Σε πρόσφατη ανάλυση, η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank σημείωνε με έμφαση, ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε το 2023 ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2%, υπεραποδίδοντας της Ευρωζώνης για τρίτο συνεχές έτος, με κύριες κινητήριες δυνάμεις την ιδιωτική κατανάλωση και την καλή πορεία του τουρισμού.
Όσον αφορά στο 2024 εν συνόλω, η οικονομία εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί με έναν ρυθμό της τάξης του 2%. Η αδύναμη ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και η περιοριστική νομισματική πολιτική ασκούν συσταλτικές πιέσεις στην οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με την ανάκαμψη των μισθών μετριάζει την σωρευμένη επίδραση του πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Και αυτή τη χρονιά, κύρια κινητήρια δύναμη από την πλευρά της ζήτησης θα είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών, καθώς ο τουρισμός αψηφά την οικονομική στασιμότητα σε κύριες αγορές και οδεύει προς ένα ακόμη ρεκόρ στις αφίξεις και τα (ονομαστικά) έσοδα (αύξηση κατά 16,2% των ταξιδιωτικών εισπράξεων στο 5μηνο Ιαν.-Μάι.-24).
Αντίθετα, οι εξαγωγές των αγαθών παρουσιάζουν αρνητικές τάσεις. Οι εισαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται καθώς η μεγέθυνση της εγχώριας ζήτησης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγόμενες εισροές.
Η υλοποίηση των επενδύσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) εκτιμάται ότι θα τονώσει τις επενδύσεις. Ωστόσο, οι αμιγώς ιδιωτικές επενδύσεις επηρεάζονται αρνητικά από την αβεβαιότητα και τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ, καθώς και από τις εγγενείς αδυναμίες του επενδυτικού περιβάλλοντος.
Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις εκτιμήσεις περιλαμβάνουν την πιθανότητα κλιμάκωσης των γεωστρατηγικών πιέσεων, πιθανή επιμονή του πληθωρισμού που ενδεχομένως θα επιβράδυνε την τροχιά μείωσης των επιτοκίων, καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κεφαλαίων του ΤΑΑ ή μη βέλτιστη αξιοποίηση των κονδυλιών, καθυστερήσεις ή έλλειψη φιλοδοξίας στην εφαρμογή των σχετικών με το ΤΑΑ και των εθνικών μεταρρυθμίσεων, επιμονή των ανισορροπιών του εξωτερικού τομέα, κλιματικούς κινδύνους, καθώς και τη μεγάλη εξάρτηση του μοντέλου ανάπτυξης από τον τουρισμό και την κατανάλωση.
Σύμφωνα με την Eurobank, η ανάπτυξη έχει τη δυνατότητα να επιταχυνθεί σε 2,4% το 2025 και το 2026, καθώς η Ευρωζώνη, που είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της χώρας, θα ανακάμπτει και τα έργα του ΤΑΑ, τόσο στο σκέλος των δανείων όσο και στο σκέλος των επιδοτήσεων, θα πλησιάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό ωριμότητας.
Το τελευταίο είναι σημαντικό για να επεκταθεί το παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας, να αντιμετωπιστεί το επενδυτικό κενό και να αναχαιτιστούν οι τάσεις υπερθέρμανσης.
Ωστόσο, για να συνεχιστεί η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα, είναι επιτακτική ανάγκη να επιταχυνθεί η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα υποστηρίξουν τον μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης προς την κατεύθυνση της εισαγωγής περισσότερης γνώσης και εξωστρέφειας στην παραγωγή και θα του προσδώσουν χαρακτηριστικά βιωσιμότητας.
Θετικές προοπτικές
Στο ίδιο μήκος κύματος και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), το οποίο στην τελευταία του έκθεση επεσήμανε ότι, μετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας η ελληνική οικονομία επανήλθε σε υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης.
Η αναζωπύρωση της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την αύξηση των επενδύσεων.
Επιπλέον, οι προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και αναμένουμε η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η σταδιακή απόσυρση της νομισματικής σύσφιξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η συνέχιση της επιτυχούς απο-επένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τον τραπεζικό κλάδο και η διαφαινόμενη μετάβαση προς την πιστωτική επέκταση, η ενίσχυση του πλαισίου επενδύσεων, και η πολύ ισχυρή αύξηση της τουριστικής κίνησης αναμένεται να δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα.
Ωστόσο, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις παραμένουν.
Η Ελληνική οικονομία έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό ενώ καλείται να διαχειρισθεί και τις μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή.
Για τον λόγο αυτόν απαιτείται η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης τόσο βραχυχρόνια όσο και, κυριότερο, μακροχρόνια.
Το ζήτημα των επενδύσεων
Από την άλλη, το ΓΠΚΒ θεωρεί τις επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο ως τον βασικό πυλώνα για την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. Οι επενδύσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Μέσω των επενδύσεων διευκολύνεται η ανάπτυξη των υποδομών, η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος, στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη βιώσιμη ανάπτυξη μιας οικονομίας.
Σύμφωνα με την σχετική ανάλυση του Γραφείου, ο αντίκτυπος της τριπλής κρίσης (δημοσιονομική, οικονομική και τραπεζική) που έπληξε τη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, ήταν πολύ ισχυρός για τις επενδύσεις, ισχυρότερος ακόμα και από αυτόν στο ΑΕΠ και την κατανάλωση.
Σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της Eurostat, η ελληνική οικονομία απώλεσε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της (μείωση κατά 26,5% από το δ’ τρίμηνο του 2009 στο ίδιο τρίμηνο του 2014) και πάνω από τις μισές της επενδύσεις (μείωση κατά 59,4% για την ίδια περίοδο αναφοράς).
Από το 2015 έως το 2019 οι επενδύσεις ήταν αναιμικές: ο σωρευτικός ακαθάριστος ρυθμός σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ήταν μόλις 3,8%, σύμφωνα με τα ετήσια στοιχεία της Eurostat.
Εκτοτε και μέχρι το 2023, ο αντίστοιχος σωρευτικός ρυθμός ανέκαμψε σημαντικά και διαμορφώθηκε στο 41,3%. Από το 2021 και μετά, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), και στο ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον, οι επενδύσεις έχουν αρχίσει και ανακάμπτουν, ωστόσο παραμένουν υποδιπλάσιες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα τους.
Το επενδυτικό κενό της χώρας παραμένει μεγάλο. Ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ βρίσκεται το 2023 στο 13,9% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος της Ευρωζώνης για το ίδιο έτος είναι 22,2%. Η κάλυψη αυτού του κενού δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μέσα σε λίγα μόνο χρόνια και θα απαιτήσει από την οικονομία να αναζητήσει επιπρόσθετους πόρους και μετά την λήξη του ΤΑΑ το 2026.
Ειδικότερα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο, να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας. Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2026 θα ολοκληρωθεί η μεταστροφή της ελληνικής οικονομίας προς ένα παραγωγικό μοντέλο υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που σταδιακά απομακρύνεται από την ιδιωτική κατανάλωση και κατευθύνεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
H κατανομή
Δεδομένου του σημαντικού ρόλου των επενδύσεων στην εθνική οικονομία, το ΓΠΚΒ προχώρησε και στην εξέταση της κατανομής των επενδύσεων μεταξύ των διαφόρων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα ετήσια στοιχεία της Eurostat, οι δημόσιες επενδύσεις στη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την κοινωνική ασφάλιση έχουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο σύνολο των επενδύσεων, με τη συνεισφορά αυτή να έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία τετραετία (από 13,6% το 2019 σε 17,1% το 2022).
Ακολουθεί ο κλάδος της ≪Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας≫ (13,2% το 2022), η συνεισφορά του οποίου αυξήθηκε ομοίως σημαντικά μέσα στην τετραετία 2019-2022 (το 2019 ήταν 9,8%). Στη τρίτη και τέταρτη θέση βρίσκονται οι κλάδοι της ≪Μεταποίησης≫ (10,5%), και της ≪Γεωργίας, Δασοκομίας και Αλιείας≫ (9,0%), η συνεισφορά των οποίων, ωστόσο, σημείωσε μικρή πτώση και όχι αύξηση την τετραετία 2019-2022.
Μια πιο δυναμική εικόνα της συνεισφοράς του κάθε κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στις συνολικές επενδύσεις, αποτυπώνεται τους συγκεντρωτικούς ρυθμούς μεγέθυνσης για την περίοδο 2019-2022, πάντα σε όρους επενδύσεων.
Συγκεκριμένα, την μεγαλύτερη ανάπτυξη σημείωσε ο κλάδος της ≪Ενέργειας≫ (+ 118,8%) , ενώ τη μεγαλύτερη συρρίκνωση ο κλάδος των ≪Ορυχείων και Λατομείων≫ (-43,6%), αλλαγές που πιθανώς να μπορούν να αποδοθούν στην απολιγνιτοποίηση και τη στροφή προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που επέβαλε η “πράσινη” ενεργειακή πολιτική, η οποία αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η δεύτερη μεγαλύτερη επέκταση παρατηρήθηκε στον κλάδο ≪Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας≫ (83,1%)13 . Τέλος, συρρίκνωση παρατηρήθηκε στον κλάδο ≪Μεταφορά και Αποθήκευση≫ (- 9,0%), ενώ στασιμότητα παρατηρήθηκε στο κλάδο του ≪Τουρισμού≫ (+ 0,3%), απότοκα της οικονομικής ύφεσης που έφερε η πανδημία.
Οι οικονομικές αβεβαιότητες
Από την πλευρά του, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ) υπογραμμίζει ότι ένα σύνολο μακροοικονομικών αβεβαιοτήτων θέτουν σε κίνδυνο την επιβεβαίωση της πρόβλεψης του κρατικού προϋπολογισμού για την ανάπτυξη το 2024, αν αυτοί οι κίνδυνοι φυσικά επαληθευθούν.
Ήδη, πολλοί εγχώριοι αλλά και ξένοι θεσμοί έχουν αναθεωρήσει ελαφρώς προς το δυσμενέστερο τις αρχικές τους προβλέψεις σχετικά με τα μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδας για το 2024.
Σημειώνεται όμως ότι κάποιοι μακροοικονομικοί κίνδυνοι οι οποίοι στο παρελθόν είχαν επισημανθεί, όπως για παράδειγμα το υψηλό ενεργειακό κόστος, φαίνεται να έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, αν και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την επανεμφάνισή τους καθώς διαχρονικά έχουν επιδείξει μια σημαντική μεταβλητότητα.
Επίσης, η εκ νέου ενεργοποίηση των δημοσιονομικών ορόσημων σε επίπεδο ΕΕ, και η εφαρμογή ακόμα και από το 2024 του πνεύματος των νέων κανονισμών (όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικοινώνησε στα κράτη μέλη εν είδει κατευθύνσεων για την κατάρτιση των μεοσοπρόθεσμων δημοσιονομικών τους προγραμμάτων), οδηγεί αναπόφευκτα σε περιορισμό των διακριτών μέσων άσκησης δημοσιονομικής οικονομικής πολιτικής με τις συνεπακόλουθες συνέπειες στο ΑΕΠ.
Το ΕΔΣ αναλύει τους κινδύνους και το βαθμό στον οποίο θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα μακροοικονομικά δεδομένα της χώρας, εάν φυσικά αυτοί επαληθευθούν:
1. Οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και η επίπτωσή τους πάνω στον πληθωρισμό και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη
Η επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία πάνω στις τιμές της ενέργειας φαίνεται ότι έχει εξασθενίσει σημαντικά, καθώς έχουν επανέλθει οι ροές φυσικού αερίου από την Ρωσία μέσω της Ουκρανίας προς την Ευρώπη σε επίπεδα παρεμφερή με αυτά πριν τον πόλεμο.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, οι ροές υγροποιημένου αερίου στον αποθηκευτικό χώρο της Ρεβυθούσας έχουν ελαχιστοποιηθεί, γεγονός που καταδεικνύει την επιστροφή σε μια μορφή ενεργειακής κανονικότητας λόγω, όπως προαναφέρθηκε, της αύξησης της προσφοράς φυσικού αερίου αλλά και της χαμηλής ζήτησής του η οποία υποβοηθείται και από την μεγαλύτερη συνεισφορά των ΑΠΕ στην συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι εξελίξεις όμως στην Μέση Ανατολή συνεχίζουν να αποτελούν πηγή ανησυχίας, καθώς η κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή αυτή είναι πιθανό να επηρεάσει τη διακίνηση των προϊόντων μέσω της διώρυγας του Σουέζ, και την αναζήτηση πιο χρονοβόρων και κοστοβόρων ναυτικών οδών μεταφοράς οδηγώντας τις τιμές σε άνοδο.
Οποιαδήποτε επίδραση λοιπόν των παραγόντων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στην Ε.Ε. θα έχει επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία, τόσο σε επίπεδο εξαγωγών, όσο και στο κόστος εισαγωγής πρώτων υλών.
2. Οι εγχώριες πηγές αύξησης των τιμών
Αν και ο πληθωρισμός δείχνει να υποχωρεί, καθώς η πρόσφατη ραγδαία αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών ήταν σε ένα σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της διεθνούς αύξησης των τιμών, οι πληθωριστικές πιέσεις που είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά εγχώριων παραγόντων δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Οι δομικές στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων αποτελούν μια σημαντική πηγή ανησυχίας καθώς μειώνουν το προς κατανάλωση διαθέσιμο εισόδημα και τελικά την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αποτελεί την πιο σημαντική συνιστώσα του ΑΕΠ.
Η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, τόσο κατά τρόπο άμεσο μέσω των επιχειρησιακών μηχανισμών ελέγχου τιμών του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΔΙ.Μ.Ε.Α.), αλλά και κατά τρόπο πιο συστηματικό-δομικό από τομεακές διερευνήσεις της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την αποτροπή φαινομένων αισχροκέρδειας, αλλά και περιπτώσεων αλλοίωσης του πλαισίου ανταγωνιστικής λειτουργίας της οικονομίας.
3. Οι καθυστερήσεις ως προς την υλοποίηση του ΣΑΑ
Οι θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία από την αποτελεσματική υλοποίηση του ΣΑΑ αναμένονται σημαντικές. Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, η πλήρης εφαρμογή του ΣΑΑ μπορεί δυνητικά να αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ. κατά 6,9% έως το 2026.
Αυτό συνεπάγεται θετική συμβολή στο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά περίπου 1,15 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο για την περίοδο 2021-2026. Το ΣΑΑ προβλέπει για την Ελλάδα την συνολική διάθεση 35,9 δισ. ευρώ (18,2 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις και 17,7 δισ. ευρώ από δάνεια) σε δράσεις οι οποίες αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το 2026.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος των δράσεων (38%) σχετίζονται με “πράσινους” στόχους, με βασικό σκοπό την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμησης, αλλά και την μετάβαση σε ένα πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που θα εξαρτάται λιγότερο από τους αναλώσιμους φυσικούς πόρους.
Επίσης, 22% των πόρων κατευθύνεται σε στόχους σχετικούς με την ψηφιακή μετάβαση, ενώ η κοινωνική διάσταση προσελκύει ένα σημαντικό μέρος των δράσεων (16%).
Μέχρι στιγμής, παραπάνω από το 40% της αξίας των εκταμιεύσεων έχει κατευθυνθεί προς δράσεις σχετιζόμενες με τους παραπάνω πυλώνες, καθιστώντας τη χώρα πρωτοπόρο ως προς την εκμετάλλευση του προγράμματος Next Generation EU.
Αναμφίβολα όμως, όπως αναγνωρίζεται και από την ενδιάμεση έκθεση υλοποίησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η πλήρης υλοποίησης του ΣΑΑ και η εκμετάλλευσή του προς όφελος των μακροχρόνιων αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας συνιστούν έργο πολύπλοκο, αφού οι γραφειοκρατικές δυσκαμψίες της δημόσιας διοίκησης, το θεσμικό διαγωνιστικό πλαίσιο, αλλά και οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες είναι πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο την επιτυχή ολοκλήρωση κάποιων χρηματοδοτούμενων έργων.