Αποτροπιασμό σε ολόκληρη τη Γαλλία, και όχι μόνο, έχει προκαλέσει, η υπόθεση φρίκης με ένα Γάλλο συνταξιούχο, τον Dominique, που κατηγορείται ότι στρατολόγησε δεκάδες αγνώστους μέσω διαδικτύου για να βιάσουν τη σύζυγό του, Gisele Pelicot, στο σπίτι τους στην Προβηγκία, αφού την νάρκωνε.

Όλοι κατηγορούνται για βιασμό και η δίκη πρόκειται να διαρκέσει για τέσσερις μήνες. Ο Dominique, που δήλωσε ένοχος, γνώριζε άνδρες στο διαδίκτυο και του καλούσε στο σπίτι του για να κακοποιήσουν σεξουαλικά τη σύζυγό του, τραβώντας σε βίντεο τους βιασμούς που γίνονταν από το 2011 μέχρι το 2020 ενώ την βίαζε και ο ίδιος. Η αστυνομία υπολογίζει ότι έγιναν συνολικά 92 βιασμοί από 72 άνδρες, ωστόσο 51 ταυτοποιήθηκαν και δικάζονται μαζί με τον κύριο ύποπτο και σύζυγο της Gisele.

Γαλλία: Τι απαγόρευε στους βιαστές

Σύμφωνα με το γαλλικό περιοδικό Le Point, ο Pélicot έθεσε αυστηρούς περιορισμούς σε όλους τους άνδρες που προσκάλεσε να βιάσουν τη γυναίκα του: όχι τσιγάρα ή άρωμα, τακτοποιημένα και κομμένα νύχια και ένα μπάνιο με ζεστό νερό, πριν βιάσουν το θύμα, έτσι ώστε να μην ξυπνήσει.

Ένας από τους δικηγόρους της Gisele, ο Αντουάν Καμύ, είπε: «Θα μπορούσε να είχε επιλέξει μια κλειστή δίκη, αλλά αυτό θα ήθελαν οι κακοποιητές της» τονίζοντας ωστόσο πως αυτή η δίκη θα είναι «μια φρικτή δοκιμασία» για εκείνη. «Για πρώτη φορά, θα πρέπει να ζήσει τους βιασμούς που υπέστη για 10 χρόνια» είπε ο Καμύ.

Ένας άλλος από τους δικηγόρους της, μιλώντας έξω από το δικαστήριο, αποκάλυψε ότι η επανεξέταση και προβολή των βίντεο της επίθεσης της ήταν «δύσκολο, για εκείνη και για όλη την οικογένεια», αλλά «η δίκη ξεκίνησε και η διαδικασία πρέπει να προχωρήσει».

Όπως εξήγησε, «όσον αφορά τη διάθεσή της, υπάρχει ήδη μια αίσθηση ανακούφισης που η δίκη είναι δημόσια και ότι δεν θα βρεθεί μόνη της στο δικαστήριο για τέσσερις μήνες με τους κακοποιητές της. Έτσι, αυτό παρέχει κάποια ”άνεση”. Επίσης, προετοιμάζεται, ξέρει ότι τα λόγια της θα εξεταστούν εξονυχιστικά από την αντίπαλη πλευρά.

Γαλλία: Η πρώτη αντίδραση της Gisele όταν έμαθε για τους βιασμούς

Σύμφωνα με άλλο δικηγόρο της Gisele, ο προεδρεύων δικαστής Roger Arata ανακοίνωσε ότι όλες οι ακροάσεις θα είναι δημόσιες, εγκρίνοντας το αίτημα της Gisele να παραιτηθεί από την ανωνυμία της και να διατηρήσει την «πλήρη δημοσιότητα μέχρι το τέλος» της δικαστικής υπόθεσης.

«Με αηδιάζει. Νιώθω βρώμικη, μολυσμένη, προδομένη. Ήταν σαν να με χτύπησε τρένο υψηλής ταχύτητας» περιέγραψε η ίδια η Gisele στο δικαστήριο για το πώς ένιωσε όταν ανακάλυψε τι συνέβαινε.

Σύμφωνα με μαρτυρίες και όπως μεταδίδει η Sun, οι Pélicots φαίνονταν να είναι «αξιοσέβαστοι συνταξιούχοι με συχνές επισκέψεις από μέλη της οικογένειας, που είχαν ένα ευρύχωρο οικογενειακό σπίτι». Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, οι γείτονές τους τούς περιέγραψαν χαρακτηριστικά ως «υπέροχους ανθρώπους» που διοργάνωναν πάρτι στο γκαζόν τους γύρω από την πισίνα τους.

Η δικηγόρος του Pélicot, Béatrice Zavarro, είπε στους δημοσιογράφους το πρωί της Δευτέρας ότι νιώθει τεράστιες τύψεις. «Ντρέπεται για αυτό που έχει κάνει, είναι ασυγχώρητο» είπε, προσθέτοντας ότι οι εγκληματικές του πράξεις ήταν μέρος «μιας μορφής εθισμού». Και πρόσθεσε: «Η συμπεριφορά του πελάτη μου είναι ότι αναγνωρίζει τι έχει κάνει και αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ».

Γαλλία: «Έντυνε τη μητέρα μας σαν φτηνή πόρνη»

Η κόρη του ζευγαριού, Caroline, μίλησε στο βιβλίο της για το πώς οι αποκαλύψεις για την αρρωστημένη δράση του πατέρα της σε βάρος της μητέρας της, κατέστρεψαν τις ζωές τους.

Ο οικογενειακός «θάλαμος τρόμου», όπως τον χαρακτηρίζει η Caroline, αποκαλύφθηκε εντελώς ξαφνικά, τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020. Ήταν εν μέσω της κρίσης του κορωνοϊού στη Γαλλία και η Νταριάν μόλις είχε πάει τον 6χρονο γιο της στο σχολείο, φορώντας υποχρεωτικά τη μάσκα. Ο πατέρας της έστειλε ένα μήνυμα στον εγγονό του: «Φτωχό μου αγόρι. Να είσαι γενναίος. Με αγάπη, ο παππούς σου». Λίγες ώρες όμως αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο, Ήταν η μητέρα της, Ζιζέλ, το θύμα της υπόθεσης: «Ο πατέρας σου θα πάει φυλακή”».

Και κάπως έτσι, η «βαρετή» αλλά και επιτυχημένη ζωή της Caroline, «σύζυγος, γιος, σπίτι, δουλειά που αγαπούσα» όπως την περιγράφει η ίδια, ανατράπηκε. Ο πατέρας της κατηγορείται πως νάρκωνε τη μητέρα της και σύζυγό του επί 50 χρόνια, την γυναίκα που είχε γνωρίσει όταν ήταν και οι δύο 18 ετών, και πως προσκαλούσε δεκάδες άνδρες να τη βιάσουν επί τουλάχιστον μία δεκαετία.

Οι λεπτομέρειες εκείνου του τηλεφωνήματος του 2020 που άλλαξε τα πάντα ήταν, όπως εξηγεί η Νταριάν στα απομνημονεύματά της με τίτλο « And I Stopped Calling You Daddy», σχεδόν πολύ ζοφερές για να τις δεχτεί κανείς. Το βιβλίο αλλάζει κάποια ονόματα αλλά εξηγεί πώς εκτυλίχθηκε η υπόθεση, πώς η μητέρα της τηλεφώνησε εκείνη την ημέρα του 2020 από το σπίτι της στη μικρή πόλη Μαζάν, βορειοανατολικά της Αβινιόν στη νότια Γαλλία, για να αποκαλύψει ότι ο σύζυγός της, 67 ετών τότε, είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να τραβάει φωτογραφίες κάτω από τις φούστες τριών γυναικών σε ένα πολυκατάστημα και να φυλακίζεται για 48 ώρες.

«Την έντυνε σαν φτηνή πόρνη», σημειώνει στο βιβλίο της η κόρη του. Δεν χρειάστηκε να πάει μακριά για να βρει πρόθυμους συμμετέχοντες. Οι περισσότεροι από αυτούς που ανταποκρίθηκαν ζούσαν κοντά του. Τελικά, σχεδίαζε έναν χάρτη για το πώς να φτάσει στο σπίτι, τον φωτογράφιζε και τον έστελνε σε όσους είχε επιλέξει, καθοδηγώντας τους στην τελική τους προσέγγιση με γραπτό μήνυμα. Για να μην καταλάβουν κάτι οι γείτονες, τα αυτοκίνητα έπρεπε να σταθμεύουν σε ένα κοντινό γυμναστήριο. Κάθε λεπτομέρεια είχε μελετηθεί. Κανείς δεν μπορούσε να φορέσει άρωμα ή να καπνίσει, ώστε να μην αφήσει κανένα ίχνος της παρουσίας του.

Τα κινητά τηλέφωνα έπρεπε να παραμείνουν στα αυτοκίνητα, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να χτυπήσουν και να ξυπνήσουν το θύμα. Έπρεπε ακόμη και να πλένουν τα χέρια τους με ζεστό νερό, ώστε να μην σοκάρουν την κοιμισμένη σύζυγό του με τα κρύα δάχτυλα. Αφού γδύνονταν στην κουζίνα, οι θύτες συμβουλεύονταν να κρατούν τα ρούχα τους πρόχειρα σε περίπτωση που έπρεπε να φύγουν βιαστικά. Οι κατηγορούμενοι στη δίκη ήταν ηλικίας από 21 έως 68 ετών κατά τη στιγμή των φερόμενων βιασμών. Ανάμεσά τους ένας πυροσβέστης, ένας οδηγός φορτηγού, ένας δημοτικός σύμβουλος, ένας υπάλληλος πληροφορικής σε τράπεζα, ένας δεσμοφύλακας, μια νοσοκόμα και ένας δημοσιογράφος.

Όταν τον ρώτησαν αν ένιωθε σεξουαλική έλξη για την κόρη του, απάντησε όχι. «Δεν είναι ο τύπος μου. Είναι πολύ νεότερη από ό,τι έχω συνηθίσει» καθώς επίσης και πως «δεν άγγιξα ποτέ την κόρη μου».

Διαβάστε ακόμη: