Παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η ΤτΕ στην Ετήσια Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2023, προσθέτοντας παράλληλα, πως είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος προς τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.

Η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις απαιτούν συνετές οικονομικές πολιτικές, που να χαρακτηρίζονται από συνέπεια, μεσοπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμους στόχους.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι επίσης η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η γεωπολιτική αστάθεια, οι τεχνολογικές προκλήσεις, η πράσινη μετάβαση, η παραγωγική αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης είναι μερικοί μόνο παράγοντες που επιτάσσουν την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωγενείς διαταραχές και καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση, μεσοπρόθεσμα, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, με ισχυρή εθνική ιδιοκτησία των σχεδιαζόμενων αλλαγών.

Η επισήμανση του Διοικητή της ΤτΕ, κ. Γιάννη Στουρνάρα, είναι σαφής και προς πάσα κατεύθυνση, ενόψει και των επικείμενων ευρωεκλογών.

Η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της ευημερίας και την περαιτέρω ενδυνάμωση των θεσμών.

Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

ΤτΕ: Αυξήθηκε η ζήτηση για τα επιχειρηματικά δάνεια

Τα μηνύματα της ΤτΕ

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις έχουν ως στόχο την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, οδηγώντας σε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, βελτίωση της αγοράς εργασίας, διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και, εν τέλει, υψηλότερα επίπεδα ευημερίας.

Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα.

Η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων έχουν συμβάλει στην ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας, βοηθώντας την να κατανοήσει το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

Η πολιτική βούληση για την εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.

Η ΤτΕ καταλήγει σε ένα πολύ κρίσιμο συμπέρασμα, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μήνυμα προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, που αυτή την περίοδο “ανεβάζουν στροφές”, λόγω της “μάχης” των ευρωεκλογών.

Η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία το προηγούμενο έτος σηματοδοτεί την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, καταδεικνύουν την αξιοπιστία των πολιτικών που υιοθετήθηκαν και την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές.

Το γεγονός ότι χρειάστηκαν 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν.

Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική σταθερότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι δημόσια αγαθά και πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια εξήλθε από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της.

Τα εύσημα και τα «καμπανάκια» από την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος

Το δύσκολο διεθνές περιβάλλον

Από κει και πέρα, η ΤτΕ σημειώνει ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας επιβραδύνθηκε περαιτέρω το 2023. Στην ευρωζώνη η επιβράδυνση υπήρξε πιο απότομη εξαιτίας:

(1) της υποτονικής διεθνούς ζήτησης,
(2) του υψηλού κόστους εισροών παραγωγής, παρά την αποκατάσταση των διεθνών αλυσίδων αξίας μετά την πανδημία,
(3) των περιοριστικών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, που επηρέασαν δυσμενώς κυρίως τις επενδύσεις, και
(4) της περαιτέρω μείωσης των πραγματικών εισοδημάτων λόγω της ταχύτερης ανόδου του πληθωρισμού, παρά τις έκτακτες δημοσιονομικές ενισχύσεις.

Παρ’ όλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται ότι οδεύει προς ομαλή σταθεροποίηση, επιδεικνύοντας μεγάλη ανθεκτικότητα στις πρόσφατες κρίσεις, ενώ ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού υποχώρησε μετά τις καίριες παρεμβάσεις των νομισματικών και δημοσιονομικών αρχών.
Ο παγκόσμιος πληθωρισμός υποχώρησε το 2023, λόγω της πτωτικής πορείας των διεθνών τιμών της ενέργειας, αλλά και της έγκαιρης και σε σημαντικό βαθμό συντονισμένης αντίδρασης των κεντρικών τραπεζών.

Στην ευρωζώνη, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αντανακλά κυρίως:

(1) τη βελτίωση των συνθηκών προσφοράς, με την άμβλυνση των περιορισμών να παρατηρείται ήδη από τις αρχές του έτους,
(2) τη μείωση των διεθνών τιμών της ενέργειας,
(3) τη συνέχιση της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής,
(4) την κάμψη της συνολικής εγχώριας ζήτησης και
(5) τον περιορισμό της δυνατότητας των επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές μέσω της διεύρυνσης των περιθωρίων κέρδους, λόγω της μείωσης της ζήτησης.

Εντούτοις, ο πυρήνας του πληθωρισμού παρέμεινε σε ανοδική πορεία, παρά τις ενδείξεις αποκλιμάκωσης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, λόγω της μεγαλύτερης εμμονής του πληθωρισμού των υπηρεσιών και της αύξησης του μισθολογικού κόστους.

Ελληνική οικονομία: Οι υψηλές επιδόσεις – Οι προκλήσεις – Οι κίνδυνοι • Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και η ευκαιρία για περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον

Οι αντοχές της ελληνικής οικονομίας

Μέσα σε αυτό το διεθνές οικονομικό περιβάλλον αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία στη διάρκεια του 2023 αναπτύχθηκε με επιβραδυνόμενο αλλά ικανοποιητικό ρυθμό 2%, σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Θετικά στη μεγέθυνση της οικονομίας συνέβαλαν κυρίως οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις.

Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε σημαντικά στο 4,2%, χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης.

Ωστόσο, ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολούθησε αυξητική πορεία και έφθασε στο 5,3% το 2023, παρά το γεγονός ότι από τα μέσα του έτους παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωσή του.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές.

Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ.

Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019.

Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, το 2024, όπως σημειώνει η ΤτΕ, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.

Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων.

Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.

Η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.

Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι θετικές.

Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών.

 

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι

Η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία.

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.

Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων μακροπρόθεσμα.

Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.

Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.

Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό.

Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης.

Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων.

Οι συστάσεις της ΤτΕ

Με βάση την εμπειρία από τη διαχείριση των κρίσεων του παρελθόντος, η ανάγκη ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των οικονομιών απαιτεί την άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα σε κυκλικά διορθωμένους όρους ύψους 2% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας.

Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες.

Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών.

Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

Επιπλέον, η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες (όπως για παράδειγμα η απονομή δικαιοσύνης), καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων.

Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και η εξάλειψη ολιγοπωλιακών πρακτικών αποτελούν μερικούς μόνο τομείς που χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις.

Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την κάλυψη του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.

Τέλος, η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες ώστε να μη διαταραχθεί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.

Αυτές οι πρωτοβουλίες θα επιδιώκουν μεταξύ άλλων:

(1) την αύξηση της συμμετοχής ανδρών και γυναικών και ιδίως των νέων στο εργατικό δυναμικό,
(2) τη συνεχή ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς και την κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες,
(3) την ενσωμάτωση μεταναστών, καθώς και τη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών,
(4) τη δημιουργία μηχανισμών για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας,
(5) την προσέλκυση, μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό και
(6) τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.

Διαβάστε ακόμη: