Tις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Alpha Bank σε «BB+» από «BB» και της Alpha Services and Holdings σε «BB-» από «B+» αύξησε σήμερα ο S&P Global Ratings. Οι προοπτικές είναι σταθερές. Επίσης, αύξησε τις αξιολογήσεις μακροπρόθεσμης και βραχυπρόθεσμης εξυγίανσης (RCR) στην Alpha Bank σε «BBB/A-2» από «BBB-/A-3».
Ταυτόχρονα, επιβεβαίωσε τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας σε «Β».

Όπως εξηγεί ο οίκος, η πρόσθετη έκδοση AT1 της Alpha Bank ενίσχυσε την κεφαλαιοποίηση του ομίλου, η οποία ήταν ήδη σε θετική τάση χάρη στη βελτιωμένη λειτουργική απόδοση της τράπεζας. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η λειτουργική ανάκαμψη της Alpha Bank και το υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον ενίσχυσαν την κεφαλαιοποίηση της Alpha Bank.
Τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια έχουν βελτιωθεί σημαντικά, χάρη στα υψηλότερα επιτόκια, ενώ οι επιβαρύνσεις απομείωσης δανείων έχουν εξομαλυνθεί μετά την εκποίηση μεγάλων όγκων επισφαλών δανείων τα τελευταία χρόνια.

Σε γενικές γραμμές, η αποδοτικότητα κόστους της Alpha Bank υποστηρίζει επίσης τη δημιουργία κερδών, με μια πρόβλεψη αναλογίας κόστους προς έσοδα στο 40% το 2024 και το 2025, που θα βοηθήσει την τράπεζα να διατηρήσει πάνω από 10% απόδοση ιδίων κεφαλαίων, παρά την αναμενόμενη μείωση από τη συμβολή των επιτοκίων στην κερδοφορία.
Ο οίκος αναμένει επίσης ότι η αποεπένδυση της τράπεζας της θυγατρικής της στη Ρουμανία ως μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας με την UniCredit θα προσφέρει πρόσθετη κεφαλαιακή ανακούφιση στην τράπεζα μέσω χαμηλότερων σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων. Η έκδοση AT1 300 εκατομμυρίων ευρώ προστίθεται σε αυτές τις βελτιώσεις και θα ενισχύσει περαιτέρω τον δείκτη pro-forma προσαρμοσμένου στον κίνδυνο κεφαλαίου (RAC) κατά 30-40 μονάδες βάσης, οδηγώντας τον προβλεπόμενο δείκτη RAC να αυξηθεί σε περίπου 7,2%-7,7% κατά τέλος έτους 2025.

Κατά την άποψη του οίκου, αυτοί οι παράγοντες θα εξισορροπήσουν περισσότερο την πίεση στην κεφαλαιοποίηση του ομίλου από την επιχειρηματική ανάπτυξη της Alpha Bank και τα σχέδια για αύξηση της διανομής μερισμάτων παρόμοια με άλλες ελληνικές τράπεζες.

Ο υψηλός όγκος αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων χαμηλής ποιότητας (DTC) στο κεφάλαιο της τράπεζας εξακολουθεί να αποτελεί αδυναμία. Ο οίκος όμως συνεχίζει να θεωρεί ότι η ποιότητα κεφαλαίου της Alpha Bank είναι χαμηλή λόγω του σημαντικού μεριδίου της στα DTC, τα οποία αντιπροσώπευαν περίπου το 52% του δείκτη κοινών μετοχών πρώτης βαθμίδας στις 30 Ιουνίου 2024.

Το υψηλό ποσό των DTC επιβαρύνει την πιστοληπτική της ικανότητα λόγω της αδύναμης ικανότητας απορρόφησης ζημιών και συγκεκριμένα επειδή η ενεργοποίηση DTC θα οδηγούσε σε απομείωση των μετόχων, αποθαρρύνοντας έτσι την τράπεζα από το να τα χρησιμοποιήσει. Υπενθυμίζεται εδώ ότι η τράπεζα αναμένει να μειώσει σταδιακά το μερίδιο των DTC κάτω από 30% έως το τέλος του 2026 και κάτω από 20% έως το 2029 μέσω οργανικής δημιουργίας κεφαλαίου και απόσβεσης DTC, όπως προβλέπει ο νόμος.
Οι προοπτικές για την Alpha Bank είναι σταθερές, αντανακλώντας την προσδοκία του S&P ότι η τράπεζα θα παρουσιάσει σταθερή λειτουργική απόδοση και η κεφαλαιοποίησή της θα βελτιωθεί τους επόμενους 12 μήνες, παρά τα σχέδια της τράπεζας για αύξηση της διανομής μερίσματος. Κατά την άποψή του, οι βασικές μετρήσεις ποιότητας ενεργητικού θα συνεχίσουν να βελτιώνονται από τα τρέχοντα επίπεδα, επωφελούμενοι από ένα υποστηρικτικό οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα.

Διαβάστε ακόμη: