Η ταχεία επιστροφή των ελληνικών τραπεζών σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, ύστερα από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους, πυροδοτεί όπως είναι φυσικό, τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών για νέες ομολογιακές εκδόσεις της τάξης των 2 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2025.
Όπως εξηγεί στην «Α» έμπειρος τραπεζικός αναλυτές «οι αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών από τους ξένους οίκους επιφέρουν περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού τους και ως εκ τούτου διευκολύνουν σημαντικά τον σχεδιασμό των τραπεζιτών για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) που απαιτεί ο SSM.
Ενδεικτική του κλίματος είναι η έκδοση της Τράπεζας Πειραιώς μέσα στην εβδομάδα, όπου λίγες μόνο ώρες μετά την αναβάθμισή της από την Moody’s σε investment grade, συγκέντρωσε τεράστια ζήτηση ύψους 4,1 δισ. ευρώ από 200 και πλέον επενδυτές, γεγονός που επέτρεψε στην τράπεζα να αυξήσει το προσφερόμενο ποσό από 500 εκατ. ευρώ σε 650 εκατ. ευρώ και έτσι να πιάσει από τώρα τον στόχο για τον δείκτη MREL που έχει θέσει ο SSM στις τράπεζες για τον Δεκέμβριο του 2025.
Στα αξιοσημείωτα της έκδοσης πρέπει να αναφερθεί και το επιτόκιο που πριν ανοίξει το βιβλίο τοποθετούνταν στα επίπεδα του 5% ενώ η φρενήρης ζήτηση το προσγείωσε στο 4,625%.
Η Τράπεζα Πειραιώς είναι μάλιστα η πρώτη ελληνική τράπεζα που το πετυχαίνει και πολύ νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία.
Μάλιστα στο τέλος του 2024 ο δείκτης MREL της Τρ. Πειραιώς θα είναι πάνω από τον στόχο του SSM για το τέλος του 2025, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την κεφαλαιακή της βάση, με ό,τι αυτό σημαίνει για την υλοποίηση της μερισματικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια που έχει ανακοινώσει.
Τα έσοδα της έκδοσης θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση επιλέξιμων πράσινων επενδύσεων από την Τράπεζα και θα συμβάλουν στον στόχο για ουδέτερο ενεργειακό αποτύπωμα έως το 2050 και θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
Με τη νέα έκδοση, ο δείκτης Ελάχιστων Απαιτήσεων για τα Ίδια Κεφάλαια και τις Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (Minimum Requirement for ownfunds and Eligible Liabilities, «MREL») του Ομίλου της Τράπεζας διαμορφώνεται στο 28,0%, επιτυγχάνοντας τον τελικό δεσμευτικό στόχο MREL ένα χρόνο πριν την καταληκτική ημερομηνία που έχει τεθεί από τις εποπτικές αρχές.
Η Πειραιώς είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που επιτυγχάνει τον τελικό δεσμευτικό στόχο MREL, ενώ ο δείκτης αναμένεται να διαμορφωθεί άνω του 28,0% στο τέλος του 2024.
Η συναλλαγή συγκέντρωσε ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον με συμμετοχή άνω των 200 θεσμικών επενδυτών, με το 70% να κατανέμεται σε διαχειριστές κεφαλαίων, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, το 21% σε τράπεζες, το 7% σε κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και το 2% σε λοιπούς επενδυτές. Περισσότερο από το 85% της έκδοσης διατέθηκε σε διεθνείς θεσμικούς επενδυτές.
Οι υπόλοιπες τράπεζες
Ο δείκτης MREL της Εθνικής Τράπεζας διαμορφώθηκε στα τέλη του περασμένου Μαρτίου σε 26,5%, υπερβαίνοντας την ελάχιστη απαίτηση του Ιανουαρίου 2025, ύψους 25,3%, κατά 120 μ.β..
Μέχρι τέλος της επόμενης χρονιάς η τράπεζα σχεδιάζει να βγει στις αγορές με ακόμη μία έκδοση, της τάξεως των 450 – 500 εκατ. ευρώ, με αρμόδιες πηγές να υπογραμμίζουν πως το “μαξιλάρι” που έχει εξασφαλιστεί παρέχει στην ΕΤΕ σημαντική ευελιξία ως προς τον χρονισμό.
Εντυπωσιακή εκδοτική δραστηριότητα καταγράφει η Alpha Bank, αφού από το 2020 μετρά εννέα εκδόσεις ομολόγων, εκ των οποίων η μία αφορούσε σε ΑΤ1, δύο σε TIER II και έξι σε seniorpreferred. Το γεγονός δε, ότι η Moody’s προχώρησε στην αναβάθμισή της σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας μετά από 14 χρόνια εκτιμάται πως θα συμβάλλει θετικά στις όποιες κινήσεις το επόμενο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, ο δείκτης MREL διαμορφώθηκε στο 25,73% στα τέλη του περασμένου Μαρτίου, με την τράπεζα να έχει ήδη επιτύχει το στόχο για τον Ιανουάριο του 2025 (25,24%).
Τέλος, ακόμη μία έκδοση ομολόγου πιθανότατα μέχρι το τέλος του 2024 φέρεται να εξετάζει η Eurobank, ο δείκτης MREL της οποίας διαμορφώθηκε στο 25,9% το α’ τρίμηνο του 2024.
Η τράπεζα, δηλαδή, έχει ξεπεράσει το στόχο για το 2025 (25,6%), ενώ έχει ήδη καλύψει και το 80% της απόστασης για τον τελικό στόχο (27,9%) του 2026. Η επιπρόσθετη έκδοση των 100 εκατ. ευρώ, πάντως, στην οποία προχώρησε “ως αποτέλεσμα του σταθερού ενδιαφέροντος θεσμικών επενδυτών”, θα αθροιστεί στο ομόλογο υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ύψους 650 εκατ. ευρώ, που εξέδωσε στα τέλη Απριλίου.
Υπενθυμίζεται πως το αρχικό ποσό της επίμαχης έκδοσης είχε προσδιοριστεί στα 500 εκατ. ευρώ, με την ισχυρή συμμετοχή, ωστόσο, όπως φάνηκε και από την υπερκάλυψη πάνω από δύο φορές, οδήγησε στην αύξησή του στα 650 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά στην απόδοση, αυτή από 5,25% που ήταν η αρχική ενδεικτική προσφορά έκλεισε στο 5% ετησίως, ενώ στην επιπρόσθετη έκδοση διαμορφώθηκε στο 4,806%.
Ο δρόμος που απομένει
Όπως τονίζεται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), με βάση τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) στο τέλος του 2023 απέμεναν περίπου 5,2 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις έως το τέλος του 2025.
Έκτοτε η καθαρή εκδοτική δραστηριότητα των τραπεζών ανήλθε σε 2,5 δισ. ευρώ (χωρίς σε αυτή να συμπεριλαμβάνεται η επιπρόσθετη έκδοση 100 εκατ. ευρώ που ολοκλήρωσε η Eurobank) και τα 650 εκατ. ευρώ της Τράπεζας Πειραιώς), γεγονός που σημαίνει ότι η απόσταση που τις χωρίζει από τον τελικό στόχο έχει μειωθεί σημαντικά.
Αξίζει να επισημανθεί πως όλες οι τράπεζες έχουν ήδη καλύψει τους ενδιάμεσους – μη δεσμευτικούς στόχους – για τον Ιανουάριο του 2025, εστιάζοντας πλέον στην κατεύθυνση που έχει δώσει ο SRB για το 2026 και η οποία ανεβάζει τον δείκτη για την κάλυψη των MREL πάνω από το 27%.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί από τις αρχές του 2018 οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ένα μπαράζ εκδόσεων, συνολικής αξίας περίπου 16,9 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ΤτΕ δε, από το υφιστάμενο υπόλοιπο, ύψους περίπου 15 δισ. ευρώ, τα 9,1 δισ. ευρώ έχουν αντληθεί μέσω έκδοσης τίτλων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior), ενώ τα 5,9 δισ. ευρώ έχουν αντληθεί με την έκδοση τίτλων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (subordinated).