Να μην «ξεφύγουν» τα μπόνους και να διατηρηθούν σε φυσιολογικούς αριθμούς ζητάει από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γηραιάς Ηπείρου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία φοβάται το ενδεχόμενο επιδείνωσης του οικονομικού outlook στην Ευρωζώνη. 

Ο τραπεζικός επόπτης, συγκεκριμένα, έχει αξιώσει από τις επιμέρους εταιρείες του κλάδου να απέχουν από την καταβολή «γενναιόδωρων» μπόνους και μερισμάτων, εκτιμώντας ότι η ενεργειακή κρίση και το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων είναι πιθανό να επιφέρουν ένα νέο κύμα χρεοκοπιών στην οικονομία. 

Ένα σενάριο, το οποίο κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, δεδομένων των αναθεωρημένων προβλέψεων της ΕΚΤ, η οποία «βλέπει» μια αισθητή επιβράδυνση της ανάπτυξης το 2023, ως απόρροια των υψηλών τιμών ενέργειας, του επίμονου πληθωρισμού και της σφιχτής νομισματικής πολιτικής. 

Οι εντεινόμενες πιέσεις εκ μέρους της Φρανκφούρτης (έδρα της ΕΚΤ) επέρχονται ενόσω αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η UniCredit, η Commerzbank και η Deutsche Bank, έχουν σπεύσει να δώσουν ένα θετικό μήνυμα για την οικονομία και να ξεκαθαρίσουν ότι δεν απαιτείται μια αύξηση των προβλέψεων για μελλοντικές αθετήσεις πληρωμών.  

Από την πλευρά της, η ΕΚΤ θεωρεί ότι οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Ευρωζώνης τείνουν να υποβαθμίζουν τις υπάρχουσες προκλήσεις. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη απροθυμία των τραπεζών να εμπλακούν σε συζητήσεις για την εποπτεία. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα επίμονο μακροοικονομικό σοκ, το οποίο απαιτεί τη δέουσα προσοχή των εποπτών» τονίζει ο Andrea Enria, επικεφαλής της εποπτικής αρχής της ΕΚΤ.  

Η κεντρική τράπεζα, σε κάθε περίπτωση, έχει επανειλημμένως δηλώσει έτοιμη να παρέμβει, εφόσον κριθεί ότι το σχέδιο των τραπεζών για το «μοίρασμα» μπόνους και μερισμάτων είναι υπερβολικό σε σχέση με τους τους υψηλούς οικονομικούς κινδύνους.  

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, άλλωστε, η ΕΚΤ ανάγκασε αρκετές τράπεζες, όπως τις BNP Paribas, Deutsche Bank και UniCredit να περιορίσουν τη «δεξαμενή» των μπόνους και να περιορίσουν τη διανομή μερισμάτων προς τους μετόχους.  

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μπόνους, τα οποία συνήθως αποτελούν ένα μικρότερο χρηματικό ποσό σε σχέση με τα μερίσματα, τείνουν να «τρώνε» ένα σημαντικό μέρος των ταμειακών αποθεμάτων κάθε τράπεζας.  

Η πίεση της ΕΚΤ, ως εκ τούτου, φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα πρώτο «ανάχωμα» έναντι των τραπεζών, οι οποίες ετοιμάζονται να καταγράψουν ισχυρή κερδοφορία για την τρέχουσα οικονομική χρήση του 2022. Κι αυτή η κερδοφορία, εύλογα, έχει ανοίξει την όρεξη των τραπεζών για υψηλότερα μπόνους. 

Από την άλλη πλευρά, αρκετοί επικεφαλής και υψηλόβαθμα στελέχη του κλάδου θεωρούν ως υπερβολικές τις προειδοποιήσεις της ΕΚΤ, παραπέμποντας στο πρόσφατο παράδειγμα της πανδημίας, η οποία τελικά δεν οδήγησε σ’ ένα μαζικό κύμα αθετήσεων πληρωμών και χρεοκοπιών.  

Γι’ αυτό τον λόγο, δεν είναι λίγα τα τραπεζικά στελέχη, τα οποία σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ως πεσιμιστικές και ανεδαφικές τις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας για το μέγεθος και το εύρος των επιπτώσεων της εν εξελίξει αβεβαιότητας. 

Διαβάστε ακόμη: