Υπό τους καλύτερους οιωνούς εισέρχεται στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου η χρηματιστηριακή αγορά, δείχνοντας να μην ανησυχεί ιδιαίτερα από τα πολλά σενάρια που αναπαράγονται καθημερινά γύρω από τις μετεκλογικές εξελίξεις.
Η αντίδραση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε ευσεβείς πόθους για θετικές εξελίξεις και πολιτική σταθερότητα, αν δεν υπήρχε παράλληλα ανάλογη συμπεριφορά από τους παράγοντες εκείνους που καθορίζουν την ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Συνομιλώντας τις τελευταίες μέρες με κορυφαίο παράγοντα του τουριστικού κλάδου της χώρας μόνο μία ανησυχία καταγράψαμε: Μήπως η προσφυγή στον δεύτερο γύρο των εκλογών εν μέσω μιας πολλά υποσχόμενης τουριστικής περιόδου δημιουργήσει προβλήματα στην ποιότητα των υπηρεσιών που η χώρα προσφέρει.
Κατά τα λοιπά, ο γνωστός επιχειρηματίας εκτιμά πως η ερχόμενη σεζόν θα είναι μακράν καλύτερη από το 2019.
Βασίζει, δε, το επιχείρημά του αυτό σε ένα απλό γεγονός, που μπορεί εξάλλου να το διαπιστώσει ο καθείς: Από τα μέσα Ιουλίου μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου ο υποψήφιος τουρίστας θα πρέπει να είναι πολύ τυχερός για να βρει αεροπορικό εισιτήριο για ελληνικό προορισμό.
Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν αμβλύνει τα πολλά και σοβαρά προβλήματα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, τα οποία χρήζουν μακροπρόθεσμου σχεδιασμού αλλά αποκαλύπτουν την μεγάλη ευκαιρία ενώπιον της οποίας βρίσκεται σήμερα η χώρα.
Το πολιτικό προσωπικό μοιάζει πιο ώριμο σε σχέση με το παρελθόν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του, οι εκλογές αποτελούν μόνο έναν ενδιάμεσο σταθμό.
Το γαλλικό «αντίβαρο»
Προφανώς και ελλοχεύουν κίνδυνοι, η πλειονότητα των οποίων όμως δεν αφορούν στις εξελίξεις εντός της Ελλάδος, αλλά οφείλονται στο διεθνές πλαίσιο, διότι μετά από τις εκλογές (έστω και δύο γύρων) η χώρα θα κυβερνηθεί.
Αν, όμως, οι Βρυξέλλες υποκύψουν στις πιέσεις της «γερμανικής Ευρώπης» και του στενού δημοσιονομικού κορσέ , τότε τα πράγματα θα δυσκολέψουν για όλες τις χώρες του Νότου.
Η εξέγερση στη Γαλλία με αφορμή το συνταξιοδοτικό πιθανόν να λειτουργήσει ανασταλτικά στην προώθηση ενός παρόμοιου σχεδίου.
Υπό αυτά τα δεδομένα το ελληνικό χρηματιστήριο δείχνει να μην πτοείται, θα τολμούσαμε να πούμε πως λειτουργεί αντισυμβατικά ενώπιον του συζητούμενων μετεκλογικών πολιτικών εξελίξεων.
Απεδείχθη αυτό και το πρώτο διήμερο των αργιών του Πάσχα των Καθολικών. Η συμπλήρωση μιας εβδομάδας ανοδικών τάσεων κάτι λέει.
Κύρια ζητούμενα της αγοράς προβάλλουν εύλογα τόσο η περίφημη επενδυτική βαθμίδα όσο και το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας.
Στα δύο ζητήματα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, αφού είναι ευνόητο ότι υπάρχουν πολλές ανεξάρτητες μεταβλητές οι οποίες καθορίζουν την επιμέρους εξέλιξη.
Την εβδομάδα αυτή για παράδειγμα η JP Morgan προέβλεψε ότι η S&P πρόκειται να τηρήσει στάση αναμονής και δεν θα αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας την 21η Απριλίου.
Ο αντίλογος στην εκτίμηση αυτή είναι ότι η επίσημη αναβάθμιση μόνο ψυχολογικό ρόλο παίζει, δεδομένου ότι η χώρα ήδη μπορεί να δανείζεται με όρους ώριμης οικονομίας.
Εφόσον, λοιπόν, τα επιτόκια των ελληνικών τίτλων αντιστοιχούνται με αυτά των ώριμων αγορών, καθυστέρηση της επενδυτικής βαθμίδας μερικών μηνών δεν σημαίνει κάτι ουσιαστικό.
Τράπεζες: Η μεγάλη επιστροφή
Ένα από τα κορυφαία ζητήματα που επηρεάζουν τις αγορές αφορά στο πλέγμα των επιτοκίων.
Άποψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι η αύξησή τους έχει «πιάσει ταβάνι», αλλά θα χρειαστεί καιρός για την αποκλιμάκωσή τους.
Επίσης ο Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά πως η εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας είναι πλέον ζήτημα χρόνου.
Τους τελευταίους μήνες η συμπεριφορά των τραπεζικών μετοχών μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «η μεγάλη επιστροφή».
Πράγματι, καταβάλλοντας πολλές προσπάθειες –και με σημαντική στήριξη από κυβερνητικής πλευράς– το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ξεπέρασε το τεράστιο πρόβλημα των κόκκινων δανείων και επιτυγχάνοντας υψηλή κερδοφορία από το 2022 εγγράφει υποθήκες να πρωταγωνιστήσει στα χρηματιστηριακά δρώμενα.
Αυτό διαπιστώνουν ολοένα και περισσότεροι επενδυτές και αναλυτές.
JP Morgan: Ποιος εκλογικός κίνδυνος;
Σύμφωνα με την JP Morgan δεν υπάρχει εκλογικός κίνδυνος για την Ελλάδα.
«Αισθανόμαστε ότι οι επενδυτές είναι άνετοι με την επενδυτική υπόθεση των ελληνικών τραπεζών, με τα ερωτήματα να επικεντρώνονται στη δυναμική του δείκτη ROE, τόσο βραχυπρόθεσμα από τα επιτόκια όσο και μεσοπρόθεσμα θέματα όπως τα κέρδη και η επιστροφή κεφαλαίου. Αισθανόμαστε ότι οι επενδυτές αισθάνονται άνετα με το πολιτικό τοπίο και τον εκλογικό κίνδυνο και τις προοπτικές από πάνω προς τα κάτω ευρύτερα», αναφέρουν οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας. Προσθέτουν επίσης «συνεχίζουμε να τοποθετούμαστε υποεπενδεδυμένα στην αναδυόμενη Ευρώπη, όπου έχουμε προτίμηση στις ελληνικές τράπεζες, έναντι ουδέτερης στάσης των νοτιοαφρικανικών τραπεζών, οι οποίες θεωρούμε ότι φαίνονται πιο ανθεκτικές σε σχετική βάση».
Στο ίδιο θετικό συμπέρασμα καταλήγει για τις ελληνικές τράπεζες έκθεση της Deutsche Bank επισημαίνοντας πως το 2023 δεν είναι 2008, για μια σειρά λόγους:
Τα θεμελιώδη μεγέθη του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα είναι τα πιο στέρεα από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης:
- i) Ο κλάδος λειτουργεί εδώ και χρόνια με υψηλούς δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας,
- ii) η ποιότητα του ενεργητικού έχει βελτιωθεί σταδιακά, με τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων να πέφτουν σε νέα χαμηλά επίπεδα από το 2008 ακόμη και σε προηγουμένως προβληματικές αγορές της Νότιας Ευρώπης, και
- iii) η κερδοφορία έχει φθάσει σε ρεκόρ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Η τοξικότητα υπονομεύει το μέλλον της χώρας
Επειδή ζούμε στην Ελλάδα και όχι σε σκανδιναβική χώρα, είναι επόμενο η προεκλογική πολιτική αντιπαράθεση να παροξύνεται.
Ακόμη και πολιτικά στελέχη που κατά κόρον διακρίνονται για τον ήπιο πολιτικό λόγο τους, στο κυνήγι του σταυρού αναγκάζονται να υψώσουν τους τόνους και να «καταγγείλουν» τον όποιον απέναντι.
Έτσι συμβαίνει πάντα κατά τις προεκλογικές περιόδους και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει στις επόμενες μέρες, καθόσον το διακύβευμα της εξουσίας τίθεται πολλές φορές υπεράνω του «πολιτικού πολιτισμού».
Όλα όμως έχουν όρια, τα οποία δεν τίθενται μέσω κανόνων καλής συμπεριφοράς αλλά από τις τρέχουσες συνθήκες και το ίδιο το μέλλον της χώρας.
Γιαυτό νομίζουμε ότι δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στην Ελλάδα όσοι εν επιγνώσει τους «ποτίζουν» με το δηλητήριο της τοξικότητας την πολιτική ζωή με ύφος σκανδαλοθηρικών εντύπων του περιθωρίου.
Εισβολή με ή χωρίς εισαγωγική στην προσωπική ζωή του καθενός, περιλαμβανομένων και των πολιτικών στελεχών, τα περιουσιακά του στοιχεία και τις κοινωνικές του συναναστροφές, δεν συμβάλλει στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης εξουσίας -πολιτών, που είναι αναγκαία όσο ποτέ σήμερα.
Προφανώς ο αθέμιτος πλουτισμός πρέπει να περιλαμβάνεται στα στοιχεία ελέγχου της όποιας εξουσίας.
Αλλά η τροφοδότηση με τοξικότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης με «στοιχεία» – φούσκες μακροπρόθεσμα δεν θα ωφελήσει κανένα. Πολύ, δε, αμφιβάλλουμε αν προσελκύει ψήφους.
Άλλωστε, οι φανατικοί μπορούν να βρουν άλλα στοιχεία για να «πιαστούν».
Τις επόμενες μέρες πρόκειται να κατατεθούν στη Βουλή νομοτεχνικές «βελτιώσεις» που θα καθιστούν αδύνατη τη συμμετοχή του εξαμβλώματος των «Κασιδιάριδων» στις εκλογές.
Νομίζουμε ότι αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο αν οι πολιτικοί ταγοί όλων των πτερύγων του δημοκρατικού τόξου πολιτεύονταν με μεγαλύτερη προσοχή και με το βλέμμα στο μέλλον της χώρας.
Αν δεν το έχουν αντιληφθεί, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι ήδη πιο ώριμη από αυτούς…