Ο υψηλός πληθωρισμός, η προοπτική επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και η οξυμμένη αβεβαιότητα, δημιουργούν προκλήσεις και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σύμφωνα και με την τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, το διεθνές νομισματικό περιβάλλον καθίσταται σφιχτότερο ταχύτερα από ότι αναμενόταν, με τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν συστηματικά τα βασικά επιτόκια στοχεύοντας στην κάμψη των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών προσδοκιών. Μετά την πρώτη άνοδο επιτοκίων από την ΕΚΤ έπειτα από 11 έτη, κατά 50 μονάδες βάσης τον Ιούλιο του 2022, ακολούθησε δεύτερη άνοδος, κατά 75 μ.β., τον Σεπτέμβριο, με τις αγορές να προεξοφλούν μία έως και εξίσου μεγάλη άνοδο στα τέλη Οκτωβρίου και επιπλέον -μικρότερες ενδεχομένως- αυξήσεις έως την άνοιξη του 2023.

Το επενδυτικό κλίμα στις χρηματαγορές επιδεινώθηκε τον Σεπτέμβριο, χωρίς ο χρηματοπιστωτικός κλάδος να αποτελεί εξαίρεση. Έπειτα από μια διετή περίοδο υψηλής μεταβλητότητας, σε συνέχεια δύο διαδοχικών εξωτερικών διαταραχών (υγειονομική-πόλεμος), ο τραπεζικός δείκτης στο τέλος Σεπτεμβρίου διαπραγματεύεται περίπου 40% χαμηλότερα σε σύγκριση με τις αρχές του 2020 και 30% χαμηλότερα σε σχέση με τα μέσα Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Οι κίνδυνοι και η αβεβαιότητα για την πραγματική οικονομία επηρεάζουν και τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, μεταξύ άλλων σε επίπεδο ποιότητας ενεργητικού και προοπτικών κερδοφορίας. Μεταξύ των προκλήσεων από το παρελθόν, συγκαταλέγονται το υψηλό ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ), το οποίο έχει μειωθεί σημαντικά, το υψηλό μερίδιο αναβαλλόμενης φορολογίας στα ίδια κεφάλαια, και η αδύναμη κερδοφορία. Από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής, πέρα από την πρώτη αύξηση επιτοκίων, η ΕΚΤ ολοκλήρωσε τις καθαρές νέες αγορές στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων PEPP και APP τον Μάρτιο και Ιούνιο του 2022 αντίστοιχα. Ωστόσο, συνεχίζονται οι επανεπενδύσεις των σχετικών ομολόγων που λήγουν.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Για την περίπτωση της Ελλάδας, η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει ότι υπάρχει περιθώριο να συνεχιστούν κατ’ εξαίρεση οι καθαρές νέες αγορές PEPP, προκειμένου να συνεχιστεί η ομαλή μετάβαση νομισματικής πολιτικής σε όλα τα κράτη μέλη. Σε συνέχεια της ενεργειακής κρίσης, τον Ιούλιο του 2022 η ΕΚΤ ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός Εργαλείου Προστασίας Μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) της νομισματικής πολιτικής, με στόχο να διασφαλίσει την ομαλή και αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε κάθε χώρα μέλος, στη βάση ορισμένων ελάχιστων προϋποθέσεων. Μεταξύ των θετικών τάσεων στα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών, ενισχύεται η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, παραμένουν ενισχυμένες οι ιδιωτικές καταθέσεις, ενώ συνεχίζεται η μείωση των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η έγκαιρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ευκαιρίες για μεσοπρόθεσμη τόνωση των πιστώσεων προς παραγωγικές επενδύσεις.

Μεταξύ των αρνητικών τάσεων, η αβεβαιότητα λόγω πολέμου επιδεινώνει το ευρύτερο επενδυτικό κλίμα, ενώ καταγράφηκε σημαντική άνοδος στο κόστος νέου δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, και λιγότερο του ιδιωτικού τομέα. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων άγγιξαν το 5% στην περίπτωση του 10-ετούς τίτλου, στα τέλη Σεπτεμβρίου, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2017. Αντίστοιχα, διευρύνθηκε και η απόκλιση από την απόδοση των αντίστοιχων γερμανικών ομολόγων, ξεπερνώντας στην περίπτωση του 10-ετούς, τις 270 μονάδες βάσης. Η πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά συνεχίστηκε αμείωτη.

Το παθητικό των τραπεζών

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, στο σκέλος του παθητικού των τραπεζών, οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν την περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου 2022 κατά €3,3 δισεκ., εκ των οποίων εισροές €2,0 δισεκ. προήλθαν από τα νοικοκυριά. Ωστόσο, η αύξηση εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης, καθώς τον Αύγουστο ήταν μόνο οριακή, κατά €0,1 δισεκ. Ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε στο 5,2% τον Αύγουστο, σε σχέση με μέσο ρυθμό 9,0% κατά τη διάρκεια της διετίας 2020-2021, υπό συνθήκες πανδημίας και διεύρυνσης αποταμιεύσεων. Σωρευτικά από τον Μάρτιο του 2020, οι ιδιωτικές καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά €40,3 δισεκ., εκ των οποίων τα €21,4 δισεκ. προέρχονται από νοικοκυριά.

Για το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και τις αρχές του 2023 αναμένεται σημαντική επιβράδυνση ή και αντιστροφή τάσης στις ιδιωτικές καταθέσεις. Καθώς ο πληθωρισμός αποκτά ένταση και διάρκεια, ενώ δημοσιονομικοί περιορισμοί σταδιακά θα περιορίζουν το ύψος των οικονομικών μέτρων στήριξης, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και η αποταμίευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων αναμένεται να συρρικνωθούν περαιτέρω.

Το δεύτερο σκέλος του παθητικού των τραπεζών αφορά στη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα. Η χρηματοδότηση των τραπεζών με χαμηλού κόστους δάνεια από το Ευρωσύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης πανδημίας, αυξήθηκε από το Φεβρουάριο του 2020 κατά τουλάχιστον €43,3 δισεκ.,. Οι πράξεις μακροχρόνιας ανά-χρηματοδότησης χαμηλού κόστους για τις τράπεζες (π.χ. LTROs, PELTROs, TLTROs) παρέχουν σημαντική ρευστότητα, καθώς το ύψος τους άγγιξε τα €50,9 δισεκ. το τρίτο τρίμηνο του 2022 ή 27,8% του ΑΕΠ (2021), ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης.

Ταυτόχρονα, τα περιουσιακά στοιχεία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος που είναι αποδεκτά από το Ευρωσύστημα ως εξασφάλιση για πράξεις νομισματικής πολιτικής, όπως αποτυπώνονται στις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, αυξήθηκαν την ίδια περίοδο, αγγίζοντας τον Αύγουστο τα €68,9 δισεκ. Το τρίτο σκέλος του παθητικού των τραπεζών αφορά στη χρηματοδότηση από τις αγορές κεφαλαίων. Ωστόσο, η γεωπολιτική αστάθεια και η ενεργειακή κρίση ανέκοψαν την ανάκαμψη του σκέλους χρηματοδότησης μέσω των αγορών κεφαλαίου.

Διαβάστε ακόμη: