Τη Δευτέρα η 14η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, η First Republic Bank, διεσώθη και απορροφήθηκε από την… αχόρταγη JPMorgan Chase, στη δεύτερη χειρότερη χρεοκοπία από το 2008. Τη Δευτέρα «απετράπη» μια αλυσιδωτή τραπεζική κρίση, λίγες μόλις ημέρες μάλιστα μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις 10 Μαρτίου. Στην ουσία δόθηκε μια ακόμη παράταση στο αναπόφευκτο, κλωτσώντας το τενεκεδάκι λίγο παρακάτω στον δρόμο – σε έναν δρόμο με ορατό πλέον αδιέξοδο.

Αυτό που πραγματικά συνέβη πριν μερικές ημέρες, όμως, ήταν ένα ακόμη βήμα στη σταδιακή χειρουργική αφαίρεση των μικρομεσαίων εμπορικών τραπεζών (και η FRB δεν ήταν καν μικρή). Αλλά δεν έχει σημασία το πόσο μεγάλη ήταν, αφού σε σύγκριση με τα 3-4 μεγάλα ονόματα που θα κυριαρχήσουν στη σκακιέρα ΟΛΟΙ είναι μικροί.

Όλοι εν δυνάμει απορροφήσιμοι «μεζέδες» των χρηματοπιστωτικών κολοσσών, οι οποίοι έχουν κάνει ξεκάθαρες από καιρό τις προθέσεις τους στο μεγαλύτερο παιχνίδι Μονόπολης που έγινε ποτέ. Και δεν έχουν κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε τραπεζική κρίση για την επίτευξη αυτού του σκοπού. «Ποτέ μην αφήνεις μια καλή κρίση να πάει χαμένη».

Τα χρήματα, άλλωστε, δεν είναι θέμα. Σε οποιαδήποτε «έκτακτη ανάγκη» οι κεντρικές τράπεζες θα βάζουν πλάτη (με τα λεφτά των από κάτω) τυπώνοντας χρήμα, επεκτείνοντας την «προσωρινή» ποσοτική χαλάρωση, μειώνοντας επιτόκια, χαρίζοντας κέρδη στη Wall Street. Εκτός από όταν έχουν βάλει στο μάτι καμιά εμπορική τράπεζα. Τότε σφίγγουν τη στρόφιγγα, κάνουν πως αυξάνουν επιτόκια ίσα για να δώσουν το τελικό σπρώξιμο στον ετοιμοθάνατο, και αφού τον αγοράσουν κοψοχρονιά, επιστρέφουν τη νομισματική πολιτική στην «κανονικότητα». Ξανά και ξανά μέχρι να φτάσουμε… δεν ξέρω που. Σε μία τράπεζα «to rule them all», ένα ενιαίο ψηφιακό νομισματικό σύστημα, μία κυβέρνηση – γιατί όχι…

Ψύχραιμη αντίδραση των αγορών παρά την …ψυχρολουσία της First Republic Bank

Είμαστε μάρτυρες της σταδιακής εξαφάνισης των μικρομεσαίων παντός είδους – από τον απλό καλλιεργητή και καταστηματάρχη, μέχρι τους κολοσσούς λιανικής και των εμπορικών τραπεζών. Σιγά σιγά, όλοι απορροφώνται εξαλείφοντας τον ανταγωνισμό (την κινητήριος δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού) και ενισχύοντας τα μονοπώλια.

Τα κρατικά μονοπώλια, όμως – μην μπερδεύεστε οι σοσιαλιστές. Δεν είναι καπιταλισμός αυτό που ζούμε, αλλά κρατικός κορπορατισμός. Το κράτος σε απόλυτη συνεργασία και στην υπηρεσία τους, παρέχοντας την ασφάλεια του bailout (με λεφτά των φορολογουμένων) αν στραβώσει το πράγμα, την ώρα που όλοι οι άλλοι αφήνονται να πεθάνουν. Και η παράνοια είναι πως κάποιοι ζητούν ακόμη περισσότερο κράτος! Γουστάρουν να δίνουν τα λεφτά τους για να σώζονται άλλοι και να κάνουν τους μάγκες – είναι κάποιο είδος μαζοχισμού, δεν εξηγείται αλλιώς.

Μιλώντας για μάγκες, ο μεγαλύτερος από όλους, ο –φυσικά ελληνικής (!) καταγωγής– Jamie Dimon (Δημήτρης Παπαδημητρίου), επικεφαλής της JPMorgan, έστησε χορό δισεκατομμυρίων πάνω στο πτώμα της First Republic Bank. Τα μίντια θα πουν «για να μη σκάσει νέα κρίση». Χέστηκαν για το αν θα σκάσει νέα κρίση ή όχι. Από αυτές ζουν. Για την ακρίβεια, διανύουμε ήδη την επόμενη κρίση.

Η Δύση βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία χρόνια, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά.

Πολύ απλά, η JPMorgan ξόδεψε μερικά δισ. παραπάνω, που στην ουσία δεν είναι καν δικά της (χορηγία της Federal Reserve), για να κερδίσει μία ακόμη τράπεζα με το πελατολόγιό της. Ο Μητσάρας μέσα σε δύο μήνες μετατράπηκε από σύμβουλος της First Republic σε ιδιοκτήτη της! Μη σου τύχει… Ήλθε, είδε, κατέκτησε. Θα ακολουθήσουν κι άλλα κάστρα.

Προειδοποίηση Ντάιμον (JP Morgan): Δεν έχει τελειώσει η τραπεζική κρίση

Το παρασκήνιο της πτώχευσης-διάσωσης της First Republic

Η συμφωνία της First Republic ήταν διαφορετική από τις περιπτώσεις των Silicon Valley Bank και Signature Bank, των δύο τραπεζών που κατέρρευσαν στις αρχές Μαρτίου – αν και σε αυτή την περίπτωση είχαμε άλλη μια ad hoc λύση. Εντέλει, πάντως, όλες οι καταθέσεις ανελήφθησαν από την JPMorgan, πράγμα που σημαίνει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν χρειάστηκε να θεωρήσει την τράπεζα «συστημικό κίνδυνο» για να προστατεύσει καταθέσεις πάνω από το όριο των 250.000 δολαρίων (το όριο ασφάλισης).

Ταυτόχρονα, η JPMorgan κατοχύρωσε μια συμφωνία κατανομής ζημιών με τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές για να αποφύγει πιθανό χτύπημα από τα προβληματικά δάνεια στα βιβλία της First Republic. Και παρόλο που κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Biden έπαιξαν λιγότερο σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις από ό,τι στην πτώχευση της SVB, η συμφωνία συνήφθη μετά από ιδιαίτερα έντονες συζητήσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Wall Street.

Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δήλωσε νωρίς τη Δευτέρα ότι ήταν «ενθαρρυντικό» που η συναλλαγή ελαχιστοποίησε το κόστος για το Ομοσπονδιακό Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) «και με τρόπο που προστάτευε όλους τους καταθέτες». Πρόσθεσε, δε, ότι το τραπεζικό σύστημα ήταν «γερό και ανθεκτικό», ότι οι καταθέσεις ήταν ασφαλείς και ότι οι Αμερικανοί θα πρέπει να είναι σίγουροι ότι θα συνεχίσει «να εκπληρώνει τη βασική του λειτουργία: να παρέχει δάνεια σε επιχειρήσεις και οικογένειες».

Η First Republic, με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, κρεμόταν από μια κλωστή επί εβδομάδες, μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις 10 Μαρτίου.

Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάθμισαν επανειλημμένα την First Republic, με αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής να έχει υποχωρήσει περισσότερο από 90%.

Ωστόσο, η κατάσταση χειροτέρεψε και η μοίρα της First Republic ως ανεξάρτητου ιδρύματος πιθανότατα σφραγίστηκε την περασμένη Δευτέρα, όταν αποκάλυψε στα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου ότι οι πελάτες είχαν αποσύρει καταθέσεις άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων – πάνω από το διπλάσιο από ό,τι περίμεναν οι αναλυτές. Ακόμη χειρότερα, οι καταθέσεις εξακολουθούσαν να… φεύγουν από την τράπεζα.

Silicon Valley Bank: Οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από την κατάρρευση της 

Μάλιστα, αυτή η κατάσταση ήταν μοναδική για το τραπεζικό σύστημα, καθώς άλλες περιφερειακές τράπεζες δεν εμφάνιζαν τέτοια προβλήματα μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank. Αντίθετα, οι πελάτες επέστρεφαν.

Ο διευθύνων σύμβουλος, Michael Roffler, φόβισε περαιτέρω τους επενδυτές αρνούμενος να απαντήσει σε ερωτήσεις αναλυτών.

Μέχρι το πρωί της Τρίτης εκείνης αυξάνονταν οι φόβοι ότι η First Republic δεν θα μπορούσε να αντέξει την εβδομάδα χωρίς κρατική στήριξη ή κάποιου είδους συναλλαγή, και οι σύμβουλοι της τράπεζας προσπαθούσαν να βρουν μια λύση για να την διατηρήσουν σε λειτουργία. Μια πρόταση προέβλεπε μεγαλύτερες τράπεζες να αγοράζουν ορισμένα από τα περιουσιακά τους στοιχεία σε τιμές υψηλότερες από τις τιμές της αγοράς.

Αλλά οι μεγαλύτερες τράπεζες ήταν απρόθυμες να απορροφήσουν ζημίες χωρίς κάποιο είδος κρατικής υποστήριξης. Μέχρι την Τετάρτη η Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC) ζήτησε από περίπου δώδεκα τράπεζες να καταθέσουν προτάσεις. Tην ίδια στιγμή στη First Republic υπήρχε αισιοδοξία ότι η τράπεζα θα μπορούσε να αποφύγει το λουκέτο.

Σύμφωνα με τους F.T., στην όλη διαδικασία συμμετείχε και μια ομάδα συμβούλων που είχαν συνεργαστεί στενά με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Barack Obama, με την ελπίδα ότι αυτό θα έδινε μεγαλύτερη επιρροή με την τρέχουσα κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών ήταν ο Jim Messina, ο διευθυντής της εκστρατείας επανεκλογής του Οbama το 2012. Συμμετείχε επίσης ο Peter Orszag, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού κατά την πρώτη διακυβέρνηση Obama και τώρα επικεφαλής της επιχείρησης χρηματοοικονομικών συμβουλών στη Lazard.

Ένα άτομο με γνώση των συνομιλιών εξέθεσε την ουσία του ζητήματος: η First Republic ήθελε να παραμείνει ανοιχτή, η JPMorgan και άλλοι υποψήφιοι αγοραστές ήθελαν η FDIC να παρέμβει πριν από οποιαδήποτε εξαγορά, και η διοίκηση θα σκεφτόταν να κλείσει την τράπεζα μόνο όταν ήταν προφανές πως δεν υπήρχε άλλη λύση.

Όλο και περισσότερο η First Republic και οι σύμβουλοί της ένιωθαν ότι αποκλείονταν από τις διαπραγματεύσεις.

Σύντομα βρέθηκαν στο περιθώριο, βλέποντας την κυβέρνηση και τους πιθανούς πλειοδότες να αποφασίζουν για τη μοίρα της τράπεζας. Η FDIC άνοιξε μια αίθουσα για τους πιο βιώσιμους πλειοδότες και έθεσε στόχο να εντοπίσει έναν αγοραστή μέχρι το απόγευμα της Κυριακής, έτσι ώστε η κατάσταση να επιλυθεί πριν ανοίξουν οι αγορές τη Δευτέρα.

Η κυβέρνηση Biden είχε λιγότερο πρακτικό ρόλο σε σχέση με την SVB και τη Signature, ρίχνοντας το μπαλάκι στην FDIC. Αλλά κρίσιμοι κρίκοι, όπως η υπουργός Οικονομικών, Janet Yellen, η διευθύντρια του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Lael Breinard, και ο προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Jeff Zients, παρακολουθούσαν στενά τις εξελίξεις. Και καθώς η JPMorgan αναδείχθηκε πλειοδότρια το σαββατοκύριακο, ένα άτομο με γνώση των διαπραγματεύσεων είπε ότι ο Dimon είχε «άμεσες συνομιλίες» με τον Βiden μέσω των επαφών του στην Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, ο Ian Katz στην Capital Alpha Partners έχει προειδοποιήσει ότι, καθώς η σκόνη πέφτει, η πολιτική αντιπαράθεση για τη συμφωνία είναι πιθανό να αυξηθεί.

«Το κόστος για τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές των τραπεζών θα υπερβεί τις εκτιμήσεις» είπε.

«Η JPMorgan δεν θα είχε λάβει ποτέ έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές για να αγοράσει μια υγιή τράπεζα του μεγέθους First Republic. Tώρα θα γίνει μεγαλύτερη λόγω του ρόλου της ως σωτήρα έσχατης ανάγκης». Λίγο μετά τις 3:20 π.μ., ώρα Ουάσιγκτον τη Δευτέρα, η FDIC είπε ότι είχε μια συμφωνία. Στον απόηχο αυτής της ανακοίνωσης, ο Dimon απέρριψε την κριτική ότι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας παραείχε γίνει πολύ ισχυρή.

«Έχουμε δυνατότητες να βοηθήσουμε τους πελάτες μας που τυχαίνει να είναι πόλεις, σχολεία, πολιτείες, νοσοκομεία, κυβερνήσεις. Παρέχουμε υπηρεσίες σε χώρες, στο ΔΝΤ, στην Παγκόσμια Τράπεζα. Χρειαζόμαστε μεγάλες επιτυχημένες τράπεζες… Και όποιος πιστεύει ότι θα ήταν καλό για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής να μην το έχουν αυτό, ας με καλέσει στο τηλέφωνο».

Οι τράπεζες, τα φαντάσματα του PSI και οι ανεξέλεγκτες αμοιβές τρίτων

«Το τραπεζικό σύστημα δε διασώθηκε»

Για την άνοδο και την πτώση της First Republic θα γραφτούν πολλά, αναφέρει με άρθρο του στο Bloomberg o οικονομολόγος Mohamed El Erian (Allianz). «Ως τραπεζικό ίδρυμα είχε πλούσιο πελατολόγιο, με τους δανειολήπτες της να είναι υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας. Ωστόσο, ο πολύς “θαυμασμός” έφερε κατάσχεση από τις ρυθμιστικές αρχές και πώληση σε άλλη τράπεζα. Το αποτέλεσμα που προέκυψε το πρωί της Δευτέρας δεν ήταν… ιδανικό, παρά τις εβδομάδες συζητήσεων και διαπραγματεύσεων».

Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως οι κυβερνητικοί θεσμοί των ΗΠΑ είναι παγιδευμένοι στις πολιτικές επιπτώσεις ενός “δεύτερου καλύτερου” κόσμου, δηλαδή στην επαναλαμβανόμενη αδυναμία εξεύρεσης μιας βέλτιστης λύσης. Αυτό που θα προκύψει θα έρθει με παράπλευρες ζημιές και ακούσιες συνέπειες.

Η First Republic βρέθηκε σε παρόμοια κατάσταση με τη Silicon Valley Bank, στην οποία οι ρυθμιστικές αρχές έβαλαν λουκέτο τον Μάρτιο. Η αποτυχία της να διαχειριστεί μια αναντιστοιχία επιτοκίων στον ισολογισμό της τελικά την ακρωτηρίασε. Η τρωτότητά της ενισχύθηκε από τον αρχικώς εσφαλμένο χαρακτηρισμό του πληθωρισμού από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα ως παροδικού, την αποτυχία λήψης μέτρων εγκαίρως και την αναπόφευκτα εξαιρετικά επιθετική σειρά επιτοκιακών αυξήσεων που ακολούθησαν».

Οι εκτιμήσεις για τη χρεοκοπία της First Republic πιθανόν να αποκαλύψουν σημαντικά κενά σε ό,τι αφορά την εποπτεία και τη ρύθμιση των τραπεζών – το είδος των αστοχιών που αναφέρθηκαν λεπτομερώς την περασμένη Παρασκευή σε μια έκθεση της Fed, η οποία, αναζωογονητικά και ενθαρρυντικά, είδε την κεντρική τράπεζα να προτίθεται να αναλάβει επιτέλους την ευθύνη.

Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, η Fed επανειλημμένα απέτυχε όσον αφορά στη νομισματική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, λέει ο El Erian, η First Republic γινόταν ολοένα και πιο εύθραυστη καθώς η συρρίκνωση των καταθέσεών της επιδείνωσε το κόστος χρηματοδότησης, διόγκωσε το κεφαλαιακό κενό και προκάλεσε διολίσθηση στην τιμή της μετοχής της κατά περίπου 95%. Αυτά ήταν τα άσχημα νέα.

Τα καλά νέα ήταν ότι, τουλάχιστον στα χαρτιά, υπήρξε μια εποικοδομητική ευθυγράμμιση κινήτρων μεταξύ των κύριων παραγόντων στη διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζών. Έχοντας ήδη χάσει τρία ιδρύματα, το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του χρειαζόταν απεγνωσμένα μια λύση για τη First Republic, που θα ελαχιστοποιούσε την πιθανότητα περαιτέρω διαταραχών.

Αυτό δεν ίσχυε μόνο για τις περιφερειακές τράπεζες, όπου οι κίνδυνοι αιφνιδιαστικών bank run και οι αναντιστοιχίες διάρκειας διογκώνονταν (επιτοκιακός κίνδυνος). Το ίδιο ισχύει και για τις 11 μεγαλύτερες τράπεζες, που είχαν εισφέρει, σε προγενέστερο χρόνο, δεκάδες δισεκατομμύρια καταθέσεις στη First Republic, σε μια προσπάθεια να σταθεροποιήσουν την κατάστασή της.

Πόλεμος, ενεργειακή κρίση και πληθωρισμός «μολύνουν» τις τράπεζες και φέρνουν νέα κρίση

Σημειώνεται πως η FDIC ήθελε να αποφύγει να εγγράψει οικονομικές ζημίες διασώζοντας αποταμιευτές, δεδομένου ότι η Fed δεν ήθελε να ενεργοποιήσει ξανά τη ρήτρα «συστημικού κινδύνου» για να επιτρέψει την επέκταση της ασφάλισης καταθέσεων σε θεωρητικά ανασφάλιστες καταθέσεις.

Η Fed ήταν επίσης πρόθυμη να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα στην «αρχή του διαχωρισμού» των πολιτικών, αποσκοπώντας από τη μια στην πολιτική αύξησης των επιτοκίων για τον περιορισμό του πληθωρισμού και από την άλλη χρησιμοποιώντας εργαλεία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Παρά την προσπάθεια ευθυγράμμισης, όμως, χρειάστηκαν εβδομάδες για να προκύψει μια λύση. Και όταν αυτή προέκυψε, εντέλει, περιελάβανε ανεπιθύμητες διαρροές, καθώς και μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, την JPMorgan. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεγαλύτερες και πιο διαφοροποιημένες τράπεζες θεωρούνται πλέον «ασφαλέστερες» από τις μικρότερες τράπεζες, που παραδοσιακά δεν θεωρούνταν πηγή κινδύνου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Σε κάθε περίπτωση, όπως λέει ο οικονομολόγος, η λύση που προέκυψε νωρίς το πρωί της Δευτέρας αντιμετωπίζει την άμεση απειλή μιας άτακτης χρεοκοπίας της First Republic και, ως εκ τούτου, δεν τροφοδοτεί τον δυσάρεστο κίνδυνο πιθανών πρόσθετων διαταραχών.

Ωστόσο, η πιθανή παράπλευρη ζημία και οι ανεπιθύμητες παρενέργειες δεν είναι καθόλου ασήμαντες.

Τέσσερεις ξεχωρίζουν: Οι ΗΠΑ έχουν ένα πιο συγκεντρωμένο τραπεζικό σύστημα εν σχέσει με αυτό που κάποτε θεωρείτο «πολύ μεγάλο για να αποτύχει». Υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για τη φύση του de facto συστήματος ασφάλισης καταθέσεων. Ο κίνδυνος πιστωτικής συρρίκνωσης θα χειροτερέψει, επιδεινώνοντας δυνητικά τους αντίθετους ανέμους για υψηλή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.

Τέλος, το συνολικό κόστος εξυγίανσης της First Republic απομένει να εκτιμηθεί, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου κατανομής του βάρους μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και, μαζί με αυτό, το μέγεθος της «διάσωσης» για τις 11 τράπεζες που είχαν μεγάλες καταθέσεις στη First Republic.

Η οικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει να υποφέρει από τα πάρα πολλά χρόνια χαλαρής νομισματικής πολιτικής και τον λανθασμένο χειρισμό του κύκλου αύξησης των επιτοκίων. «Βάσει των παραπάνω, αναμείνατε παράπλευρες απώλειες και παρενέργειες, διότι οι καλύτερες λύσεις πολιτικής δεν είναι πλέον διαθέσιμες», καταλήγει ο El Erian.

Διαβάστε περισσότερα