Σε ακόμη μικρότερη μερίδα αγοραστών ενδέχεται να απευθύνονται πλέον και μελλοντικά οι γνωστές μάρκες πολυτελείας, αφού μία σειρά επώνυμων οίκων, συμπεριλαμβανομένων των Chanel, Louis Vuitton, Rolex και Bottega Veneta, ανεβάζει περαιτέρω τις τιμές.

Η τάση αυτή φαίνεται να συμπαρασύρει προς τα πάνω και τις τιμές προϊόντων από μάρκες μικρότερου βεληνεκούς, όπως η Versace. «Αποφασίσαμε πρόσφατα να ανεβάσουμε το επίπεδο της Versace. Πιστεύουμε ότι έχουμε το σωστό προϊόν. Πιστεύουμε ότι έχουμε τη σωστή θέρμη για τη μάρκα και ξέρουμε ότι πολλοί από τους ανταγωνιστές μας έχουν σημαντικά υψηλότερες τιμές από εμάς», τόνισε χαρακτηριστικά στο πλαίσιο του Συνεδρίου Λιανεμπορίου της Goldman Sachs ο Τζον Άιντολ, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Capri Holdings, στον οποίο εντάσσεται η Versace αλλά και πολλές ακόμη μάρκες πολυτελείας.

Στροφή

Παρότι η Versace έχει συνδεθεί άρρηκτα με την πολυτέλεια και τον πλούτο, βρισκόταν ανέκαθεν ένα σκαλί χαμηλότερα σε σχέση με τους μεγάλους οίκους όπως η Louis Vuitton, η Chanel, η Gucci και η Prada. Αφενός διότι είναι πολύ νεότερη: Iδρύθηκε το 1978, ενώ ορισμένοι Οίκοι έχουν ιστορία τουλάχιστον ενός αιώνα. Αφετέρου επειδή εστιάζει στην ένδυση, ενώ στη σχετική αγορά τα αξεσουάρ είναι κατά κύριο λόγο τα κομμάτια – ορόσημο.

Ωστόσο, με την κυκλοφορία της κολεξιόν Fendace πριν από μερικούς μήνες (το «παιδί» της συνεργασίας Versace και Fendi) η εταιρεία απέδειξε ότι στρέφει πλέον την προσοχή της περισσότερο στα αξεσουάρ. Εξ ου και η Capri δήλωσε αισιόδοξη ότι τα ετήσια έσοδα της Versace θα αυξηθούν στα 2 δισ. δολάρια, από 1,2 δισ. δολάρια το 2021.

Ο «πόλεμος» των τιμών

Αυτή τη στιγμή, η τιμή για τις περισσότερες τσάντες της Versace κινείται μεταξύ 1.000 και 3.000 δολαρίων, ενώ αντίστοιχα οι τσάντες της Dior και της Gucci πωλούνται μεταξύ 3.000 και 5.000 δολαρίων. Μάλιστα, ορισμένα στυλ τσαντών στη Chanel φτάνουν τα 10.000 δολάρια, μία τιμή που παλιότερα θεωρείτο ότι έφτανε μόνο η Hermes.

Οι τιμές ανεβαίνουν και για τις υπόλοιπες εταιρείες υπό την ομπρέλα της Capri. Ενδεικτικά, οι τιμές των αξεσουάρ της Michael Kors έχουν αυξηθεί κατά περίπου 25% τα τελευταία δυόμισι χρόνια, καθώς και οι τιμές στα παπούτσια Jimmy Choo έχουν ανέβει αισθητά το 2022. Ο Άιντολ σημείωσε μάλιστα ότι το 2023 οι αυξήσεις θα συνεχιστούν.

Τι «σπρώχνει» τις τιμές

Η συνεχής άνοδος των τιμών στα προϊόντα πολυτελείας αποδίδεται εν μέρει στη «ζημιά» που έχει προκαλέσει η αγορά από δεύτερο χέρι, όπως σημείωσε πριν από μερικές εβδομάδες ο Άιντολ στο πλαίσιο ανάλυσης των εταιρικών αποτελεσμάτων. «Πιστεύω ότι η αγορά από δεύτερο χέρι δημιούργησε μία άνεση με τον κόσμο της πολυτέλειας σε ορισμένα άτομα, τα οποία όχι μόνο μπορούν να αγοράσουν και να απολαύσουν τα προϊόντα, αλλά διαβλέπουν παράλληλα και τη σημασία της δυνατότητας μεταπώλησης», σημείωσε ο Άιντολ.

Εξάλλου, το στίγμα που υπήρχε παλιότερα για την αγορά μεταχειρισμένων σταδιακά καταρρίπτεται και πλέον πολλές πλατφόρμες έχουν απλοποιήσει την πραγματοποίηση τέτοιου είδους συναλλαγών. Ως αποτέλεσμα, η αγορά προϊόντων από δεύτερο χέρι εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να διογκώνεται με ρυθμό περίπου 10% ετησίως. Πέρυσι, η αποτίμηση της αγοράς ανερχόταν στα 32,61 δισ. δολάρια και αναμένεται να φτάσει τα 51,77 δισ. δολάρια μέχρι το 2026.

Παρότι η αξία των τσαντών πολυτελείας τείνει να μειώνεται στο χρόνο – σε αντίθεση με τα ρολόγια φερειπείν – συνεχώς αυξάνονται οι περιπτώσεις προϊόντων των οποίων η τιμή αυξάνεται με τη μεταπώληση. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η τιμή των προϊόντων – σε καλή κατάσταση – από δεύτερο χέρι, φτάνει να ξεπερνά την αρχική τους αξία.

Διαβάστε ακόμη: