Την αξιοποίηση του κάθετου διαδρόμου μεταφοράς ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη επιδιώκει η ΔΕΗ, σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο 2026 – 2028 που παρουσίασε χθες 19 Νοεμβρίου ο πρόεδρος και CEO Γιώργος Στάσσης.
Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Επιχειρησιακό Σχέδιο, και όπως εξήγησε ο Στάσσης η ΔΕΗ με αιχμή του δόρατος το καθετοποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο που εφαρμόζει σε Ελλάδα και Ρουμανία, σχεδιάζει την είσοδο σε νέες χώρες, ενεργειακά διασυνδεδεμένες και με ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές.
Η αρχή έγινε με τη Ρουμανία
Ένας από τους σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας της ΔΕΗ μέχρι σήμερα είναι το καθετοποιημένο μοντέλο που εφαρμόζει. Το γεγονός ότι λειτουργεί ως παραγωγός και προμηθευτής ενέργειας ταυτόχρονα, δημιουργεί μία φυσική αντιστάθμιση των κινδύνων σε μεγάλες διακυμάνσεις της αγοράς. Παράλληλα, αναπτύσσεται μία νέα δυναμική στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης από τον κάθετο ενεργειακό διάδρομο και τις διεθνείς διασυνδέσεις με τις χώρες της περιοχής.
Το 2023, όπως είπε ο Γιώργος Στάσσης ο Όμιλος ΔΕΗ μπήκε στην αγορά της Ρουμανίας, υλοποιώντας το πλήρως καθετοποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο που εφαρμόζει και στην Ελλάδα. Σήμερα, κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή από ΑΠΕ στη ρουμανική αγορά, με 25 σταθμούς παραγωγής στη χώρα, 1,34 GW εγκατεστημένη ισχύ και παροχή 10.8 TWh ενέργειας σε 3,1 εκατ. πελάτες το 2025 (εννεάμηνο 2025).
Η ευέλικτη παραγωγή και λιανική
Σύμφωνα με την παρουσίαση που έκανε ο Γιώργος Στάσσης η περαιτέρω διείσδυση στις χώρες όπου ήδη βρίσκεται η ΔΕΗ και πιο συγκεκριμένα σε Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία και Κροατία θα γίνει χτίζοντας ευέλικτη παραγωγή.
Πρόκειται για τις τεχνολογίες της αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες και αντλησιοταμιευτικά έργα), μονάδες φυσικού αερίου και υδροηλεκτρικά έργα.
Η ΔΕΗ διαπιστώνει στην ευρύτερη περιοχή κενό στην ευέλικτη ισχύ και σκοπεύει έως το 2028 να χτίσει ευέλικτες μονάδες. Η πρόσθετη ισχύς είναι της τάξης του 1,5 GW για να φτάσει στα 7,5 GW.
Για το σκοπό αυτό αναζητά ευκαιρία για την ανάπτυξη μονάδας φυσικού αερίου στη Βουλγαρία ισχύος 820 MW και στη Ρουμανία ισχύος 80 MW (peaker).
Αντίθετα στην Ιταλία αλλά και την Κροατία αναζητά την εξαγορά μικρών εταιρειών με χαμηλό αριθμό καταναλωτών ρεύματος.
Να σημειωθεί ότι στις χώρες αυτές η ΔΕΗ διαθέτει χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ και έτσι η ανάπτυξη της τεχνολογίας της ευελιξίας στην ηλεκτροπαραγωγή ή της εξαγοράς μικρών εταιρειών λιανικής στο ρεύμα, δίνει τη δυνατότητα στον Όμιλο να στήσει «μικρές ΔΕΗ» με διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο.
Ο Γιώργος Στάσσης για τις νέες μονάδες αερίου στην Ελλάδα
Ο Όμιλος συνεχίζει το πλάνο του για την πλήρη απολιγνιτοποίηση το 2026. Προχωρά στο κλείσιμο των τελευταίων λιγνιτικών μονάδων με τη νέα χρονιά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Πτολεμαΐδα 5 στη Δ. Μακεδονία θα σταματήσει να καίει λιγνίτη το 2026 – θα συνεχίσει όμως να λειτουργεί.
Αρχικά η Πτολεμαΐδα 5 θα μετατραπεί και θα λειτουργεί ως μονάδα φυσικού αερίου ανοικτού κύκλου/OCGT ισχύος 295 MW, μέχρι το τέλος του 2027. Η αδειοδότηση είναι σε εξέλιξη, ενώ όσον αφορά στην προμήθεια αερίου, έχουν γίνει οι απαραίτητες προετοιμασίες για επέκταση γραμμής φυσικού αερίου στη μονάδα. Η μονάδα έχει σχεδιαστεί ώστε να μπορεί να αναβαθμιστεί, με την προσθήκη ατμοστρόβιλου, σε μονάδα συνδυασμένου κύκλου/CCGT 400 MW.
Το φυσικό αέριο επελέγη ως η βέλτιστη λύση, καθώς αποτελεί τεχνολογία απαραίτητη στο περιφερειακό ενεργειακό σύστημα και συμπληρώνει το χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ που αναπτύσσει ο Όμιλος ΔΕΗ στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας. Η αποδοτικότητα και η ευελιξία αυτής της μονάδας θα είναι από τις υψηλότερες στην αγορά ενέργειας, προσφέροντας επιπλέον ευελιξία στο χαρτοφυλάκιο παραγωγής, ενώ θα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει υδρογόνο, όταν αυτή η τεχνολογία ωριμάσει.
Επίσης, η ΔΕΗ έχει σε εξέλιξη και την κατασκευή της νέας μονάδας συνδυασμένου κύκλου/CCGT ισχύος 840MW στην Αλεξανδρούπολη, στη Β. Ελλάδα.
Κατασκευάζεται από την Ηλεκτροπαραγωγή Αλεξανδρούπολης Α.Ε. (όπου ο Όμιλος ΔΕΗ κατέχει ποσοστό 71%), μία επένδυση ύψους 400 εκατ. ευρώ, που έχει σχεδιαστεί για να τροφοδοτεί τόσο την εγχώρια αγορά όσο και τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας, της Β. Μακεδονίας και της Σερβίας. Η άμεση σύνδεσή της με το Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς εξασφαλίζει κρίσιμες δυνατότητες εξαγωγών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.