για την ανάσχεση των πληθωριστικών πιέσεων στην Ευρωζώνη, µε τον πληθωρισμό να καταγράφει για τον Σεπτέμβριο του 2022 τιµή 10%. Το νούμερο αυτό απέχει από το στόχο 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει ως βασικό καθήκον τη σταθερότητα του επιπέδου τιμών.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ, αξιοποιώντας το επιτόκιο ως εργαλείο άσκησης νοµισµατικής πολιτικής, προχώρησε σε αύξηση του επιτοκίου και αναµένεται συνέχεια µε τους αναλυτές να προεξοφλούν αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο 3% έως και τον ερχόμενο Ιούνιο. Τι σηµαίνει όµως η αύξηση των επιτοκίων για την οικονοµία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις; Απάντηση στο ερώτημα αυτό επιχειρούν να δώσουν τα «Οικονοµικά Χρονικά» του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ), όπου μέσα από τα άρθρα που φιλοξενούνται στο νέο τεύχος οι αρθρογράφοι αναφέρονται στις επιπτώσεις που προκαλούνται από την αύξηση των επιτοκίων.
Η αύξηση των επιτοκίων µεταφράζεται σε ακόµη µεγαλύτερες αυξήσεις στις δόσεις των δανείων στα προγράµµατα µε κυµαινόµενα επιτόκια που είναι συνδεδεµένα µε τους δείκτες euribor, ενώ αναµένεται να επιβαρύνει τις αποφάσεις για νέο δανεισµό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσµα. Έτσι, σύμφωνα με το ΟΕΕ, ∆ηµόσιο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα επηρεαστούν αρνητικά από την αύξηση των επιτοκίων και η δυναµική στην οικονοµία πιθανόν να ατονήσει. Ιδιαίτερα, όσοι εµφάνιζαν ήδη προβλήµατα στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, τώρα πλέον, σε περιβάλλον αυξηµένου επιτοκιακού κόστους, θα πιεστούν ακόμα περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονοµία εµφανίζει ορισµένες ιδιαιτερότητες, που θα µπορούσαν να περιορίσουν τον αρνητικό αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων. Συγκεκριµένα, όσοι επέζησαν της οικονοµικής κρίσης αναµένεται να αντέξουν και την άνοδο των επιτοκίων. Επίσης η ωρίµανση κρίσιµων επενδύσεων, ο έντονος τραπεζικός ανταγωνισµός, το Ταµείο Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας και οι συνεχιζόµενες ισχυρές ροές άµεσων ξένων επενδύσεων ελαχιστοποιούν τους κινδύνους από την άνοδο των επιτοκίων. Όσον αφορά το ∆ηµόσιο, η ευνοϊκή δοµή του χρέους, τα υψηλά ταµειακά αποθέµατα, σε συνδυασµό µε την εγρήγορση της ΕΚΤ, µέσω των στοχευµένων αγορών οµολόγων αλλά και το εργαλείο προστασίας του µηχανισµού µετάδοσης της νοµισµατικής πολιτικής (TPI), περιορίζουν τη µελλοντική αρνητική επίδραση της αύξησης των επιτοκίων.
Πόσο αντέχει η ελληνική οικονομία;
Τα πρόσφατα στοιχεία για την ελληνική οικονοµία πάντως, δείχνουν µια αξιοσηµείωτη ανθεκτικότητα και αναπτυξιακή δυναµική σε αντίθεση µε τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Σύμφωνα και με σχετικό άρθρο του Ναπολέοντα Μαραβέγια, Καθηγητή Πολιτικής Οικονοµίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών, πρώην υπουργού, πρώην Αντιπρύτανη, µέλους της Επιστηµονικής Επιτροπής του Γραφείου Προϋπολογισµού του Κράτους στη Βουλής, η αύξηση του ΑΕΠ το 2021 έφθασε στο 8,2%, αντισταθµίζοντας σχεδόν την ύφεση του 2020, λόγω της πανδηµίας.
Το πρώτο εξάµηνο του 2022 η ελληνική οικονοµία συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία µε αύξηση κατά 8% περίπου, ενώ οι εκτιµήσεις για ολόκληρο το έτος 2022 φθάνουν στο 5,5%, όταν στο µέσο όρο της ευρωζώνης η αύξηση του ΑΕΠ δεν αναµένεται να ξεπεράσει το 2,5-3%. Όσο για το 2023 στη χώρα µας αναµένεται αύξηση κατά 2,5%, όταν στην ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση δε θα ξεπεράσει το 1% µε πιθανότητα περαιτέρω µείωσης µε στασιµότητα και ύφεση. Το ερώτηµα που τίθεται είναι, πώς µπορεί να εξηγηθεί αυτή η αναπτυξιακή δυναµική στη χώρα µας και η µείωση της ανεργίας από 17% στο 12,5% τα τελευταία χρόνια;
Προφανώς, οι δηµόσιες δαπάνες για την αντιµετώπιση της πανδηµίας και πρόσφατα για την αντιστάθµιση του κόστους των καυσίµων, που υπολογίζονται σε περισσότερο από 50 δισ. ευρώ, συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης, ενώ οι συσσωρευµένες «αναγκαστικές» αποταµιεύσεις της περιόδου COVID κατευθύνθηκαν για κατανάλωση και εν µέρει για επένδυση (κατοικίες κυρίως). Προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και το µεγάλο τουριστικό ρεύµα προς τη χώρα µας τους τελευταίους µήνες. Επιπλέον, στην Ελλάδα υπάρχει η δυνατότητα µεγάλου µέρους των εργαζοµένων να προσαρµόσουν τις αµοιβές τους στο ύψος του πληθωρισµού, καθώς το ποσοστό των µη µισθωτών είναι σηµαντικό (40% περίπου).
Έτσι, οι µη µισθωτοί δεν υφίστανται µείωση της αγοραστικής τους δύναµης, όπως υφίστανται οι µισθωτοί, (εφόσον δεν αυξάνονται ανάλογα οι µισθοί) και µπορούν να συντηρούν αυξηµένη ζήτηση. Αντίθετα, στις περισσότερο αναπτυγµένες χώρες της Ευρώπης οι µισθωτοί αποτελούν τη µεγάλη πλειονότητα των εργαζοµένων (90%) και µε σταθερούς µισθούς υφίστανται τις συνέπειες του πληθωρισµού και συνεπώς περιορίζουν τη ζήτηση τους. Επίσης, η οικονοµική πολιτική της κυβέρνησης συνέβαλε στην αύξηση της κατανάλωσης µε τη µείωση των συντελεστών φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών και βέβαια στην αύξηση των επενδύσεων µε την ενίσχυση του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας. Έτσι, το διαθέσιµο εισόδηµα αυξήθηκε κατά 6% και οι ξένες επενδύσεις έφθασαν τα 4 δισ. ευρώ από την αρχή του 2022 µέχρι σήµερα.
Βεβαίως, η ανθεκτικότητα και η δυναµική της ελληνικής οικονοµίας µπορεί να περιορισθούν από µια σειρά παράγοντες όπως :
α) Η συνεχιζόμενη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και η πιθανή διακοπή της παροχής φυσικού αερίου. Η χώρα µας κινδυνεύει, βεβαίως, λιγότερο σε σχέση µε τις βορειότερες χώρες, διότι έχει λιγότερη εξάρτηση από τη Ρωσία, αξιοποιεί τις λιγνιτικές µονάδες, µεγάλο µέρος των αναγκών της προέρχεται από ανανεώσιμές πηγές, ο χειμώνας είναι ήπιος και η εκβιοµηχάνιση περιορισµένη.
β) Ο υψηλός πληθωρισμός 11,2% στην Ελλάδα σε σχέση µε 9,5% στο Μ.Ο. της ευρωζώνης διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Βέβαια, η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου διευκολύνει τις εξαγωγές, επιβαρύνει όµως ταυτόχρονα τις εισαγωγές καθώς τα προϊόντα της ενέργειας τιμολογούνται σε δολάρια.
γ) Η σηµαντική αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξάνει τις εισαγωγές προϊόντων καθώς η ελληνική εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να καλύψει την εγχώρια καταναλωτική και επενδυτική ζήτηση. Χρειάζεται συνεπώς αύξηση της βιοµηχανικής και αγροτικής παραγωγής και της παραγωγικότητας, που θα προκύψει µόνο µε συνεχή αύξηση των επενδύσεων, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση. ∆ιαφορετικά θα διευρύνεται το Έλλειµµα Τρεχουσών Συναλλαγών (ήδη βρίσκεται στο 6% του ΑΕΠ περίπου) παρά τη µεγάλη αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών (τουρισµός, ναυτιλία).
δ) Η παρατεταµένη εκλογική περίοδος µπορεί να προκαλέσει το γνωστό εκλογικό δηµοσιονοµικό κύκλο. Ο πειρασµός των προεκλογικών παροχών από την κυβέρνηση ελέγχεται µέχρι στιγµής, αλλά κινδυνεύει να παρασυρθεί από την πλειοδοσία της αντιπολίτευσης (όπως έγινε από την αξιωµατική αντιπολίτευση στην πρόσφατη ∆ιεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης). Όµως η διατήρηση της δηµοσιονοµικής ισορροπίας και η δηµιουργία πλεονασµάτων από το 2023 έχει συµφωνηθεί µε την ευρωζώνη και παρακολουθείται στενά από τις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, καθώς βρισκόµαστε σε αυξητική πορεία των επιτοκίων από την ΕΚΤ, λόγω του πληθωρισµού, το κόστος δανεισµού της χώρας µας µπορεί να εκτρέψει τη µέχρι τώρα συνετή δηµοσιονοµική διαχείριση µε οδυνηρές συνέπειες, ιδίως αν μετά τις εκλογές δεν επιτευχθεί πολιτική σταθερότητα.
Διαβάστε ακόμη:
- Το Μετρό στο Κολωνάκι, οι εργασίες, το εγκαταλελειμμένο εργοτάξιο και τα μαρούλια της Πλατείας
- Η αρχή για το ξέπλυμα της Κύπρου ζητεί στοιχεία για τη δράση 2 μοναχών του Αγίου Όρους
- Με το …φανάρι ψάχνουν τα τραπεζικά καταστήματα στην επαρχία
- Επίδομα θέρμανσης: Πώς θα πάρουν περισσότερα οι 3 κατηγορίες δικαιούχων