Η JP Morgan διατηρεί σταθερά θετική στάση για την Ελλάδα και το 2026, τοποθετώντας τη χώρα ανάμεσα στις τέσσερις βασικές επιλογές της στην περιοχή CEEMEA (μαζί με τη Νότια Αφρική, την Πολωνία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Στην ετήσια στρατηγική έκθεση, ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος επαναλαμβάνει τη σύσταση «Overweight» για την ελληνική αγορά, επισημαίνοντας τον συνδυασμό χαμηλών αποτιμήσεων και εξαιρετικά σταθερού μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να εμφανίζονται ελκυστικές σε σχέση με τις ευρωπαϊκές. Σύμφωνα με τη JP Morgan, ο κλάδος διαπραγματεύεται σε 8,6 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη, έναντι 9,4 φορών για την Ευρώπη, γεγονός που αποτυπώνει περιθώρια re-rating. Η απόδοση των ελληνικών τραπεζικών μετοχών τα τελευταία δύο χρόνια, τονίζει ο οίκος, έχει καθοδηγηθεί από τις συνεχιζόμενες αναθεωρήσεις των κερδών μετά την πανδημία.

Χαρακτηριστικά, το consensus για τα κέρδη ανά μετοχή της Πειραιώς για το 2025 έχει αυξηθεί από 0,53 ευρώ στο τέλος του 2022 σε 0,87 ευρώ σήμερα, ενώ για τη Eurobank από 0,24 ευρώ σε 0,38 ευρώ. Η J.P. Morgan εκτιμά ότι το επόμενο στάδιο ανόδου θα προέλθει από νέες συνεργασίες σε bancassurance και προμήθειες, καθώς και από ενίσχυση των επιστροφών κεφαλαίου προς τους μετόχους.

Η Τράπεζα Πειραιώς παραμένει μία από τις δέκα κορυφαίες επιλογές («CEEMEA Top 10») της J.P. Morgan για το 2026. Ο οίκος διατηρεί σύσταση «Overweight», με τιμή-στόχο τα €9 και πολλαπλασιαστή κερδών 7,9 φορές για το 2025 και 7,3 φορές για το 2026.

MSCI Greece: Προοπτική ανόδου +16% ως το τέλος του 2026

Σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα της έκθεσης, η J.P. Morgan τοποθετεί τον στόχο για τον δείκτη MSCI Greece στις 53,1 μονάδες έως το τέλος του 2026, που αντιστοιχεί σε άνοδο +16% σε δολάρια. Στο αισιόδοξο σενάριο («bull case») προβλέπεται άνοδος 27% (58,1 μονάδες), ενώ στο αρνητικό («bear case») πτώση 15% (38,5 μονάδες). Η αποτίμηση του δείκτη υπολογίζεται σε 7,7 φορές τα κέρδη 2025 και 8,7 φορές για το 2026, επίπεδα που ο οίκος θεωρεί ακόμη ελκυστικά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η J.P. Morgan περιγράφει την Ελλάδα ως «το πιο σταθερό μακροοικονομικό story στην Ευρώπη». Προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί περίπου 2% ή και υψηλότερα το 2026, επίδοση που θα σηματοδοτήσει έκτη συνεχόμενη χρονιά υπεραπόδοσης έναντι της Ευρωζώνης.

Την ίδια στιγμή, η χώρα θα καταγράψει πέμπτο συνεχόμενο πρωτογενές πλεόνασμα και καθαρό δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 1% του ΑΕΠ, ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων διαμορφώνονται χαμηλότερα από τις αντίστοιχες της Γαλλίας – εξέλιξη που αποτυπώνει τη βελτίωση της πιστοληπτικής της εικόνας.
Αναβάθμιση σε ανεπτυγμένη αγορά: «Αρνητική για το ενδιαφέρον και την κάλυψη»

Παρά την αισιοδοξία της για τα θεμελιώδη, η JP Morgan δηλώνει επιφυλακτική απέναντι στην επικείμενη αναβάθμιση της Ελλάδας σε «Developed Market» από τη MSCI, θεωρώντας ότι ενδέχεται να μειώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον και να περιορίσει τη διεθνή κάλυψη.

Όπως αναφέρει, έξι από τις εννέα ελληνικές μετοχές του MSCI Greece πληρούν τα κριτήρια ένταξης στον MSCI Europe (Eurobank, Εθνική, Πειραιώς, Alpha Bank, OPAP και Metlen), ενώ OTE, ΔΕΗ και Jumbo μένουν εκτός.

Η Ελλάδα θα αντιπροσωπεύει περίπου 0,38% του MSCI Europe, μικρότερο ποσοστό από την Ιρλανδία αλλά μεγαλύτερο από την Πορτογαλία και την Αυστρία.

Η JP Morgan εκτιμά ότι η μετακίνηση αυτή δεν θα αποτελέσει θετικό καταλύτη. Όπως σημειώνει: «Η μετακίνηση μικρών και μεσαίων αναδυόμενων αγορών, όπως η Ελλάδα, στο καθεστώς DM είναι αρνητική από την άποψη του ενδιαφέροντος, της κάλυψης και της εστίασης των επενδυτών». Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι οι ελληνικές μετοχές κινδυνεύουν να “χαθούν” μέσα στην ευρύτερη ευρωπαϊκή βάση, καθώς οι διαχειριστές των developed market funds επενδύουν με τομεακή και όχι γεωγραφική προσέγγιση. Όπως εξηγεί, «οι DM επενδυτές εστιάζουν σε κλάδους και όχι σε χώρες, ενώ οι EM επενδυτές που κοιτούν μακροοικονομία δύσκολα θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την Ελλάδα».

Η MSCI δεν έχει ακόμη ξεκινήσει επίσημη διαβούλευση για την αναβάθμιση. Σύμφωνα με την JP Morgan, ένα τυπικό χρονοδιάγραμμα θα περιλάμβανε:

Ανακοίνωση κατά την ετήσια αναθεώρηση του Ιουνίου 2026,
Διαβούλευση διάρκειας ενός έτους,
Επιβεβαίωση της αναβάθμισης τον Ιούνιο του 2027,
Και τελική εφαρμογή στον Μάιο του 2028.

Η τράπεζα επισημαίνει ότι η MSCI διατηρεί τη δυνατότητα επιτάχυνσης της διαδικασίας, εφόσον το θεωρήσει σκόπιμο.

Σε ό,τι αφορά τις ροές, η JP Morgan θεωρεί την επίδραση περιορισμένη έως αμελητέα. Για τη FTSE, που ήδη ανακοίνωσε την αναβάθμιση (7 Οκτωβρίου), μόνο 8 από τις 29 ελληνικές μετοχές θα περάσουν στον δείκτη Standard DM, με καθαρή παθητική εκροή περίπου 112,8 εκατ. δολαρίων. Το εκτιμώμενο βάρος της Ελλάδας στον FTSE DM All Cap ex-US θα είναι 0,27%, από 0,70% στον FTSE EM All Cap Index.

Η JP Morgan υπενθυμίζει ότι όταν η Ελλάδα αναβαθμίστηκε για πρώτη φορά το 2001, το ενδιαφέρον των επενδυτών μειώθηκε δραματικά, κάτι που θεωρεί πιθανό να επαναληφθεί. «Υποθέτουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και πάλι», σημειώνει. Η τράπεζα προσθέτει ότι η ομάδα ευρωπαϊκής στρατηγικής της έλαβε λιγότερες από πέντε ερωτήσεις τον τελευταίο χρόνο για αγορές όπως Νορβηγία, Ιρλανδία, Αυστρία και Πορτογαλία, γεγονός που δείχνει τη χαμηλή προβολή τέτοιων χωρών στους δείκτες DM. Αντίθετα, «ορισμένοι EM επενδυτές είναι υπερτοποθετημένοι στην Ελλάδα και επιθυμούν να παραμείνει στις αναδυόμενες αγορές», ενώ «κανένας DM επενδυτής δεν έχει εκφράσει πρόθεση να την προσθέσει στα ευρωπαϊκά benchmarks». Η χαμηλή ορατότητα αποτυπώνεται και σε επίπεδο κλάδων: καμία ελληνική τράπεζα δεν βρίσκεται στις 50 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές εταιρείες, η ΔΕΗ είναι 25η από 26 εταιρείες στον ευρωπαϊκό δείκτη κοινής ωφέλειας και η Jumbo 42η από 46 στον δείκτη καταναλωτικών αγαθών. Ακόμη και η Metlen, που εισήχθη στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, καταγράφει χαμηλότερη ημερήσια αξία συναλλαγών (5,1 εκατ. ευρώ) σε σχέση με την Αθήνα (9,8 εκατ. ευρώ). Ο οίκος προειδοποιεί ότι η αναβάθμιση της χώρας σε ανεπτυγμένη αγορά δεν αποτελεί θετικό καταλύτη, αλλά αντιθέτως ενδέχεται να μειώσει την προβολή, την κάλυψη και το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών. Όπως καταλήγει ο οίκος: «Το ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι αν θα αναβαθμιστεί, αλλά τι θα σημαίνει αυτό στην πράξη για την ελκυστικότητά της ως επενδυτικός προορισμός».

Διαβάστε ακόμη: