To Φεστιβάλ του Γούντστοκ είναι ίσως το πιο διάσημο ροκ φεστιβάλ, που έχει αναχθεί στις μέρες μας στα όρια του θρύλου.

Έμεινε στην ιστορία επειδή έγινε το σύμβολο μιας γενιάς, της γενιάς των «παιδιών των λουλουδιών», του αντιπολεμικού κινήματος και της εν γένει αμφισβήτησης της δεκαετίας του ‘60.

Πραγματοποιήθηκε σ’ ένα αγρόκτημα στο Μπέθελ (70 χλμ. νοτιοδυτικά του Γούντστοκ) της πολιτείας της Νέας Υόρκης από το απόγευμα της Παρασκευής 15 Αυγούστου έως τις πρωινές ώρες της 18ης Αυγούστου του 1969.

Συμμετείχαν μεγάλα ονόματα της ροκ και φολκ μουσικής, αλλά εξίσου χτυπητές ήταν και οι απουσίες για διαφόρους λόγους σπουδαίων μουσικών.

Η ιδέα για τη διοργάνωση ενός καλοκαιρινού μουσικού φεστιβάλ ανήκε σε τέσσερις νεαρούς, τον 25χρονο Μάικλ Λανγκ, τον 27χρονο Άρτι Κόρνφελντ, τον συνομήλικό του Τζόελ Ρόζενμαν και τον 24χρονο Τζον Ρόμπερτς.

Ο Λανγκ και ο Κόρνφελντ είχαν σχέση με τη μουσική και τη διοργάνωση συναυλιών, ενώ ο Ρόζενμαν και ο Ρόμπερτς έψαχναν ευκαιρίες να επενδύσουν και να βγάλουν χρήματα.

Ως τόπο του φεστιβάλ επέλεξαν το Γούντστοκ, ένα θέρετρο για όλες τις εποχές στα νοτιοανατολικά της πολιτείας της Νέας Υόρκης, το οποίο είχε εξελιχθεί σε καλλιτεχνική παροικία από τις αρχές του 20ου αιώνα.

Ήταν γνωστό και στη ροκ κοινότητα, καθώς μουσικοί όπως ο Μπομπ Ντίλαν και ο Τζίμι Χέντριξ περνούσαν μεγάλα διαστήματα εκεί για δημιουργία και αναψυχή.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμεναν οι εμπνευστές του.

Οι πόλεις του Γούντστοκ και του γειτονικού Γουόλκιλ αρνήθηκαν να το φιλοξενήσουν.

Προ του αδιεξόδου βρέθηκε ως από μηχανής θεός ο Έλιοτ Τάιμπερ, ένας 34χρονος ζωγράφος από το Μπέθελ, του οποίου η οικογένεια είχε ένα παρακμιακό ξενοδοχείο στην περιοχή.

Σκέφτηκε λοιπόν να προτείνει τη διεξαγωγή του φεστιβάλ στο χώρο μπροστά από το ξενοδοχείο των γονιών του, ως μια χρυσή ευκαιρία για τη διάσωσή του.

Απευθύνθηκε στον Λανγκ, αλλά αυτός θεώρησε τον χώρο ακατάλληλο. Ο Τάιμπερ τότε τον σύστησε στον γείτονά του Μαξ Γιάσγκουρ που κατείχε μια τεράστια καταπράσινη έκταση που κατέληγε σε μια λίμνη. Ο Γιάσγκουρ, ιδιοκτήτης γαλακτοκομικής επιχείρησης, δεν έφερε αντίρρηση και συμφώνησε να παραχωρήσει τον χώρο αντί 50.000 δολαρίων.

Οι τοπικές αρχές προσπάθησαν να ματαιώσουν τη συμφωνία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Φρόντισαν γι’ αυτό οι διοργανωτές, που δωροδόκησαν με 25.000 δολάρια τέσσερις δημοτικούς συμβούλους και πήραν την απόφαση που ήθελαν.

Έτσι ξεπεράστηκαν τα αρχικά προβλήματα και το Φεστιβάλ του Γούντστοκ (που δεν έγινε στο Γούντστοκ αλλά στο Μπέθελ) ξεκίνησε κανονικά στις 5 το απόγευμα της Παρασκευής 15 Αυγούστου με τον Ρίτσι Χέιβενς να ανεβαίνει πρώτος στη σκηνή. Το εισιτήριο και για τις τρεις ημέρες κόστιζε στην προπώληση 17 δολάρια και στο ταμείο 24 δολάρια.

Οι διοργανωτές περίμεναν το πολύ 50.000 κόσμο. Όμως αυτό που συνέβη ξεπέρασε κάθε φαντασία. Το πλήθος που κατέφθανε συνεχώς στο χώρο της συναυλίας άγγιξε τα 500.000 άτομα, δημιουργώντας ένα τεράστιο μποτιλιάρισμα από τη Νέα Υόρκη έως το Μπέθελ και κινητοποιώντας τις πολιτειακές αρχές που σκέφτηκαν προς στιγμήν να το διακόψουν.

Οι διοργανωτές είχαν προλάβει να κόψουν γύρω στα 180.000 εισιτήρια, όταν αποφάσισαν ν’ ανοίξουν τις πόρτες, μη μπορώντας να διαχειριστούν ένα τόσο μεγάλο πλήθος. Επιπρόσθετα η βροχή που έπεσε κατά τη διάρκεια του τριημέρου μετέτρεψε τον χώρο της συναυλίας σε βάλτο, αλλά το κοινό παρέμεινε απτόητο στη θέση του, πιθανώς και λόγω της μεγάλης κατανάλωσης μαριχουάνας και ψυχεδελικών.

Βοήθησαν σ’ αυτό και ορισμένες αξιομνημόνευτες εμφανίσεις από τους Crosby, Stills, Nash and Young (που έπαιξαν μαζί για δεύτερη φορά), τον Κάρλος Σαντάνα (η φήμη του οποίου δεν είχε εξαπλωθεί πέρα του Σαν Φρανσίσκο), τον Τζο Κόκερ (που συστήθηκε για πρώτη φορά στο αμερικανικό κοινό) και τον Τζίμι Χέντριξ που έκλεισε το φεστιβάλ το πρωί της Δευτέρας 18 Αυγούστου.

Η ψυχεδελική ερμηνεία του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ «The Star-Spangled Banner» σφράγισε όχι μόνο το Φεστιβάλ του Γούντστοκ, αλλά και μια ολόκληρη εποχή.

Από τους μεγάλους απόντες, παρότι προσκλήθηκαν, αξίζει να αναφερθούν ο Μπομπ Ντίλαν (λόγω μη σοβαρής αντιμετώπισής του από τους διοργανωτές, αλλά κι εξαιτίας ατυχήματος ενός εκ των παιδιών του), οι Rolling Stones (που ετοίμαζαν το άλμπουμ τους «Let It Bleed»), οι Doors (που το θεώρησαν φεστιβάλ β’ κατηγορίας), ο Φρανκ Ζάππα (επειδή θα είχε πολύ λάσπη), οι Led Zeppelin (ύστερα από άρνηση του μάνατζέρ τους), οι Beatles (που βρίσκονταν στα πρόθυρα της διάλυσης) και η Τζόνι Μίτσελ (που προτίμησε να εμφανιστεί σ’ ένα τηλεοπτικό σόου).

Οι διοργανωτές είχαν προϋπολογίσει το κόστος του Φεστιβάλ στα 500.000 δολάρια, αλλά αυτό ξεπέρασε τα 2,5 εκατομμύρια δολάρια.

Την κατάσταση έσωσαν οι πωλήσεις του άλμπουμ της συναυλίας και το βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ του Μαρκ Γουόντλι «Woodstock», που αποτύπωσε όχι μόνο τα μουσικά δρώμενα, αλλά και το πνεύμα της γενιάς του Γούντστοκ.

Στο κινηματογραφικό συνεργείο του Γουόντλι συμμετείχε και ο νεαρός τότε Μάρτιν Σκορσέζε, οποίος χρόνια αργότερα δήλωσε ότι ο μύθος που περιβάλλει το Γούντστοκ θα είχε εξασθενήσει, αν δεν υπήρχε η ταινία να τον κρατά ζωντανό.

Η σύνθεση του Φεστιβάλ του Γούντστοκ
Πρώτη Ημέρα​

Richie Havens​
Sweetwater​
The Incredible String Band ​
Bert Sommer​
Tim Hardin​
Ravi Shankar​
Melanie​
Arlo Guthrie​
Joan Baez

Δεύτερη Ημέρα

Quill​
Keef Hartley Band
Countryjoe McDonald​
John Sebastian
Santana​
Canned Heat​
Mountain​
Grateful Dead​
Creedence Clearwater Revival​
Sly & the Family Stone​
Janis Joplin with Kozmic Blues Band​
The Who​
Jefferson Airplane

Τρίτη Ημέρα

Joe Cocker​
Countryjoe & The Fish​
Ten Years After​
The Band​
Blood, Sweat and Tears​
Johnny Winter​
Crosby, Stills, Nash & Young​
Paul Butterfield Blues Band​
Sha-Na-Najimi ​
Jimi Hendrix with Gypsy Sun and Rainbows.

Διαβάστε ακόμη: