Τον δρόμο για ευρύτερες αλλαγές και ελαφρύνσεις στη φορολογία νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανοίγει η αύξηση των φορολογητέων εισοδημάτων που, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, θα σπάσει για πρώτη φορά φέτος το φράγμα των 100 δισ. ευρώ.
Πέρυσι (το 2023 για εισοδήματα του 2022) επί συνόλου 9.017.477 φορολογουμένων (ΑΦΜ) τα φορολογητέα εισοδήματα είχαν ανέλθει συνολικά στα 97,56 δισ. ευρώ. Τα φορολογικά βάρη όμως σήκωσαν λίγοι.
Με βάση στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΑΑΔΕ στο Φορολογικό Δελτίο β΄τριμήνου:
• το 50% των φορολογουμένων είχαν ετήσιο φορολογητέο εισόδημα μέχρι 7.680 ευρώ (δηλαδή κάτω από 640 ευρώ το μήνα) και μόλις 10% έχει εισόδημα πάνω από 20.842 ευρώ (ή 1.737 ευρώ το μήνα).
• το 50% των φορολογουμένων πλήρωσε φόρο έως 90 ευρώ ετησίως, ενώ 10% κλήθηκε να καταβάλει φόρο πάνω από 2.607 ευρώ.
• οι Μισθοί & Συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια (71,5%), όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών / συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.
Η εικόνα αυτή όμως αλλάζει, λόγω των νέων μέτρων που επιβλήθηκαν από φέτος, με ηλεκτρονικούς ελέγχους των ροών του χρήματος που κινείται στην αγορά (POS), των εσόδων και εξόδων επαγγελματιών και επιχειρήσεων (myDATA), ή και άλλων μέτρων όπως η απαγόρευση μετρητών στις αγορές ακινήτων, έλεγχοι στο κύκλωμα καυσίμων κλπ.
Τα νέα δεδομένα αυτά «ανακατεύουν την τράπουλα» των φορολογικών επιβαρύνσεων και θα αναζητηθούν περιθώρια στοχευμένων αλλαγών και μελλοντικών φοροελαφρύνσεων.
Άμεσα πάντως και πριν καν αποδώσουν «καρπούς» τα παραπάνω (αναμένονται από το 2025 και μετά), στα εκκαθαριστικά που εκδόθηκαν ήδη θα φανούν τα πρώτα αποτελέσματα από φέτος από την τεκμαρτή φορολόγηση επαγγελματιών.
Η επίδραση των τεκμηρίων των επαγγελματιών, διαφαίνεται ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των «παραδοσιακών» τεκμηρίων που ισχύουν για όλα ανεξαιρέτως τα φυσικά πρόσωπα και πέρυσι απέδωσαν κατά 5,25 δισ. ευρώ τα φορολογητέα εισοδήματα, ώστε να μπορέσουν να φορολογηθούν τα συνολικά 97,56 δισ. για το 2022.
Μέχρι πέρυσι, με βάση την έκθεση που εκπόνησε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την καλύτερη παρακολούθηση της φορολογικής πολιτικής, προκύπτει ακόμα ότι:
• Το 80% από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα που πέρυσι (77,6 από τα 97,5 δισ. ευρώ) προέρχεται από εισοδήματα εργασίας, δηλαδή μισθοί-συντάξεις, επιχειρήσεις, αγροτικά.
• Το 15% ή 14,6 δισ. ευρώ από πηγές κεφαλαίου (ακίνητα, μερίσματα, τόκοι, δικαιώματα και υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου)
• Στα ποσά αυτά προστίθενται και 5,2 δισ. ευρώ ως διαφορά τεκμηρίων.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή:
• Ο μέσος φορολογικός συντελεστής για το 2023 ανήλθε σε 10,41%.
• Οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν την κύρια εισοδηματική πηγή στην ελληνική επικράτεια ήτοι 69,793 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 71,5% επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Όμως σχεδόν για το 40% των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν αναλογεί φόρος, καθότι τα φορολογητέα ποσά εισοδήματος δεν υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο.
• Η αμέσως επόμενη κατηγορία από πλευράς φορολογητέου εισοδήματος είναι το εισόδημα από ακίνητα που ανέρχεται σε 7,948 δισ. ευρώ και σε ποσοστό 8,1%, όπου το 90% των φορολογουμένων της κατηγορίας αυτής έχουν κάτω από 9.597 ευρώ ετήσιο φορολογητέο εισόδημα.
• Τα εισοδήματα από την επιχειρηματική δραστηριότητα και τα αγροτικά είναι η τρίτη στη σειρά εισοδηματική πηγή από πλευράς κατανομής επί του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος καθώς ανέχονται σε 6,968 δισ. ευρώ και σε ποσοστό το 7,1%).
• Σε επίπεδα παρόμοια με τα εισοδήματα από τις επιχειρήσεις και τα αγροτικά είναι τα ποσά που δηλώνονται από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα και υπεραξία κεφαλαίου καθώς φθάνουν τα 6,695 δισ. ευρώ και σε ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος το 6,8%.
• Το φορολογητέο εισόδημα που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα που υπηρετούν σε πλοία του εμπορικού ναυτικού είναι τελευταίο στην κατάταξη με βάση την εισοδηματική πηγή καθώς δεν ξεπερνά τα 900 εκατ. ευρώ ή το 0,9% του συνόλου.