Τις λίγες τελευταίες ημέρες, η χονδρική τιμή του ρεύματος ξεπέρασε τα 80 ευρώ/MWh κινείται δηλαδή αισθητά πάνω από το μέσο όρο του Φεβρουαρίου.

Συγκεκριμένα για σήμερα η τιμή του ρεύματος θα ανέλθει στα 81,85 ευρώ/MWh ενώ χθες ήταν στα 80,98 ευρώ/MWh.

Η τιμή αυξήθηκε κατά 1,08% ενώ σε σχέση με την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου, που η τιμή ήταν στα 66,4 ευρώ/MWh η αύξηση ήταν 21,96%.

Οι ημέρες αυτές κινούνται αρκετά πάνω από το μέσο όρο του Φεβρουαρίου που είναι 75,03 ευρώ/MWh.

Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, η σημερινή τιμή κατατάσσει την Ελληνική αγορά ως την 4η ακριβότερη, πίσω μόνο από την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ουκρανία.

Η άνοδος της τιμής δεν οφείλεται στην τιμή του αερίου που παραμένει σε χαμηλά επίπεδα κοντά στα 23 ευρώ/MWh αλλά αντίθετα αποδίδεται στο ενεργειακό μείγμα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ενεργειακού χρηματιστηρίου το φυσικό αέριο κυριαρχεί, με τις ΑΠΕ που μειώνουν το κόστος να εμφανίζονται σημαντικά μειωμένες.

Συγκεκριμένα οι μονάδες του φυσικού αερίου θα έχουν σήμερα μερίδιο 40,78%, ακολουθούν οι εισαγωγές με μερίδιο 25,14% ενώ οι ΑΠΕ θα περιοριστούν μόλις στο 20,34%.

Αξιοσημείωτο μερίδιο έχουν και οι λιγνίτες με 6,48% αλλά και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά με 4,3%. Προχθές όταν η τιμή ήταν μόλις 66,4 ευρώ/MWh, οι ΑΠΕ είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα με σχεδόν 40%.

Πάντως η αύξηση των τιμών το τελευταίο διήμερο δεν επηρεάζει ακόμη το συνολικό μέσο όρο του Φεβρουαρίου που παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από τον Ιανουάριο όταν η τιμή ήταν πάνω από τα 93 ευρώ/MWh.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με βάση την τρέχουσα εικόνα οι τιμές λιανικής θα είναι σημαντικά χαμηλότερες το Μάρτιο, σε σύγκριση με τα τιμολόγια του Φεβρουαρίου.

Ο μέσος όρος των πράσινων τιμολογίων το Φεβρουάριο ήταν 13,3 λεπτά/KWh ενώ με βάση την τρέχουσα εικόνα της αγοράς χονδρικής, οι τιμές του Μαρτίου φαίνεται ότι θα κινηθούν κάτω από τα 10 λεπτά/KWh.

Οι ΑΠΕ επανακαθορίζουν την ελληνική αγορά ηλεκτρισμού

Πρόσφατα η ελληνική αγορά χονδρικής βρέθηκε μετά από πολύ καιρό κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο των τιμών.

Συγκεκριμένα η μέση τιμή εκκαθάρισης της αγοράς ήταν 86,84 ευρώ/MWh όταν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη κινήθηκαν μεταξύ 59 και 103 ευρώ/MWh.

Σημειώνεται ότι καταγράφηκε χαμηλό 21 εβδομάδων στην τιμή χονδρικής του ρεύματος, η οποία οφειλόταν στην υψηλή παραγωγή των ΑΠΕ, που ξεπέρασε τις 400GWh.

Συγκεκριμένα, οι μονάδες ΑΠΕ είχαν ημερήσια παραγωγή 60GWh και είδαν τη συνεισφορά τους στο εβδομαδιαίο μείγμα να διαμορφώνεται στο 49%.

Η συνολική παραγωγή των ΑΠΕ σε εβδομαδιαίο επίπεδο, διαμορφώθηκε στις 419GWh που ήταν υψηλό 17 εβδομάδων.

Η παραγωγή αυτή ήταν κατά 79% υψηλότερη από την προηγούμενη εβδομάδα και κατά 26% μεγαλύτερη από τη μέση εβδομαδιαία παραγωγή του 2023.

Αντίστοιχα η παραγωγή φυσικού αερίου ήταν 213GWh ή αλλιώς 25% του εβδομαδιαίου μείγματος, των υδροηλεκτρικών 67GWh ή αλλιώς 8% του εβδομαδιαίου μείγματος και των λιγντικών 34GWh ή αλλιώς 4% του εβδομαδιαίου μείγματος.

Ουσιαστικά δηλαδή, η ελληνική αγορά βρέθηκε κοντά στο μέσο όρο των ευρωπαϊκων αγορών όσον αφορά στην τιμή, εξαιτίας της καθοριστικής συμβολής των ΑΠΕ.

Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική αγορά εμφανίζει παραδοσιακά υψηλότερες τιμές και συγκαταλέγεται μεταξύ των 3- 4 ακριβότερων αγορών της Ευρώπης.

Κατά συνέπεια, όπως φάνηκε και από την εξέλιξη των τιμών την περασμένη εβδομάδα, μοναδική διέξοδος για να πιεστούν οι τιμές χονδρικής προς τα κάτω και να συγκλίνει η ελληνική αγορά με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών τιμών είναι η ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα.

ΑΠΕ: Το φθινόπωρο οι νέοι διαγωνισμοί - Απλούστερες διαδικασίες στα πολύ μικρά έργα

Τι σημαίνει η μεγάλη συμμετοχή ΑΠΕ στο μείγμα καυσίμων

Η μεγάλη συμμετοχή ΑΠΕ, έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη ζήτηση συμβατικής ηλεκτρικής ενέργειας και την προσφορά τους ενίοτε σε τιμές κάτω του κόστους και αυτό ακριβώς είναι που οδηγεί σε χαμηλή μέση ημερήσια τιμή.

Ταυτόχρονα είναι ένα πρόβλημα που έχει έγκαιρα επισημανθεί από το 2021.

Συγκριτικά, για συμμετοχή 90% ΑΠΕ και 10% Υδροϋλεκτρικών η μέση τιμή θα ήταν 96,2€/MWh που δεν είναι και χαμηλή με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Αυτές οι υψηλές τιμές προσελκύουν ασφαλώς ξένες επενδύσεις στις ΑΠΕ, αλλά το διαφορικό κόστος μεταφέρεται στους καταναλωτές και στην εθνική οικονομία.

Στις παρούσες συνθήκες το μεταβλητό κόστος φυσικού αερίου είναι χαμηλό κατ’ εξαίρεση, όπως ήταν και το 2020 πριν από την ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε πριν από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Δεν παύει όμως η συγκυρία αυτή να είναι προσωρινή. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.

Ο λιγνίτης καλύπτει τα ενεργειακά κενά και «είναι το υποζύγιο της φθηνής κιλοβατώρας», αλλά ανεπιθύμητος σε μια ΔΕΗ που προκρίνει την εταιρική κερδοφορία, κριτήριο αναμενόμενο για μια πολυεθνική εταιρία.

Δεν παύει όμως η πολιτική αυτή να είναι εις βάρος της εθνικής οικονομίας, ενώ θα μπορούσε η σημαντική μετοχική συμμετοχή του Δημοσίου στη ΔΕΗ να αξιοποιηθεί, ώστε το Δημόσιο να μην είναι ο ουραγός.

Συμπερασματικά, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς, άλλοτε είναι οικονομικότερο το φυσικό αέριο και άλλοτε ο λιγνίτης και αλληλοσυμπληρώνονται.

Δεν πρέπει να παραβλέπεται όμως ότι ο λιγνίτης είναι το μόνο ενεργειακό καύσιμο στη χώρα μας που προσφέρει ενεργειακή ασφάλεια, ουσιαστική συμβολή στη τοπική οικονομία και σταθερό κόστος.

Από την άλλη πλευρά, τα πλεονεκτήματα που αναγνωρίζονται στο φυσικό αέριο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε σύγκριση με το λιγνίτη, είναι ότι το φυσικό αέριο θεωρείται φθηνότερο και καθαρότερο καύσιμο.

Σήμερα, που λειτουργεί η σύγχρονη λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5, η σύγκριση αυτή έχει παύσει να είναι μονοσήμαντη και εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς και τους περιβαλλοντικούς κανόνες μετριασμού ρύπων.

Η οικονομική σχέση μάλιστα εξαρτάται συγκεκριμένα από δύο μεταβλητές, την τιμή του φυσικού αερίου και την τιμή δικαιώματος εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.

Περιβαλλοντικά το φυσικό αέριο θεωρείται καθαρότερο γιατί εκπέμπει περί τα 400 κιλά διοξειδίου του άνθρακα ανά μεγαβατώρα παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η νέα λιγνιτική μονάδα εκπέμπει χίλια περίπου.

Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια γιατί το φυσικό αέριο από την παραγωγή μέχρι την καύση εκπέμπει μεθάνιο που, επιστημονικά δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι επιβλαβέστερο, τόσο στο περιβάλλον, όσο και στην υγεία. Και ενώ το διοξείδιο του άνθρακα τιμωρείται με το «φόρο» δικαιώματος εκπομπής, το μεθάνιο περιέργως για λόγους ενεργειακής πολιτικής έχει ασυλία στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Η διαφοροποίηση περιβαλλοντικής και ενεργειακής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σαφής και σταθερά έχει το προβάδισμα η δεύτερη. Για να είναι αντικειμενική, αλλά και περιβαλλοντικά συνεπής, η σύγκριση θα πρέπει να συνυπολογίζει και το μεθάνιο στην ηλεκτροπαραγωγή, οπότε ο λιγνίτης θα είναι πρακτικά ισοδύναμος με το φυσικό αέριο.

Είναι όμως ζήτημα χρόνου και πολιτικής πιστεύω, να συνυπολογισθεί «φόρος» και για το μεθάνιο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η αρχή γίνεται στη ναυτιλία από το 2026, οπότε προβλέπεται «ποινή» για την διαρροή μεθανίου, όταν χρησιμοποιείται LNG ως καύσιμο.

Η σύγκριση κόστους κατά προσέγγιση και επειδή το κόστος λειτουργίας σταθμού ηλεκτροπαραγωγής είναι συγκρίσιμο για το λιγνίτη και το φυσικό αέριο, έχει μεταβλητό κόστος που περιλαμβάνει το κόστος καυσίμου και την επιβάρυνση για το διοξείδιο του άνθρακα.

Τέλος να θυμίσουμε πως οι κύριες παράμετροι κόστους είναι το κόστος δικαιώματος εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα και το κόστος φυσικού αερίου σε ευρώ ανά μεγαβατώρα ενεργειακού περιεχομένου του αερίου.

Διαβάστε ακόμη: