Φορτσάρει το ΥΠΕΝ για Standalone μπαταρίες και θέλει να ολοκληρώσει διαγωνισμό 175 Μεγαβάτ ακόμη και τον Μάιο. Παράλληλα αναμένονται δύο ακόμη δημοπρασίες 700-800 Μεγαβάτ έως το τέλος της χρονιάς.

Ο διαγωνισμός για τα έργα συνολικής ισχύος 175 Μεγαβάτ, η επενδυτική ενίσχυση των οποίων θα προέλθει από το REPowerEU, είναι το άμεσο στοίχημα του ΥΠΕΝ για τη στήριξη standalone μπαταριών και με αυτό τον τρόπο, για τη διείσδυση μονάδων αποθήκευσης στο εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα.

Από τα 795 εκατ. ευρώ του REPowerEU, για τη στήριξη στο CAPEX επιπλέον standalone μπαταριών, σε σχέση με τα κεφάλαια που ήδη προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα διατεθούν 85 εκατ. ευρώ.

Ο έκτακτος διαγωνισμός θα αφορά αποκλειστικά μπαταρίες διάρκειας 2 ωρών (MWh/MW). Επίσης, στόχος του ΥΠΕΝ είναι η προκήρυξη να «τρέξει» το αμέσως επόμενο προσεχές διάστημα, ώστε η ανταγωνιστική διαδικασία να διεξαχθεί ακόμη και μέσα στον Μάιο.

Μετά αυτή τη δημοπρασία, τη σκυτάλη θα πάρει ο επόμενος, τρίτος κατά σειρά διαγωνισμός που προβλέπεται στο υφιστάμενο σχήμα.

Ο διαγωνισμός αυτός θα αφορά σε μπαταρίες διάρκειας 4 ωρών (MWh/MW), οι οποίες με βάση την Υπουργική Απόφαση για το διαγωνιστικό σχήμα, προορίζονται για εγκατάσταση σε κάποια από τις πρώην λιγνιτικές περιοχές. Ωστόσο, είναι πιθανό οι περιοχές εγκατάστασης να διευρυνθούν.

Η μείωση της επενδυτικής ενίσχυσης από τον πρώτο στον δεύτερο διαγωνισμό (από τα 200.000 ευρώ ανά Μεγαβάτ στα 100.000 ευρώ ανά Μεγαβάτ) διεύρυνε το χαρτοφυλάκιο που πρόκειται να λάβει λειτουργική και επενδυτική ενίσχυση.

Το «έξτρα» χαρτοφυλάκιο υπολογίζεται σε 400-500 Μεγαβάτ και θα δημοπρατηθεί σε ένα διακριτό, επιπλέον διαγωνισμό.

Ήδη έχουν διεξαχθεί δύο δημοπρασίες, για συνολική ισχύ 700 Μεγαβάτ περίπου. Τα έργα αυτά, σε συνδυασμό με όσα πρόκειται να δημοπρατηθούν στις επόμενες τρεις ανταγωνιστικές διαδικασίες, αθροίζουν ένα portfolio συνολικής ισχύος 1.575 – 1.675 Μεγαβάτ.

Ωστόσο, οι αλλαγές που επήλθαν στην πορεία, όπως η αύξηση της δημοπρατούμενης ισχύος, σημαίνει πως το ΥΠΕΝ θα πρέπει να επανυποβάλει στο σχήμα προς έγκριση στην Κομισιόν.

Όλοι οι διαγωνισμοί θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στο 2024. Στόχος του ΥΠΕΝ είναι να «τρέξουν» όσο το δυνατόν πιο σύντομα οι διαδικασίες από εδώ και πέρα, με δεδομένες τις ανελαστικές προθεσμίες που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης – και το REPowerEU, που αποτελεί ουσιαστικά συμπλήρωμα του «Ελλάδα 2.0».

Όπως είναι γνωστό, στο σύνολο του χαρτοφυλακίου θα πρέπει να έχει υλοποιηθεί μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου του 2025. ΤτΕ: Ανησυχητικό το παγκόσμιο χρηματοδοτικό έλλειμμα για τις επενδύσεις της πράσινης μετάβασης.

Πράσινα συμβόλαια στη βιομηχανία: τελειώνει ο χρόνος

Τελευταίο δεκαήμερο για την υπογραφή πράσινων συμβολαίων των παραγωγών ΑΠΕ με βιομηχανικούς καταναλωτές.

Πηγές της αγοράς υπογραμμίζουν ότι υπάρχει έντονη κινητικότητα για το κλείσιμο συμφωνιών, επιχειρώντας εκατέρωθεν να επωφεληθούν των προβλέψεων της τροπολογίας.

Οι παραγωγοί ΑΠΕ επιδιώκουν να «αντιστοιχηθούν» με ένα βιομηχανικό καταναλωτή προκειμένου να ενταχθούν στη ρύθμιση και να λάβουν Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης κατά αποκλειστική προτεραιότητα όπως προβλέπεται, γεγονός που θα ανοίξει τον δρόμο για την υλοποίηση των έργων και από την άλλη οι βιομηχανικοί καταναλωτές πιέζουν για χαμηλότερες τιμές, έχοντας σαφές πλεονέκτημα στο «στίβο» της διαπραγμάτευσης βάσει των υφιστάμενων συνθηκών.

Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί στις 19 Απριλίου εκτός εάν δοθεί μικρή παράταση ως το τέλος του μήνα. Το περιθώριο δόθηκε για την σύναψη PPAs από την ημέρα ψήφισης της τροπολογίας, δηλαδή 14 Μαρτίου.

Υπενθυμίζεται ότι εντός του προαναφερόμενου διαστήματος των 35 ημερών, θα πρέπει να προχωρήσει η υποβολή στον ΑΔΜΗΕ και στη Διεύθυνση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εναλλακτικών Καυσίμων του ΥΠΕΝ αντίγραφο της διμερούς σύμβασης, καθώς και υπεύθυνες δηλώσεις από τον κάτοχο των σταθμών ΑΠΕ και τον εκπρόσωπο του ενεργοβόρου βιομηχανικού καταναλωτή.

Οι τιμές κυμαίνονται έως και κάτω από τα 50 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, επίπεδα πρωτόγνωρα σε σχέση με μερικούς μήνες πριν.

Ο λόγος της υποχώρησης των τιμών σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με πριν οφείλεται αφενός στην αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας που πλέον έχει δώσει «ανάσα» στους βιομηχανικούς καταναλωτές και αφετέρου στην μεγάλη προσφορά έργων ΑΠΕ που ξεπερνάει κατά πολύ την όποια ζήτηση.

Άλλο πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις αποτελεί η τεχνολογία των έργων ΑΠΕ καθώς τα αιολικά εγγενώς ως τεχνολογία έχουν πιο σταθερό προφίλ παραγωγής, πράγμα που προτιμάται καθώς προσφέρει μακροπρόθεσμα σταθερότητα με καλύτερο οικονομικό αποτύπωμα σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά.

Βέβαια, να διευκρινίσουμε ότι η παραπάνω διαπίστωση δεν αφήνει εκτός κάδρου τα φωτοβολταϊκά, εντούτοις, όπως μεταφέρουν πηγές της αγοράς που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις διαδικασίες, αποτυπώνει μια προτίμηση.

Άλλος όρος για την ευτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων αποτελεί η πιστοληπτική ικανότητα του αντισυμβαλλόμενου μέρους (off-taker) καθώς οι τράπεζες θέτουν ως προϋπόθεση την αξιοπιστία του προκειμένου να προχωρήσουν στην χρηματοδότηση του έργου. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά «οι τράπεζες δεν είναι αρνητικές, αρκεί να είναι αξιόπιστος ο off-taker».

Όπως λένε στο ΣΕΒ «σε διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης έχουν τεθεί και οι υφιστάμενες συμφωνίες αγοροπωλησίας πράσινης ενέργειας, δεδομένου ότι οι αρχικοί όροι, βάσει των οποίων συνάφθηκαν, έχουν υποστεί μεταβολές. Το πρώτο στοιχείο αφορά την υποχώρηση των τιμών και το δεύτερο εξίσου βασικό στοιχείο αποτελεί ο ορίζοντας υλοποίησης των έργων».

Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, η ολοκλήρωση των έργων προγραμματιζόταν για το 2025 ενώ πλέον η έναρξη λειτουργίας πηγαίνει δύο χρόνια πίσω, δηλαδή εντός του 2027, γεγονός που επιτάσσει, όπως σημειώνουν, την επαναδιαπραγμάτευση των εν λόγω συμβάσεων, δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη αλλάζει άρδην την όλη συμφωνία.

Στουρνάρας: Να προχωρήσει η τραπεζική ένωση για θωρακιστεί η οικονομία

Στουρνάρας: παγκόσμιο χρηματοδοτικό έλλειμμα για πράσινες επενδύσεις

Την ανάγκη να υπάρξουν μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ροές ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης, αναδεικνύει η έκθεση για το 2023 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, επικαλούμενη ανάλυση του Global Stocktake.

Η ανάλυση σημειώνει και τη σημασία για πιο αποφασιστικές και αποτελεσματικές στρατηγικές, όπως τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στη λήψη των αποφάσεων, καθώς και τη μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς την πρόοδο προσαρμογής στους κλιματικούς στόχους.

Όπως τονίζει η ΤτΕ, παρά το γεγονός ότι η Πράσινη Συμφωνία έθεσε ως στόχο τα 100 δισ. δολάρια ετησίως για τη συνεισφορά των ανεπτυγμένων χωρών στη διεθνή χρηματοδότηση για το κλίμα έως το 2025, υπήρξε χρηματοδοτικό κενό ύψους 192 δισ. δολάρια από το 2015 έως το 2022 σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.

Για το λόγο αυτό κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της χρηματοδότησης για το κλίμα από όλες τις πηγές, ιδιωτικές, δημόσιες, εγχώριες ή διεθνείς, με τις ανεπτυγμένες χώρες να παρέχουν χρηματική βοήθεια και υποστήριξη προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Σημειώνεται ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας από τους μεγαλύτερους χορηγούς χρηματοδότησης για το κλίμα παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, το 2022 συνεισέφερε 28,5 δισ. ευρώ για χρηματοδότηση δράσεων για το κλίμα από δημόσιες πηγές, όπως φαίνεται και από το παρακάτω διάγραμμα.

Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η έκθεση εκτιμάει πως οι επισημάνσεις του Global Stocktake επιβεβαιώνονται και επαυξάνονται από την πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή. Εκεί προτείνονται τόσο άμεσα όσο και μεσοπρόθεσμα μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2030 και το 2050.

Σε έκθεση της Κομισιόν, που δημοσιεύθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2024, υπολογίζεται ότι, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των εκπομπών κατά 90% έως το 2040 και πλήρης κλιματική ουδετερότητα στην οικονομία της ΕΕ έως το 2050, θα απαιτηθούν επενδύσεις 1,53 τρισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2031-2050 (660 δισ. ευρώ ετησίως χωρίς το κόστος επενδύσεων στις μεταφορές και αγοράς νέων οχημάτων, το οποίο υπολογίζεται σε 870 δισ. ευρώ ετησίως).

Η περιβαλλοντική καταστροφή με τα «μάτια» της ΑΙ

Μείωση των εκπομπών ρύπων στην Ελλάδα

Όπως αναδεικνύει η έκθεση, το 2021 η αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ήταν η μεγαλύτερη σε απόλυτους όρους ετησίως στην ΕΕ από το 1990, ενώ οι δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ενέργεια αποτέλεσαν τη σπουδαιότερη πηγή, με ποσοστό 80,4%.

Αντίθετα, σε ότι αφορά την Ελλάδα, οι εκπομπές το 2021 ανήλθαν σε 77,5 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2, παρουσιάζοντας μείωση κατά 25,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Η μείωση αυτή, προήλθε κυρίως από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με την ενέργεια.

Συγκεκριμένα, οι εκπομπές από την ενέργεια το 2021 αντιπροσώπευαν το 69,2% των συνολικών εκπομπών του θερμοκηπίου και μειώθηκαν κατά περίπου 30,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, η σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών και η εισαγωγή φυσικού αερίου στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες μείωσης των εκπομπών από την ενέργεια για την περίοδο 1990-2007.

Η πτώση των εκπομπών την περίοδο 2008-2019 ήταν 34,9%, λόγω της οικονομικής ύφεσης στην αρχή της περιόδου, αλλά και λόγω μέτρων όπως η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα, καθώς και των δράσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.

Επιπλέον, η μεγάλη πτώση που παρατηρήθηκε το 2020 σε σχέση με το 2019 αποδίδεται κυρίως στη σημαντική μείωση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από υψηλότερο μερίδιο φυσικού αερίου και ΑΠΕ σε σύγκριση με προηγούμενα έτη, καθώς και στους περιορισμούς στις μεταφορές λόγω της πανδημίας.

Διαβάστε ακόμη: