Το κατά πόσο οι ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μπορούν να συνεχιστούν, εξετάζει σε σημερινή ανάλυσή της η UBS, έπειτα από τη μέση ανάπτυξη του 7,2% το 2021-2022, την έγκαιρη απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, την ανάκαμψη του τουρισμού και τη μείωση του χρέους κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες.

Όπως σημειώνει η UBS, οι επενδυτές αναρωτιούνται εάν οι επιδόσεις αυτές θα έχουν και συνέχεια και εστιάζουν σε τέσσερα βασικά ζητήματα:

– Τις επιπτώσεις στην οικονομία από τις φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές και πλημμύρες).

– Την έκθεση της Ελλάδας στις δυσμενείς για την ανάπτυξη τάσεις που επικρατούν στην Ευρώπη.

– Τον ρυθμό και τη σημασία των αναβαθμίσεων στην πιστοληπτική αξιολόγηση.

– Το κατά πόσο θα συνεχιστεί η ανατιμολόγηση των τραπεζών καθώς τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια κορυφώνουν και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται.

Συνολικά, η UBS σημειώνει ότι οι εκπληκτικές επιδόσεις του 2021-2022 δεν μπορούν να επαναληφθούν και πλέον η ανάπτυξη θα είναι πιο σταδιακή, όμως παραμένει εποικοδομητική για την ελληνική οικονομία λόγω της ανθεκτικότητας της ανάπτυξης (με τη βοήθεια των κοινοτικών κονδυλίων), του ήπιου πληθωρισμού, των υγιών τάσεων στον τουρισμό και της διατηρήσιμης μείωσης του χρέους.

Ανάπτυξη – Οι επιπτώσεις από τις φυσικές καταστροφές

Η UBS υποβαθμίζει τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη του 2023 και του 2024 στο 3%, από 4,1% και 3,2% αντίστοιχα.

Ο οίκος εκφράζει ανησυχία για τις επιπτώσεις που θα έχουν στην οικονομία οι πλημμύρες, με δεδομένο ότι η περιοχή που επλήγη είναι σημαντική για τη γεωργία και άρα θα υπάρξουν άμεσες και έμμεσες συνέπειες.

Παρόλα αυτά, οι αναλυτές τονίζουν ότι οι νέες τους εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία είναι 120 μονάδες βάσης υψηλότερες από τις προβλέψεις της αγοράς για το 2023 και 150 μονάδες βάσης για το 2024.

Το «βαρίδι» από την ευρωπαϊκή οικονομία

Ιστορικά, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης, καθώς η μείωση της δραστηριότητας στην Ευρωζώνη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε 1,1-1,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη ανάπτυξη στην Ελλάδα (λόγω της μεγάλης εξάρτησης σε εξαγωγές και τουρισμό).

Όμως, αυτή τη φορά, η UBS πιστεύει ότι η ευαισθησία αυτή είναι χαμηλότερη λόγω της υψηλής διαθεσιμότητας κοινοτικών κονδυλίων, της καλύτερης κατάστασης του τραπεζικού συστήματος και της πιο βιώσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της Ελλάδας.

Το όφελος από την επενδυτική βαθμίδα

Αφότου η Ελλάδα εξασφάλισε αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τις DBRS, Scope και R&I, το ενδιαφέρον τώρα στρέφεται στις αποφάσεις της S&P (10 Οκτωβρίου) και Fitch (1η Δεκεμβρίου) που θα επιτρέψουν στη χώρα να μπει στο χαρτοφυλάκιο περισσότερων funds.

Ωστόσο, καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι χαμηλότερες από εκείνες των ιταλικών τίτλων (που έχουν αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και άρα μπορούν να αγοραστούν από αυτά τα funds), η UBS θεωρεί ότι η αγορά έχει προεξοφλήσει την αναβάθμιση της Ελλάδας.

Ενώ η απόδοση του 10ετούς θα μπορούσε να υποχωρήσει περαιτέρω, τα περιθώρια συρρίκνωσης του spread θεωρούνται περιορισμένα.

Πάντως, η UBS εκτιμά ότι η απόδοση του γερμανικού 10ετούς θα πέσει στο 0,9% έως τα τέλη του 2024, κάτι που θα μπορούσε να πυροδοτήσει σημαντική μείωση της απόδοσης των ελληνικών τίτλων τον επόμενο χρόνο.

Το re-rating των τραπεζών έχει σχεδόν ολοκληρωθεί

H UBS θεωρεί ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των ελληνικών τραπεζών πλησιάζουν στην κορύφωσή τους (μάλλον το τρίτο τρίμηνο), άρα η αύξηση των προ προβλέψεων κερδών θα επιβραδυνθεί σημαντικά το επόμενο έτος.

Η επιστροφή των μερισμάτων θα είναι ο επόμενος καταλύτης για τον κλάδο.

Και ενώ ο οίκος πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν την προοπτική σημαντικής διανομής κεφαλαίων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εντούτοις βραχυπρόθεσμα, οι μερισματικές αποδόσεις τους θα είναι χαμηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Διαβάστε ακόμη: