Λίγο πριν το τέλος του 2024, και συγκεκριμένα τον περασμένο Νοέμβριο, δόθηκε στη δημοσιότητα μια πολύ σημαντική έκθεση για την ελληνική οικονομία. Πρόκειται για την Έκθεση για τη Δημοσιονομική Βιωσιμότητα του έτους 2023 από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία περιλαμβάνει κρίσιμες επισημάνσεις, όχι μόνο για την δημοσιονομική πολιτική, αλλά ευρύτερα για την πορεία της οικονομίας της χώρας μας.

Καταρχήν το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ), σε ό,τι αφορά την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών, σημειώνει στην έκθεση ότι, η Ελλάδα κατά την περίοδο αναφοράς πέτυχε ικανοποιητική οικονομική ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους, αρκετά υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Ωστόσο, παρατηρούνται σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες, καθώς η χώρα εμφανίζει πολύ υψηλή ιδιωτική κατανάλωση, χαμηλές συνολικές επενδύσεις και υψηλό ποσοστό αρνητικών καθαρών εξαγωγών, αποκλίνοντας ουσιωδώς σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Παράλληλα, παραμένουν ως σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία η διόρθωση του επίμονου ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) και η κάλυψη του επενδυτικού κενού, ώστε οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ να προσεγγίσουν σταδιακά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικότερα, το ΕΣ σημειώνει ότι η κύρια αιτία του ελλείμματος του ΙΤΣ οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στην εγχώρια κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική), η οποία τροφοδοτείται και από εισαγωγές.

Παράλληλα, οι καθαρές εξαγωγές είναι έντονα αρνητικές, ενώ και οι συνολικές επενδύσεις υπολείπονται ουσιωδώς ως ποσοστό του ΑΕΠ του αντίστοιχου δείκτη των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ελλειμματικό ΙΤΣ σημαίνει ότι η Χώρα ζει πέραν της καμπύλης των παραγωγικών δυνατοτήτων της, χρησιμοποιώντας εξωτερικό χρέος για τη χρηματοδότηση του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών της και την ανάπτυξη της οικονομίας της. Η δυσκολία της χώρας να μειώσει δραστικά το έλλειμμα στο ΙΤΣ συνιστά μια μεγάλη διαχρονική αδυναμία (μακροοικονομική ανισορροπία) της ελληνικής οικονομίας.

Θετικά αποτιμάται το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την περίοδο προ της κρίσης (κυρίως την περίοδο 2007-2009), δεν παρατηρείται και αντίστοιχα υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, ώστε να ανακύπτει ζήτημα «δίδυμων ελλειμμάτων».

Ωστόσο, κατά το Ε.Σ., η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, καθώς πολιτικές που περιλαμβάνουν μέτρα νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος) ή πρακτικές όπως η εισαγωγή δασμών ή ποσοστώσεων για τα ξένα προϊόντα δεν είναι διαθέσιμες λόγω της συμμετοχής της Χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Το επενδυτικό κενό

Στο άλλο σημαντικό μακροοικονομικό ζήτημα, αυτό των επενδύσεων, το Ε.Σ. στην έκθεσή του υπογραμμίζει ότι, η αύξηση των επενδύσεων συνιστά δομική προϋπόθεση ώστε να καταφέρει η ελληνική οικονομία να επιτύχει βιώσιμους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης στο μέλλον.

Η Ελλάδα είναι η τελευταία Χώρα στην Ευρωζώνη στις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ υπολείπεται σημαντικά και του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η σταδιακή σύγκλιση του ποσοστού επενδύσεων προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και η μεγαλύτερη συμβολή τους στη διαμόρφωση του ΑΕΠ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιζητούμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας, ιδίως προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας, ώστε να αυξηθεί η πρόσβαση και το μερίδιο των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στις ξένες αγορές.

Σύμφωνα με τουε υπολογισμούς του Ε.Σ., για την κάλυψη του επενδυτικού κενού των τριών τελευταίων χρόνων (σημ: 2021 έως 2023) απαιτούνται περίπου 40 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα, λόγω της χαμηλής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, η υλοποίηση των επενδύσεων αυτών εκτιμάται ότι θα απαιτήσει αυξημένες εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, με συνέπεια την επιβάρυνση και του δείκτη καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές).

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από την κατανάλωση με αντίστοιχη υποκατάσταση μέρους της συμμετοχής της στο ΑΕΠ από τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, προϋποθέτει -μεταξύ άλλων- την κάλυψη του επενδυτικού κενού έναντι της Ευρωζώνης.

Χρηματιστήριο: Δυσκολεύεται ο Γενικός Δείκτης για τις 1.400 μονάδες – «Βουτιά» για Motor Oil

Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, στην έκθεση του Ε.Σ. σημειώνεται ότι από τη φύση του υπόκειται σε κινδύνους που ιδίως σε περιπτώσεις πολλαπλών και σωρευτικών επιδράσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητά του.

Τέτοιοι γενικοί κίνδυνοι δύναται να πηγάζουν από την πορεία της οικονομίας , από τη δημοσιονομική διαχείριση και το πολιτικό περιβάλλον (π.χ. πρόκληση μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων λόγω συνεχών πιέσεων για παροχές, συγκρουσιακό πολιτικό κλίμα και κοινωνικές εντάσεις), από τις διεθνείς σχέσεις (π.χ. υψηλές στρατιωτικές δαπάνες) ή/και από τη διεθνή οικονομία (π.χ. διεθνής αύξηση των επιτοκίων, παγκόσμια ύφεση, κρίση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κλιματική αλλαγή).

Σημαντική θετική παράμετρο για το ελληνικό δημόσιο χρέος αποτελεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από τα δάνεια του επίσημου τομέα (EFSF, ESM, δάνεια GLF κ.λπ.), τα οποία διέπονται από ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής (χαμηλά επιτόκια, μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, αναβολή καταβολής τόκων, περίοδος χάριτος για την απόσβεση μέρους των δανείων κ.λ.π.) Ωστόσο, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους δεν είναι μόνιμα.

Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο και κατά την επερχόμενη περίοδο της σταδιακής λήξης και αντικατάστασης των ευνοϊκών -ως προς τους όρους δανεισμού- δανείων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των Μνημονίων με νέο δανεισμό, ο οποίος ήδη διενεργείται με όρους αγοράς, αυξάνοντας την έκθεση της Χώρας στον επιτοκιακό κίνδυνο. Σε αυτό το περιβάλλον σύμφωνα με το Ε.Σ. οι βασικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία αφορούν:

(i) τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας μέσω της επίτευξης ρεαλιστικών πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να διατηρηθεί η καθοδική πτώση του δείκτη του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, (ii) την αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, ιδίως του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία θα διευρύνει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας και

(ii) τη συνέχιση και ενίσχυση της δυναμικής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Εκτιμάται ότι η ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων μπορεί να διασφαλίσει όχι μόνο τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους τέσσερεις οίκους αξιολόγησης, αλλά και την περαιτέρω βαθμιαία βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας, με προφανείς ευνοϊκές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση.

Τρεις σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία

Το ασφαλιστικό σύστημα

Ένα εξίσου κρίσιμο ζήτημα που θίγει στην έκθεσή του το Ε.Σ. είναι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει, επηρεάζεται ουσιωδώς από τις δημογραφικές εξελίξεις, δεδομένου ότι η πληρωμή των παροχών βασίζεται σχεδόν κατά τρόπο καθολικό στις εισφορές των ήδη απασχολουμένων.

Τα δημογραφικά δεδομένα και η μελλοντική εξέλιξη των σχετικών δεικτών δείχνουν αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων (ενδεικτικά, το 2040 θα ανέρχονται σε 2,765 εκατ. άτομα και το 2050 σε 2,959 εκατ. άτομα), την ίδια στιγμή που το πλήθος των ασφαλισμένων θα μειώνεται (ενδεικτικά, από 4,962 εκατ. άτομα το 2022, σε 4,440 εκατ. άτομα το 2040, 4,056 εκατ. άτομα το 2050 και 3,822 εκατ. άτομα το 2060).

Αυτό σημαίνει ότι λιγότεροι ασφαλισμένοι θα πρέπει να εισφέρουν είτε άμεσα (ασφαλιστικές εισφορές) είτε έμμεσα (φορολογία κ.λ.π.) περισσότερους πόρους ώστε να μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις περισσότερων δικαιούχων. Στοίχημα αποτελεί και η εξέλιξη του ύψους των μισθών στο σύνολο της οικονομίας, καθώς αποτελούν τη βάση επιβολής των εισφορών, επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το ύψος τους, τα έσοδα του συστήματος.

Σύμφωνα με το Ε.Σ., ο δημογραφικός κίνδυνος έχει και έντονο δημοσιονομικό αντίκτυπο, καθώς η συρρίκνωση του απασχολούμενου πληθυσμού είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τους ρυθμούς ανάπτυξης και το ύψος του ΑΕΠ μελλοντικά. Επίσης, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν περισσότεροι κρατικοί πόροι (μεταβιβαστικές πληρωμές) για υγειονομική περίθαλψη και υπηρεσίες φροντίδας των ηλικιωμένων.

Συνεπώς, το σύστημα δύναται να αντιμετωπίσει και σοβαρό δημοσιονομικό κίνδυνο, στην περίπτωση που τα δημόσια έσοδα, σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις της Χώρας όσον αφορά την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων (για το έλλειμμα, το χρέος, τον ρυθμό αύξησης των πρωτογενών δαπανών κ.λ.π.), δεν θα επαρκούν για την απρόσκοπτη καταβολή της υψηλής συμμετοχής του κράτους στη χρηματοδότηση των συντάξεων με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια των παροχών, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών χρηματοδοτικών αναγκών.

Οι προκλήσεις για τις συντάξεις

Στην έκθεση του ΕΣ αναφέρεται ότι οι βασικές προκλήσεις του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος εντοπίζονται ιδίως στα εξής:

  • α) Στην άμβλυνση ή αντιστροφή της τάσης των δυσμενών δημογραφικών δεδομένων μέσω κατάλληλων νομοθετικών πρωτοβουλιών ώστε να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του συστήματος.
  • β) Στην ανάγκη διαρκούς και προσεκτικής παρακολούθησης των όρων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης (ηλικιακά όρια, απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος κ.λ.π.), ώστε να αποφευχθεί η διόγκωση της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης και η υπέρμετρη επιβάρυνση της πραγματικής οικονομίας, λαμβανομένης υπόψη της δυναμικής των δημογραφικών δεικτών και των εκάστοτε μακροοικονομικών δεδομένων.
  • γ) Στην ενίσχυση της δυναμικής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών, ώστε να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, αύξηση της απασχόλησης και των μισθών και, μέσω αυτών, ενίσχυση των εσόδων του συστήματος.
  • δ) Στην ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης των ασφαλιστικών οφειλών μέσω:
    1) διάκρισης των οφειλών σε εισπράξιμες ή μη, λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο γέννησης αυτών και
    2) ενίσχυσης των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης για τις πράγματι εισπράξιμες οφειλές σε βάρος των οφειλετών.

Αυτές είναι οι προμήθειες των τραπεζών που καταργούνται από την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου

Το κοινωνικό κράτος

Αλλά και ευρύτερα το Ε.Σ. σημειώνει ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας συνεχίζει να είναι κατακερματισμένο ως προς τις κατηγορίες και τον αριθμό των επιδομάτων, με σημαντική διασπορά των πόρων και συχνά με μικρά στοχευμένα οφέλη. Η άμβλυνση των ανισοτήτων, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στηρίζεται κυρίως στην καταβολή συντάξεων και δευτερευόντως στις δαπάνες κοινωνικής προστασίας.

Αν και η άσκηση επιδοματικής πολιτικής στοχεύει στη βελτίωση της ζωής ευάλωτων νοικοκυριών, ενόψει του διαχρονικά υψηλού ποσοστού κινδύνου φτώχειας συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης , δεν έχει θεσμοθετηθεί ένας μηχανισμός αποτελεσματικής παρακολούθησης και αξιολόγησης της κοινωνικής πολιτικής έτσι ώστε τα επιδόματα να χορηγούνται σε αυτούς που πραγματικά τα έχουν ανάγκη.

Τέλος, επειδή οι πόροι ενός φορέα δεν είναι ανεξάντλητοι, απαιτείται η χάραξη μιας συνεκτικής και στοχευμένης πολιτικής, ώστε να αξιοποιούνται σε κάθε περίπτωση οι περιορισμένοι πόροι με τον καλύτερο δημοσιονομικά δυνατό τρόπο.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το σύστημα παρέχει σχετικά μεγάλες κοινωνικές μεταβιβάσεις σε ηλικιωμένους σε σχέση με τους νέους, μακροπρόθεσμος στόχος πρέπει να παραμείνει ο προσανατολισμός του προς ένα «κράτος κοινωνικής επένδυσης», το οποίο θα συμβάλλει προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας μέσω επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, κυρίως στους τομείς της παιδείας και υγείας.

Υπάρχει μεσάζοντας στα εξοπλιστικά; Οι φήμες για επώνυμο Έλληνα επιχειρηματία, που εμπλέκεται μεταξύ Γάλλων και υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων - Από τα Rafale και τις φρεγάτες, τώρα και στις κορβέτες!

Οι δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα

Επιπλέον, το Ε.Σ. σημειώνει ότι η Ελλάδα προχώρησε τα τελευταία χρόνια σε σημαντική αύξηση των δαπανών για προμήθειες οπλικών συστημάτων σύγχρονης τεχνολογίας (από πληρωμές 499 εκατ. ευρώ και παραλαβές 254 εκατ. ευρώ το 2018 σε πληρωμές 3,403 δισ. ευρώ και παραλαβές 1,482 δισ. ευρώ το 2022).

Οι μέσες ετήσιες πληρωμές εξοπλιστικών προγραμμάτων για την περίοδο 2022 έως και 2028 είναι 1,671 δισ. ευρώ, οι μέσες ετήσιες παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων κατά ESA 2010 για την ίδια περίοδο είναι 1,519 δισ. ευρώ, όταν τα ανώτατα δημοσιονομικά όρια βάσει του ΜΠΔΣ της ίδιας περιόδου είναι 1,920 δισ. ευρώ.

Συνολικά, οι πληρωμές για εξοπλιστικά προγράμματα για την περίοδο 2022-2028 προβλέπεται να ανέλθουν στα 11,696 δισ. ευρώ, οι παραλαβές κατά ESA 2010 στα 10,636 δισ. ευρώ, όταν τα ανώτατα δημοσιονομικά όρια ανέρχονται για την ίδια περίοδο στα 13,438 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, για την 30ετή περίοδο 2005-2035 αναμένεται ότι οι συνολικές πληρωμές για εξοπλιστικά προγράμματα θα ανέλθουν στα 41,428 δισ. ευρώ ή 1,381 δισ. κάθε χρόνο, ενώ οι παραλαβές κατά ESA 2010 για την ίδια περίοδο θα ανέλθουν στα 41,535 δισ. ευρώ ή 1,385 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.

Επισημαίνεται ότι οι πληρωμές για εξοπλιστικά προγράμματα αποτελούν κατά μέσο όρο το 33% του συνολικού προϋπολογισμού του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την περίοδο 2022-2028. Το 2022 αποτελούσαν το 49%, το 2023 το 31,6% και το 2024 εκτιμάται ότι αποτελούν το 41,9% του συνολικού προϋπολογισμού.

Το Ε.Σ. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα δεν επηρέασαν ουσιωδώς, ως εκ του ύψους τους, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, ενώ και ο υφιστάμενος προγραμματισμός μέχρι το 2028 εκτιμάται ότι δεν θα επιβαρύνει υπέρμετρα τα κρίσιμα δημοσιονομικά μεγέθη (έλλειμμα/χρέος). Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί μελλοντικά η εμφάνιση γεωπολιτικών κινδύνων και, συνεπεία τούτων, να ανακύψει ανάγκη αύξησης των δαπανών για αγορά και συντήρηση εξοπλισμών.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη και λειτουργία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας παραγωγής ή συμπαραγωγής στρατιωτικών οπλικών συστημάτων με χώρες της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ αποτελεί σημαντική πρόκληση, καθώς θα μπορούσε να αμβλύνει τον εισαγωγικό χαρακτήρα των σχετικών προμηθειών, με παράλληλη ενίσχυση των εξαγωγών στον συγκεκριμένο τομέα.

Διαβάστε ακόμη