Οι δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup, Paschal Donohoe, μετά την τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης ήρθαν να επιβεβαιώσουν το “σφίξιμο του ζωναριού” που επίκειται. Η επεκτατική δημοσιονομική των τελευταίων ετών στην Ευρώπη, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία, φτάνει πλέον στο τέλος της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του ο κ. Donohoe, το Eurogroup συμφώνησε ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να αποσκοπούν στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα, αυξάνοντας παράλληλα το αναπτυξιακό δυναμικό με βιώσιμο τρόπο.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης αναγνώρισαν μεν την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, αλλά απηύθυναν σημαντικά μηνύματα όσον αφορά τον σχεδιασμό των δημοσιονομικών μέτρων και την ανάγκη αποφυγής μόνιμων μέτρων αύξησης του ελλείμματος, ως σημαντικό στοιχείο για την κατάρτιση των προϋπολογισμών για το επόμενο έτος.
Συνετές δημοσιονομικές πολιτικές
Ακόμη πιο κατατοπιστική είναι η ίδια η δήλωση του Eurogroup για τη δημοσιονομική καθοδήγηση για το 2024. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν: ” Συμφωνούμε ότι κατά την περίοδο 2023-24, οι συνετές δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους, αυξάνοντας παράλληλα τη δυνητική ανάπτυξη με βιώσιμο τρόπο και αντιμετωπίζοντας τις πράσινες και ψηφιακές μεταβάσεις και τους στόχους ανθεκτικότητας μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Η δημοσιονομική πολιτική θα συμβάλει στη διασφάλιση της σταθερότητας της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και θα διευκολύνει την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Υπό το πρίσμα των οικονομικών προοπτικών και σε ένα πλαίσιο υψηλού πληθωρισμού και αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης, επαναλαμβάνουμε ότι η ευρεία δημοσιονομική τόνωση της συνολικής ζήτησης δεν δικαιολογείται”.
Παρακάτω το Eurogroup σημειώνει: ”Ως εκ τούτου, θα παρακολουθούμε στενά τον αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση και στον δημοσιονομικό προσανατολισμό των πρόσθετων μέτρων ενεργειακής στήριξης ή την παράταση των υφιστάμενων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την αβεβαιότητα για την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας. Πρέπει να αποφύγουμε μόνιμα μέτρα αύξησης του ελλείμματος.
Δεδομένων των ισχυρών δευτερογενών επιπτώσεων στις αγορές ενέργειας και για τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, θα συντονίσουμε τα μέτρα μας για τη διατήρηση των ίσων όρων ανταγωνισμού και της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς. Τα μέτρα μας μέχρι στιγμής έχουν μετριάσει τον αρχικό υπερβολικό αντίκτυπο του σοκ στις τιμές της ενέργειας στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, ωστόσο, το δημοσιονομικό κόστος επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά”.
Και το Eurogroup καταλήγει στη δήλωσή του: ”Περνάμε σταδιακά από την υποστήριξη ευρείας βάσης σε πιο στοχευμένα μέτρα με βελτιωμένο σχεδιασμό, αποτελεσματικότητα και προσιτή τιμή. Ελλείψει νέων κραδασμών τιμών, θα συνεχίσουμε να καταργούμε σταδιακά τα μέτρα ενεργειακής στήριξης, τα οποία θα συμβάλουν επίσης στη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων. Προσβλέποντας στο μέλλον, είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τις προσπάθειες συντονισμού ενόψει του επόμενου χειμώνα. Στον βαθμό που απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες, θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις βιώσιμες επιχειρήσεις, διατηρώντας παράλληλα κίνητρα για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης”.
Η απόκριση της δημοσιονομικής πολιτικής στην ενεργειακή κρίση
Όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην ανακοίνωση της 8ης Μαρτίου 2023 σχετικά με τη δημοσιονομική καθοδήγηση για το 2024, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας ώθησε τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, με σημαντικό δημοσιονομικό κόστος. Τα μέτρα αυτά μετρίασαν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που είχε για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις η αιφνίδια αύξηση των τιμών της ενέργειας, ιδίως του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2022, το καθαρό κόστος των μέτρων αυτών το 2022 ανήλθε στο 1,2 % του ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ. Με βάση τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες το φθινόπωρο, το καθαρό κόστος των μέτρων για την ενέργεια προβλεπόταν να μειωθεί στο 0,9 % του ΑΕΠ της ΕΕ το 2023. Ωστόσο, για να επιτευχθεί η μείωση αυτή, είναι αναγκαία η σχεδιαζόμενη σταδιακή κατάργηση των περισσότερων μέτρων στήριξης που έπρεπε να λάβουν τα κράτη μέλη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με την Κομισιόν η σταδιακή κατάργηση έχει αρχίσει, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, από το φθινόπωρο και μετά, ορισμένα κράτη μέλη παρέτειναν κάποια υφιστάμενα μέτρα ή θέσπισαν νέα. Η παράταση υφιστάμενων μέτρων για την ενέργεια έως το τέλος του 2023 θα επέφερε σημαντική αύξηση του σχετικού δημοσιονομικού κόστους.
Το κέντρο βάρους των προσπαθειών θα πρέπει τώρα να μετατοπιστεί στη σταδιακή κατάργηση των εθνικών δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν για την προστασία των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από την κρίση των τιμών της ενέργειας. Κατά την Κομισιόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταργήσουν σταδιακά τα μέτρα στήριξης όσον αφορά την ενέργεια, αρχής γενομένης από τα λιγότερο στοχευμένα.
Εάν χρειαστεί να παραταθούν μέτρα στήριξης λόγω νέων ενεργειακών πιέσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να στοχοθετήσουν τα μέτρα τους πολύ καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν, αποφεύγοντας τη γενικευμένη στήριξη και προστατεύοντας μόνον όσους τη χρειάζονται, δηλαδή τα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η προσέγγιση αυτή θα περιορίσει το δημοσιονομικό κόστος και, πράγμα πολύ σημαντικό, θα λειτουργήσει επίσης ως κίνητρο για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Το 2022, πάνω από το 70 % των ποσών που διατέθηκαν για τη στήριξη όσον αφορά την ενέργεια αντιστοιχούσε σε μέτρα που δεν επικεντρώνονταν επαρκώς στα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Επιπλέον, τα δύο τρίτα των μέτρων έχουν στρεβλώσει το μήνυμα των τιμών και ενδέχεται να έχουν μειώσει τα κίνητρα για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας και την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Παρ’ όλα αυτά, ο σχεδιασμός των μέτρων βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου, με βάση την εμπειρία από την αρχική ταχεία αντίδραση στην απότομη αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Σταδιακό “μάζεμα” της δημοσιονομικής πολιτικής
Σύμφωνα τώρα με την ανακοίνωση της Κομισιόν, τα κράτη μέλη καλούνται να προσδιορίσουν στα οικεία προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης πώς τα δημοσιονομικά τους σχέδια θα διασφαλίσουν την τήρηση της τιμής αναφοράς του 3 % για το έλλειμμα, καθώς και την εύλογη και συνεχή μείωση του χρέους, ή τη διατήρηση του χρέους σε συνετά επίπεδα, μεσοπρόθεσμα.
Συγκεκριμένα, στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης του 2023 τα κράτη μέλη καλούνται να θέσουν δημοσιονομικούς στόχους οι οποίοι να συμμορφώνονται με τα κριτήρια δημοσιονομικής προσαρμογής που καθορίζονται στις μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις της Επιτροπής.
Πιο συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές ή μέτριες προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος καλούνται να θέσουν δημοσιονομικούς στόχους που διασφαλίζουν εύλογη και συνεχή μείωση του χρέους ή διατήρηση του χρέους σε συνετά επίπεδα μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, όλα τα κράτη μέλη καλούνται να θέσουν δημοσιονομικούς στόχους που να διασφαλίζουν ότι το έλλειμμα δεν θα υπερβεί το 3 % του ΑΕΠ ή ότι θα μειωθεί κάτω από το 3 % του ΑΕΠ εντός της περιόδου που καλύπτεται από το πρόγραμμα σταθερότητας ή σύγκλισης, και να διασφαλίσουν με τρόπο αξιόπιστο τη διατήρηση του ελλείμματος κάτω από το 3 % του ΑΕΠ με αμετάβλητες πολιτικές μεσοπρόθεσμα.
Καλούνται επίσης τα κράτη μέλη να αναφέρουν στα οικεία προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης τα μέτρα στήριξης που προγραμματίζουν στον τομέα της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών τους επιπτώσεων, της σταδιακής κατάργησής τους και των υποκείμενων παραδοχών για την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας.
Τέλος, τα κράτη μέλη καλούνται να αναλύσουν στα οικεία προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης τον τρόπο με τον οποίο τα μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά τους σχέδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιγράφονται στα οικεία σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, αναμένεται να συμβάλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στις κατευθύνσεις της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση.
Δημοσιονομικές κατευθύνσεις
Η Επιτροπή είναι έτοιμη να προτείνει δημοσιονομικές κατευθύνσεις για το 2024 οι οποίες είναι σύμφωνες με τους ιδίους στόχους των κρατών μελών, εφόσον οι στόχοι αυτοί συνάδουν με τη διασφάλιση ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους τίθεται σε καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετό επίπεδο και το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τη μεσοπρόθεσμη προσέγγιση και την έμφαση στην οικειοποίηση σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή είναι έτοιμη να βασίσει τις δημοσιονομικές κατευθύνσεις στους δημοσιονομικούς στόχους που καθορίζονται στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης των ιδίων των κρατών μελών.
Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη καλούνται να διασφαλίσουν ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι στα οικεία προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης συνάδουν με τα κριτήρια που προτείνονται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής.
Όταν οι δημοσιονομικοί στόχοι ενός κράτους μέλους δεν είναι επαρκώς φιλόδοξοι, η Επιτροπή θα προτείνει δημοσιονομική κατεύθυνση η οποία θα συνάδει με τα κριτήρια που προτείνονται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της, ενώ παράλληλα θα εξακολουθεί να συνάδει με τα κριτήρια της ισχύουσας νομοθεσίας στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Στην παρούσα συγκυρία, η ποσοτικοποιημένη απαίτηση των κατευθύνσεων θα επικεντρωθεί στο 2024.
Η έμφαση στο δημόσιο χρέος
Από κει και πέρα, οι προτάσεις της Επιτροπής για το 2024 θα ποσοτικοποιηθούν και θα διαφοροποιηθούν με βάση τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά το δημόσιο χρέος. Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί έμφαση στην ανάγκη τα κράτη μέλη με σημαντικές ή μέτριες προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος να θέσουν το δημόσιο χρέος σε εύλογη και συνεχή πτωτική πορεία.
Πιο συγκεκριμένα, στα κράτη μέλη με σημαντικές ή μέτριες προκλήσεις όσον αφορά στο δημόσιο χρέος (με βάση την ανάλυση της Επιτροπής για τη βιωσιμότητα του χρέους) θα συνιστώνται δημοσιονομικοί στόχοι που θα διασφαλίζουν εύλογη και συνεχή μείωση του χρέους ή τη διατήρηση του χρέους σε συνετά επίπεδα μεσοπρόθεσμα, ενώ παράλληλα θα εξακολουθούν να συνάδουν με την ισχύουσα νομοθεσία στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Στα κράτη μέλη με χαμηλές προκλήσεις όσον αφορά το δημόσιο χρέος θα συνιστάται να διατηρήσουν ή να μειώσουν το έλλειμμά τους κάτω από το 3 % του ΑΕΠ εντός της περιόδου που καλύπτεται από το πρόγραμμα σταθερότητας ή σύγκλισης και να διασφαλίσουν ότι το έλλειμμα διατηρείται κάτω από το 3 % του ΑΕΠ με αμετάβλητες πολιτικές μεσοπρόθεσμα.
Έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις
Οι δημοσιονομικές κατευθύνσεις θα διαμορφώνονται με βάση τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, όπως προτείνεται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής. Η μετάβαση προς αυτόν τον δείκτη θα αποτελεί μετατόπιση της εστίασης σε σύγκριση με την περίοδο κατά την οποία ίσχυε η γενική ρήτρα διαφυγής, όταν η δημοσιονομική εποπτεία επικεντρώθηκε στις καθαρές εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς τρέχουσες δαπάνες και στη διατήρηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων επενδύσεων.
Στις οικείες δημοσιονομικές συστάσεις η Επιτροπή θα συνεχίσει να δίνει έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις, λόγω του ουσιαστικού ρόλου που διαδραματίζουν. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να προστατεύουν τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων του ΜΑΑ και άλλων κονδυλίων της ΕΕ, ιδίως υπό το πρίσμα της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και των στόχων ανθεκτικότητας. Θα πρέπει να διασφαλιστεί υψηλή ποιότητα των δημόσιων επενδύσεων, μεταξύ άλλων μέσω της πλήρους υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον ΜΑΑ.
Οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να στηρίξουν τη διττή μετάβαση προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η δημοσιονομική προσαρμογή των κρατών μελών με σημαντικές ή μέτριες προκλήσεις όσον αφορά στο δημόσιο χρέος δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τις επενδύσεις, αλλά μάλλον να υλοποιείται μέσω του περιορισμού της αύξησης των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών σε σχέση με τη μεσοπρόθεσμη αύξηση της δυνητικής παραγωγής.
Το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την ενέργεια
Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τον προσωρινό χαρακτήρα της στήριξης που παρέχεται από τη μη επιστρεπτέα χρηματοδοτική στήριξη του ΜΑΑ («επιχορηγήσεις»).
Η Επιτροπή θα λάβει υπόψη την ανάγκη διατήρησης των επενδύσεων κατά την παρακολούθηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων σε σχέση με τις δημοσιονομικές συστάσεις.
Οι κατευθύνσεις για το 2024 θα παράσχουν επίσης κατευθύνσεις σχετικά με το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων για την ενέργεια. Εάν οι τιμές χονδρικής πώλησης της ενέργειας παραμείνουν σταθερές και το χαμηλότερο ενεργειακό κόστος μετακυλιστεί στις τιμές λιανικής, όπως προβλέπεται επί του παρόντος, τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης στον τομέα της ενέργειας θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά το 2024 και οι σχετικές εξοικονομήσεις πόρων θα πρέπει να συμβάλλουν στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων.
Εάν οι τιμές της ενέργειας αυξηθούν εκ νέου και η στήριξη δεν μπορεί να διακοπεί πλήρως, τα στοχευμένα μέτρα θα πρέπει να προστατεύουν μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις ευάλωτες επιχειρήσεις, ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται ευρύτερα μέτρα, όπως αυτά που εφαρμόστηκαν το 2022.
Μια τέτοια κίνηση θα μείωνε το δημοσιονομικό κόστος, θα παρείχε κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και θα επέτρεπε στην οικονομία να προσαρμοστεί σταδιακά και με βιώσιμο τρόπο κατά τη διάρκεια περιορισμένης χρονικής περιόδου.
Διαπιστώνεται εξάλλου σύγκλιση απόψεων σε διάφορα βασικά ζητήματα, ενώ άλλα δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί. Υπάρχει συμφωνία ότι οι τιμές αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ και του 60 % του ΑΕΠ που ορίζονται στο πρωτόκολλο αριθ. 12 των Συνθηκών θα πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητες. Υπάρχει σύγκλιση απόψεων σε μια σειρά θεμάτων:
- ότι η προτεινόμενη μεσοπρόθεσμη προσέγγιση, διατηρώντας παράλληλα την ετήσια εποπτεία, είναι κατάλληλη για να διασφαλίσει τη σταθερή μείωση των υψηλών δεικτών χρέους και ότι τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια που εκπονούν τα κράτη μέλη θα αποτελέσουν τον ακρογωνιαίο λίθο του αναθεωρημένου πλαισίου για την ανάγκη για μεγαλύτερα κίνητρα για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τον αντίκτυπο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στις επενδύσεις και τις σημαντικές επενδυτικές ανάγκες για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση
- ότι απαιτείται αποτελεσματικότερη επιβολή των κανόνων, μεταξύ άλλων διατηρώντας τις οικονομικές κυρώσεις αλλά μειώνοντας τα ποσά των κυρώσεων αυτών, με παράλληλη ενίσχυση κυρώσεων που πλήττουν τη φήμη·
- ότι οι υφιστάμενοι κανόνες για την έναρξη και περάτωση μιας ΔΥΕ βάσει ελλείμματος θα παραμείνουν αμετάβλητοι, ενώ η ΔΥΕ βάσει χρέους θα πρέπει να ενισχυθεί· για την τήρηση των βασικών αρχών της διασφάλισης της οικειοποίησης σε εθνικό επίπεδο και της ίσης μεταχείρισης·
και για την ανάγκη κατάλληλης διαφοροποίησης των δημοσιονομικών προσπαθειών.
Απαιτούνται περαιτέρω συζητήσεις σχετικά με την έμπρακτη εφαρμογή αυτών των αρχών.