Πολλά «παράθυρα», παρέχουν στις τράπεζες οι τελικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για την αποζημίωση των καταναλωτών για κακόβουλες προσπάθειες υποκλοπής στοιχείων ( phishing ), μέσω πιστωτικών καρτών.

Αν και είναι νωρίς να προβλεφθεί, ποιες πρακτικές πρόκειται να εφαρμοστούν από την πλευρά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όταν οι καταναλωτές – πελάτες τους προσφύγουν σε αυτές ζητώντας τις αποζημιώσεις που προβλέπει ήδη από το 2018 το κοινοτικό δίκαιο αλλά μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν υπήρχε ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος , η διάταξη που κατατέθηκε επιδέχεται διαφόρων ερμηνειών.

Γεγονός είναι ότι προβλέπεται «κόσκινο», που παρέχει στις τράπεζες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την λήψη μέτρων προστασίας από τους καταναλωτές – θύματα του ηλεκτρονικού «ψαρέματος». Από την άλλη , αν η νέα διάταξη πρόβλεπε αποζημιώσεις για όλους τους καταγγέλλοντες , χωρίς συγκεκριμένα φίλτρα , σύντομα θα προέκυπταν , πολλοί ίσως και χιλιάδες «έξυπνοι» καταναλωτές , οι οποίοι θα αξιοποιούσαν το νόμο προκειμένου να εξασφαλίσουν μέσω ειδικών «εφευρημάτων» σημαντικές αποζημιώσεις .

Οι αλλαγές που κατατέθηκαν από την κυβέρνηση αφορούν κυρίως το άρθρο 22 του σχεδίου νόμου, στο οποίο αναφέρεται τα εξής

  • Ο πληρωτής (σ.σ. δηλαδή κάτοχος της κάρτας) ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των 50 ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του.
  • Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον:

α) η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός αν ο πληρωτής είχε ενεργήσει με δόλο ή
β) η ζημία είχε προκληθεί από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του».

Τι ισχύει;

Σύμφωνα με την πρόβλεψη εφόσον οι ζημιές από την χρήση της πιστωτικής κάρτας οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ο κάτοχός της ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε. Δηλαδή μέχρι τα 1.000 ευρώ είναι υπεύθυνος ο κάτοχος του e-banking. Στην περίπτωση όμως που μια χρηματική μεταφορά πάνω από 1.000 ευρώ, τη διαφορά την καλύπτει η τράπεζα.

Η εξαίρεση

Αυτή η διάταξη «δεν εφαρμόζεται, αν ο πάροχος αποδείξει ότι διαθέτει και εφαρμόζει πρόσθετους και πιο εξελιγμένους μηχανισμούς ελέγχου των συναλλαγών, από αυτούς που εφαρμόζει για την ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλαγών, για συναλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν ζημία άνω 1.000 ευρώ, όπως ιδίως μηχανισμούς ελέγχου που αξιοποιούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.».

Δηλαδή αν οι τράπεζες εφαρμόσουν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας ( κάτι που λογικά θα κάνουν) , ο καταναλωτής πολύ δύσκολα θα ,μπορέσει να διεκδικήσει αποζημίωση.
Στο άρθρο 22 αναφέρεται επίσης ότι ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών του .

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το πρώτο εξάμηνο του 2022 αφαιρέθηκαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Ελλήνων περισσότερα από έξι εκατ. ευρώ.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συναλλαγές, αξίας άνω των 43 δισ. ευρώ τα περιστατικά απάτης αφορούσαν σε πάνω από έξι εκατ. ευρώ, με τον σχετικό δείκτη να κυμαίνεται στο επίπεδο του 0,01% και να αναλογεί σε ένα ευρώ αξία απάτης ανά 7.000 ευρώ αξία συναλλαγών.

Σε όρους περιστατικών απάτης, ο δείκτης κυμάνθηκε το α’ εξάμηνο του 2022 στο επίπεδο του 0,02% και αναλογεί σε μία συναλλαγή απάτης ανά 6.600 συναλλαγές.

«Από την ανάλυση των περιστατικών απάτης ανά δίαυλο συναλλαγής με κάρτες πληρωμών, δηλαδή α) συναλλαγές σε τερματικά ΑΤΜ, β) πληρωμές σε τερματικά POS και γ) εξ αποστάσεως συναλλαγές χωρίς την φυσική παρουσία της κάρτας (card not present – CNP), προκύπτει ότι το υψηλότερο ποσοστό απάτης αφορά στις εξ αποστάσεως συναλλαγές», τονίζεται στην Έκθεση.

Οι οικονομικές ζημίες που προκύπτουν από τις συναλλαγές απάτης και οι οποίες επιμερίζονται στα συμβαλλόμενα μέρη της συναλλαγής ανάλογα με την υπαιτιότητά τους «άγγιξαν» τα 5,6 εκατ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2022, μειωμένες κατά 14% συγκριτικά με το β’ εξάμηνο του 2021 και κατά 9% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2021.

Σε ό, τι αφορά τον επιμερισμό τους, όπως σημειώνει η ΤτΕ, το μεγαλύτερο μέρος της ζημίας επιβαρύνει τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών και οι οποίοι, κατά το α’ εξάμηνο του 2022, επωμίστηκαν το 50% της συνολικής ζημίας. Αντίστοιχα, οι πάροχοι-εκδότες καρτών πληρωμών επιβαρύνθηκαν σε ποσοστό 40%. Οι κάτοχοι-χρήστες καρτών επιβαρύνθηκαν σε ποσοστό 10%.

Διαβάστε ακόμη: