Οι εταιρίες διαχείρισης ανεβάζουν ταχύτητα στο κομμάτι των πλειστηριασμών για να πιάσουν τους στόχους τους, καθώς οι τιτλοποιήσεις δεν φαίνεται να αποδίδουν μέχρι τώρα –μην ξεχνάμε υπήρξε η πανδημία– τα αναμενόμενα.
Από τη μία οι πλειστηριασμοί, από την άλλη η αγορά λιανικής, που έχει πατήσει φρένο λόγω της νέας γεωπολιτικής κρίσης, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας σε τράπεζες και servicers, που βλέπουν «μαύρα σύννεφα» να σκιάζουν την επίτευξη των στόχων τους.
«Φέτος θα δούμε 40.000-50.000 πλειστηριασμούς. Είναι ο αριθμός που πρέπει να γίνεται ετησίως προκειμένου να επιτευχθούν τα πλάνα των τιτλοποιήσεων», υπογράμμισε προ ημερών ο κ. Θεόδωρος Αθανασόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Cepal –που είναι ένας από τους τρεις μεγάλους servicers της ελληνικής αγοράς–, μιλώντας σε συνέδριο για τα «κόκκινα» δάνεια.
Καίρια και η επισήμανση του κ. Άνθιμου Θωμόπουλου, Founder & CEO, Hellenic Finance, που ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: Το πρόβλημα του τεράστιου ιδιωτικού χρέους δεν έχει λυθεί, έχει μεταφερθεί. Το στοίχημα είναι μέσα στην επόμενη πενταετία αυτό να έχει επιλυθεί. Έχουμε καταφέρει 12 χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, το πρόβλημα των NPLs να επιβαρύνει ακόμα τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Το «βαρίδι» της οικονομίας
Την ώρα, λοιπόν, που οι τράπεζες εκδηλώνουν την ικανοποίησή τους καθώς κατάφεραν μέσα από τις τιτλοποιήσεις να απαλλάξουν τους ισολογισμούς τους από τα «κόκκινα» δάνεια (τα 107 δισ. ευρώ του 2016 συρρικνώθηκαν σε 19 δισ. ευρώ το 2021), αυτές οι «κόκκινες» υποχρεώσεις δεν έχουν εξαφανιστεί αλλά συνεχίζουν να αποτελούν «βαρίδι» για την αναπτυξη της οικονομίας.
Ο κ. Τάσος Πανούσης, πρόεδρος της Ενωσης των servicers, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «δημιουργήθηκε η αίσθηση πως η ελληνική οικονομία απαλλάχθηκε από την κληρονομιά της κρίσης. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Τα προβληματικά δάνεια, όταν φεύγουν από τις τράπεζες, ‘‘αποαναγνωρίζονται’’ και δεν εξαφανίζονται. Παραμένουν δηλαδή στην οικονομία. Είναι βάρος για την οικονομία. Τα νοικοκυριά όπως και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να φέρουν αυτό το βάρος της οφειλής τους».
Το πρόβλημα παραμένει και είναι μείζον, αφού τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, βρίσκονται αναγκαστικά εκτός τραπεζικού συστήματος – κάτι που δημιουργεί δυσκολίες στους ίδιους τους δανειολήπτες, αλλά και τροχοπέδη συνολικά για την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως είπε ο κ. Πανούσης.
Σύμφωνα με τους servicers η συνεχιζόμενη κρίση θα επηρεάσει τις τιτλοποιήσεις, ωστόσο, σημειώνουν πως η πρώτη φάση του προγράμματος Ηρακλής δημιούργησε επενδυτικό ενδιαφέρον, ενώ η δευτερογενής αγορά θα βοηθήσει τυχόν ελλείμματα που δημιουργήθηκαν λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Άλλαξαν τα δεδομένα
Οι διαχειριστές των «κόκκινων» δανείων γνωρίζουν και παραδέχονται πως τα σημερινά γεωπολιτικά δεδομένα και η κλιμάκωση των επιτοκίων αλλάζουν τα δεδομένα στην αγορά. Και ελπίζουν σε επενδύσεις από funds στην δευτερογενή αγορά των καθυστερούμενων δανείων.
Σύμφωνα με τον κ. Ανθιμο Θωμόπουλο στην Ελλάδα έχουν γίνει πλέον επενδύσεις άνω των 4 δισ. ευρώ και η πρόκληση τώρα είναι να διατηρηθεί η χώρα ως ελκυστικός επενδυτικός προορισμός, διότι τα δεδομένα πλέον έχουν αλλάξει σημαντικά. Και καθώς έχει άρτια γνώση της αγοράς επισημαίνει πως πρέπει να δοθεί δυνατότητα αναχρηματοδότησης σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει από το υπάρχον σύστημα. Χρειάζεται, λοιπόν, νέο οικοσύστημα χρηματοδότησης και νέοι «παίκτες» στην αγορά…
Αυξημένη επιφυλακή ζήτησε η ΤτΕ
Την ίδια ώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητά από τις τράπεζες να βρίσκονται σε αυξημένη επιφυλακή για τα καθυστερούμενα δάνεια και φοβάται ότι η γεωπολιτική κρίση θα φέρει νέα «κόκκινα».
Στην έκθεσή της η ΤτΕ σημειώνει πως: «Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με την ενεργειακή κρίση που έχει πυροδοτήσει, έχει επιδράσει καθοριστικά αυξάνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις και επηρεάζοντας αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Συνεπώς, με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει την εξέλιξη του πολέμου, αλλά και την απόσυρση των εναπομεινάντων μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την προστασία από την πανδημία εντός του 2022, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των πιστούχων, καθίσταται σαφές ότι δεν αποκλείεται η δημιουργία νέων ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή ακόμη κλιμακωθεί».
Μάλιστα στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Μάιος 2022) η ΤτΕ διαπιστώνει πως οι τράπεζες ακολουθούν πλέον «συνετές πρακτικές δανεισμού», ωστόσο και πάλι υπάρχει κίνδυνος να «σκάσουν» δάνεια και μάλιστα στεγαστικά.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους δείκτες που μετρούν τον κίνδυνο να μην εξυπηρετηθεί ένα δάνειο, στην έκθεση αναφέρεται πως το 75,1% των νέων στεγαστικών θα παραμείνουν «πράσινα» καθώς οι δανειολήπτες έχουν επαρκές εισόδημα και ικανοποιητική ικανότητα εξυπηρέτησης του δανείου τους.
Το 23,1% των δανείων είναι στο «πορτοκαλί» και χαρακτηρίζονται ως μεσαίου κινδύνου, και το 1,8% ταξινομούνται στο «κόκκινο» καθώς είναι υψηλός ο κίνδυνος να «σκάσουν». Δηλαδή, το 1 στα 4 δάνεια ενέχει τον κίνδυνο να βρεθεί στο κόκκινο…
Επίσης αναφέρουμε πως, παρά την αισιοδοξία των τραπεζών για αναθέρμανση της λιανικής, τα στοιχεία λένε άλλα.
Οι δανειολήπτες δεν αποφασίζουν να εκτεθούν σε δανεισμό λόγω της ρευστής γεωπολιτικής κατάστασης, της ενεργειακής κρίσης, της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος τους.
Να σημειωθεί ότι πέρυσι δόθηκαν συνολικά 10.685 στεγαστικα δάνεια, με το μέσο ύψος δανείου να διαμορφώνεται σε 73,2 χιλιάδες ευρώ.
Και όπως σημειώνει η ΤτΕ οι εκταμιεύσεις δανείων με εξασφάλιση οικιστικά ακίνητα παραμένουν χαμηλές τόσο ως απόλυτο μέγεθος -782 εκατ. ευρώ το 2021 – όσο και σε σύγκριση με το επίπεδο προ της δημοσιονομικής κρίσης.
Από τα 10.685 δάνεια, τα 10.100 στεγαστικά δόθηκαν από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι έδιναν γύρω στα 194 δάνεια τη βδομάδα, ή 840 τον μήνα. Δηλαδή 210 δάνεια πάνω κάτω η κάθε συστημική το μήνα και περί τις 2.500 νέα δάνεια στο σύνολο του 2021 εκάστη…