Στον “καλύτερο μαθητή” της Ευρώπης, σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση, τείνει να εξελιχθεί η Ελλάδα. Σε σημείο μάλιστα που να “βάζει τα γυαλιά” στους λεγόμενους “μεγάλους” της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Και αυτό γιατί η χώρα μας συμμορφώνεται πλήρως με τις ευρωπαϊκές δημοσιονομικές υποχρεώσεις της. Αλλά επιπλέον είναι και σε θέση να αποπληρώνει πρόωωρα μνημονιακό χρέος.

Προς επιβεβαίωση όλων αυτών, ήρθε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ)για την πρόωρη αποπληρωμή ελληνικού χρέους ύψους 7,935 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, οι δύο ευρωπαϊκοί μηχανισμοί συμφώνησαν σήμερα να παραιτηθούν από την υποχρέωση υποχρεωτικής αποπληρωμής των δανείων του ΕΜΣ/ΕΤΧΣ σε σχέση με την πρόωρη αποπληρωμή προς τους δανειστές της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (ΕΔΔ), ανακοίνωσαν σήμερα EMS και EFSF.

Σύμφωνα με τις δανειακές συμβάσεις του EMS και του EFSF με την Ελλάδα, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής σε άλλους πιστωτές, ένα ανάλογο ποσό της χρηματοδοτικής συνδρομής που παρέχεται στο πλαίσιο των διευκολύνσεων του ΕMS και του EFSF καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Χάρη στις παρεκκλίσεις που χορηγήθηκαν σήμερα από τον ΕΜΣ και τον EFSF, η Ελλάδα δεν θα υποχρεωθεί να προβεί σε πρόωρη αποπληρωμή σε κανέναν από τους δύο οργανισμούς.

Σύμφωνα και με την σχετική ανακοίνωση, η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, η Ελλάδα συνεχίζει να κάνει αξιοσημείωτα βήματα στην οικονομική της ανάπτυξη. Είναι μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ε.Ε. και έχει επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα.

Η προγραμματισμένη πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του GLF αποτελεί άλλο ένα θετικό σήμα προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές και καταδεικνύει τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της Ελλάδας.

Η αποπληρωμή θα δημιουργήσει κάποια εξοικονόμηση για τον ελληνικό προϋπολογισμό και θα ενισχύσει επίσης τη διαχείριση της ρευστότητάς του. Αυτά είναι αξιοσημείωτες εξελίξεις για τον ΕΜΣ και τον EFSF, οι οποίοι διακρατούν περίπου το 54% του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.

Σημειώνεται ότι στον κρατικό προϋπολογισμό του 2025 αναφέρεται ότι, η πρόωρη αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού Greek Loan Facility (GLF), τα οποία έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, αναμένεται να συνεχιστεί τον Δεκέμβριο 2024 με την αποπληρωμή δανείων που λήγουν τα έτη 2026, 2027 και 2028, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ. Έχουν προηγηθεί οι αποπληρωμές δανείων ύψους 5,290 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2023 και 2,645 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2022.

Το νέο "πράσινο" "ΕΣΠΑ ενέκρινε η Κομισιόν

Το “πράσινο φως” από την Κομισιόν

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα είναι μία από τις 20 χώρες που έλαβαν έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου και μία από τις 8 χώρες των οποίων τα σχέδια προϋπολογισμού (Draft Budgetary Plans) αξιολογήθηκαν θετικά τόσο ως προς τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου όσο και στα πλαίσια τήρησης των ανώτατων ορίων δαπανών.

Αναλυτικότερα, η Επιτροπή ολοκλήρωσε την αξιολόγησή της για 21 από τα 22 υποβληθέντα Μεσοπρόθεσμα Σχέδια. Σύμφωνα με τις αξιολογήσεις αυτές, 20 από τα 21 σχέδια πληρούν τις απαιτήσεις του νέου πλαισίου και χαράσσουν αξιόπιστη δημοσιονομική πορεία ώστε να διασφαλιστεί ότι το επίπεδο του χρέους των αντίστοιχων κρατών μελών τίθεται σε βιώσιμη καθοδική πορεία ή διατηρείται σε συνετά επίπεδα.

Αυτό αφορά τα ακόλουθα κράτη μέλη: Γαλλία, Δανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία και Φινλανδία.

Για τα εν λόγω κράτη μέλη, η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο να εγκρίνει την πορεία των καθαρών δαπανών που περιλαμβάνεται στα εν λόγω σχέδια. Στην περίπτωση των Κάτω Χωρών, η Επιτροπή έχει προτείνει στο Συμβούλιο να συστήσει πορεία των καθαρών δαπανών σύμφωνη με τις τεχνικές πληροφορίες που διαβίβασε η Επιτροπή τον Ιούνιο. Η Επιτροπή αξιολογεί ακόμη το μεσοπρόθεσμο σχέδιο της Ουγγαρίας.

Επίσης, η Κομισιόν αξιολόγησε τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων (ΣΔΠ) για το 2025 που υποβλήθηκαν από 17 κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και εξέτασε κατά πόσον αποτελούν κατάλληλα πρώτα βήματα για την εφαρμογή των αντίστοιχων μεσοπρόθεσμων σχεδίων.

Η Επιτροπή επικεντρώθηκε στην αύξηση των καθαρών δαπανών κατά την περίοδο 2024-2025 και εξέτασε κατά πόσον οι καθαρές δαπάνες βρίσκονται εντός των ανώτατων ορίων που καθορίζονται στα μεσοπρόθεσμα σχέδια των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω σχέδια είναι διαθέσιμα και θεωρείται ότι συμμορφώνονται με το νέο πλαίσιο.

Οκτώ κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Λετονία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Ιταλία, η Κροατία και η Γαλλία εκτιμάται ότι ευθυγραμμίζονται με τις συστάσεις, καθώς οι καθαρές δαπάνες τους προβλέπονται εντός των ανώτατων ορίων. Ειδικά για τη χώρα μας, οι καθαρές δαπάνες του προϋπολογισμού αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6%, όταν ο στόχος που είχε συμφωνηθεί με την Κομισιόν ήταν για αύξηση 3,7%.

Προϋπολογισμός με ελαφρύνσεις και παροχές 1,1 δισ. ευρώ

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού

Οι σχετικές αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργανισμών προφανώς και στηρίζονται στις υψηλές δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού παρουσιάζει υπέρβαση έναντι των στόχων που έχουν τεθεί στον προϋπολογισμό του 2025.

Συγκεκριμένα, η εκτέλεση του προϋπολογισμού για το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2024 παρουσίασε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 13,528 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές αποτέλεσμα 12,930 δισ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 6.080 δισ. ευρώ, για την ίδια περίοδο το 2023.

Η διαφορά σε σχέση με τον στόχο προέρχεται κυρίως από την είσπραξη ποσού ύψους 206 εκατ. ευρώ τον μήνα Οκτώβριο του 2024 από την έκτακτη εισφορά στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο έχει προγραμματιστεί να διατεθεί μέσω του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και από τον ετεροχρονισμό δαπανών.

Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 61,330 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 251 εκατ. ευρώ ή 0,4% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025.

Ειδικά τα έσοδα της κατηγορίας «Φόροι» ανήλθαν σε 55,136 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 47 εκατ. ευρώ ή 0,1% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025.

Οι δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την περίοδο του Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024 ανήλθαν στα 55,214 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται μειωμένες κατά 347 εκατ. ευρώ έναντι του επικαιροποιημένου στόχου (55,562 δισ. ευρώ), που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2025. Επίσης είναι αυξημένες, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κατά 808 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω της αύξησης των πληρωμών τόκων και των δαπανών του ΤΑΑ.

Η συνετή δημοσιονομική στάση

Πέρα όμως από την τρέχουσα εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού, η Ελλάδα προβλέπεται ότι θα καταγράψει μια από τις καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα τρία χρόνια, ιδιαίτερα σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος όπου για το 2024 η χώρα μας αναμένεται να καταγράψει την τρίτη καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη (2,9% του ΑΕΠ), μετά από τις Ιρλανδία (5,1%), Κύπρο (4,7%) και πάνω από την Πορτογαλία (2,6%).

Το θετικό αυτό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, που κατά κύριο λόγο οφείλεται στην υψηλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αλλά και στην σημαντική μείωση της φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ έδωσε την δυνατότητα, μεταξύ άλλων:

Να χρηματοδοτηθούν φέτος, μέσω συμπληρωματικών προϋπολογισμών, σημαντικές αυξήσεις δημοσίων επενδύσεων προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης, του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής συνοχής.
• Να μειωθεί γρηγορότερα το δημόσιο χρέος, το οποίο παρά την μεγάλη μείωση που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και του οποίου η περαιτέρω αποκλιμάκωση αποτελεί επιταχυντή ανάπτυξης και εγγύηση ανθεκτικότητας για την ελληνική οικονομία.

Από την πλευρά του ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, ο οποίος επιβεβαίωσε το ελληνικό αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές, επεσήμανε στην σχετική ανάλυσή του ότι, η υγιής δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης θα συνεχιστεί το 2025 και το 2026.

Η Ελλάδα έχει επιτύχει μια ισχυρή δημοσιονομική θέση μετά την πανδημία και τα ενεργειακά σοκ, με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που εκτιμάται γύρω στο 1% του ΑΕΠ φέτος. Αυτό είναι πιο ευνοϊκό από το σημερινό διάμεσο έλλειμμα των χωρών με αξιολόγηση «ΒΒΒ» (2,6%) και κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (3,1%).

Σύμφωνα με το Fitch, η δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση ενισχύθηκε πρόσφατα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2025 και το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο που εκπονήθηκε σύμφωνα με το αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε.

Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διατηρήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα σημαντικά κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να διασφαλίσει τη συνεχή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, με βάση μια συγκρατημένη πορεία αύξησης των πρωτογενών δαπανών, τη νέα βασική μεταβλητή των κανόνων της ΕΕ.

Από κει και πέρα, ο συνδυασμός σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων, χαμηλής και σταθερής δαπάνης για τόκους και ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 4% θα διασφαλίσει τη συνεχή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

Η Ελλάδα έχει επιτύχει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους στην Ευρώπη μετά την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, το χρέος εξακολουθεί να είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το διάμεσo επίπεδο των χωρών «ΒΒΒ» που είναι 56% και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 90%.

Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας (μακρά μέση διάρκεια λήξης 19 ετών με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλα ταμειακά αποθέματα 47 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024) μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και χρησιμεύει ως μαξιλάρι έναντι μελλοντικών σοκ. Σε αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο, αναμένεαι μια ομαλή μετάβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς.

Στη Βουλή ο νέος Προϋπολογισμός με νέες παροχές και μηδενικά ελλείμματα

Η αξιολόγηση του προϋπολογισμού του 2025

Σε ό,τι αφορά την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και της ελληνικής οικονομίας ευρύτερα την επόμενη χρονιά, το Γραφείο Προϋπολογισμου του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) σημειώνει ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ στην αξιολόγηση του κρατικού προϋπολογισμού του 2025 ότι το 2024 είναι το πρώτο έτος που έχει εφαρμογή το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, συνεπώς τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στο Σχέδιο Προϋπολογισμού 2025 βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις εκτιμήσεις του δεσμευτικού Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025 – 2028 (ΜΔΣ).

Το μακροοικονομικό σενάριο του Σχεδίου του Προϋπολογισμού 2025 προβλέπει μεγέθυνση του ΑΕΠ 2,2% για το 2024 και 2,3% για το 2025, ενώ ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,8% το 2024 και 2,1% το 2025.

Οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ για το 2024 και το 2025 είναι ρεαλιστικές και ισορροπημένες λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές γεωπολιτικές αβεβαιότητες του εξαιρετικά ευμετάβλητου διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ για το 2025 ευθυγραμμίζονται με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη για το 2024 και 2025 στηρίζεται στην σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών.

Τα δημοσιονομικά στοιχεία του Σχεδίου του Προϋπολογισμού 2025 εκτιμούν βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ τόσο για το 2024, όσο και για το 2025. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ (4,658 δισ. ευρώ) του 2023 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε 2,5% του ΑΕΠ (6,029 δισ. ευρώ) το 2024 και σε 2,4% (5,967 δισ. ευρώ) το 2025.

Η βελτίωση για το 2024 προέρχεται από την ταχύτερη αύξηση των εσόδων (5,7%) σε σχέση με τις δαπάνες (4,7%). Ενώ για το 2025 η αύξηση των εσόδων σε σχέση με το 2024 εκτιμάται στο 3,6% και η αύξηση των δαπανών στο 3,4%.

Σημειώνεται ακόμα ότι η εκτίμηση πρωτογενούς πλεονάσματος 2,5% για το τρέχον έτος υπερβαίνει εκείνη του ΜΔΣ 2025-2028 (2,4%) και υπερβαίνει την πρόβλεψη του περσινού Προϋπολογισμού (πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%). Το συνολικό τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί για το 2025 σε έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερο από το όριο του 3%.

Το ΓΠΚΒ θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό να ενταθεί η προσπάθεια προκειμένου η Ελλάδα να καταφέρει το συντομότερο δυνατό να καταρτίζει πλεονασματικούς ή ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στις προοπτικές της χώρας και θα επιταχύνει τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου.

Επιπλέον επισημαίνει ότι για λόγους αξιοπιστίας του ΜΔΣ, και για να δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες περαιτέρω αναβαθμίσεων της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας, ιδανικό θα ήταν οι ετήσιοι Προϋπολογισμοί υλοποίησης του Σχεδίου να μην υπερβαίνουν τα όρια δαπανών.

Ειδικότερα, θα πρέπει να ενσωματώνουν ένα «μαξιλάρι ασφαλείας», και η όποια εξοικονόμηση πόρων να κατευθύνεται τόσο προς τις δημόσιες επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας που έχουν μεγαλύτερη επίδραση στο ΑΕΠ της χώρας μακροχρόνια όσο και στην αποπληρωμή ακριβού χρέους.

Η συνθήκη μη υπέρβασης του ορίου δαπανών ικανοποιείται με το Σχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2025 το οποίο προβλέπει αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% έναντι 3,7% του ΜΣΔ. Θα ήταν καλύτερο να υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση από τον στόχο του ΜΣΔ.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών κλείνει τη μαύρη σελίδα της οικονομικής κρίσης – Τα μνημόνια, οι ακροβασίες με το Grexit και τα capital controls – Πλέον το Χ.Α. «βλέπει» τις 1.500 μονάδες με ρεκόρ 15 ετών σε κεφαλαιοποίηση και κερδοφορία εισηγμένων!

Οι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική σταθερότητα

Όπως αναφέρει στην αξιολόγησή του το ΓΠΚΒ, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας πηγάζουν από την πρόσφατη όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή και του πολέμου στην Ουκρανία που εφόσον διατηρηθούν θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε αύξηση του κόστους στην εφοδιαστική αλυσίδα αλλά και την ενέργεια οδηγώντας σε αναζωπύρωση του πληθωρισμού.

Μία τέτοια εξέλιξη ενδεχομένως θα επηρεάσει αρνητικά τις μελλοντικές προσδοκίες των επιχειρήσεων και καταναλωτών με αρνητικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση και την επενδυτική δραστηριότητα ενώ ταυτόχρονα θα παγώσει και την απόσυρση της νομισματικής σύσφιξης από την ΕΚΤ.

Όξυνση των εμπορικών σχέσεων Ε.Ε.-Κίνας και Ε.Ε.-ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα χωρών της Ε.Ε., στις οποίες κατευθύνονται οι ελληνικές εξαγωγές, με συνεπαγόμενες αρνητικές συνέπειες για την εξαγωγική επίδοση της χώρας.

Η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία (και λόγω εκλογών) θα μπορούσε να είχε αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και επιχειρήσεων της χώρας αυτής, με δυσμενείς συνεπακόλουθες επιπτώσεις στην ήδη ασθενή ανάπτυξή της, και κατ’ επέκταση για τις ελληνικές εξαγωγές στη χώρα αυτή.

Τέλος, απρόβλεπτες και εκτεταμένες φυσικές καταστροφές στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ενδεχομένως να αυξήσουν το δημοσιονομικό κόστος πέρα από την προβλεπομένη δαπάνη που περιλαμβάνεται στο Σχέδιο του Προϋπολογισμού.

Διαβάστε ακόμη: