Δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται πλέον η ταχύτερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, καθώς από την μία η στρατηγική επιλογή για υψηλότερες μερισματικές αποδόσεις στους μετόχους τα επόμενα χρόνια και η επιβολή τραπεζικού φόρου στην Ιταλία από την άλλη, τοποθετούν το θέμα ψηλά στην ατζέντα τόσο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα όσο και των διοικήσεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Και ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις όλων των εμπλεκόμενων μερών, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες εμφανίζονται διατεθειμένες να προχωρήσουν από το 2025 ακόμη και στον διπλασιασμό της ετήσιας αποσβεσης για τον αναβαλλόμενο φόρο μέσα από τα εποπτικά τους κεφάλαια, φθάνοντας κατ’ ανώτατο το 1,5 δισ. ευρώ συνολικά.
Σημειώνεται ότι η απόσβεση αυτή δεν αναμένεται να κινηθεί κάτω από το 1,3 δισ. ευρώ, όταν στην παρούσα φάση το ποσό της απόσβεσης κινείται περί τα 750 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί από 150 έως 200 εκατ. ευρώ σε κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες.
Η απόσβεση θα γίνει με διάθεση εποπτικών κεφαλαίων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τα οποία ανέρχονται στα 24,570 δισ. ευρώ με βάση στοιχεία το α’ εξαμήνου, όταν αντίστοιχα ο αναβαλλόμενος φόρος για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες διαμορφώνεται σε 12,427 δισ. ευρώ.
Ρεαλιστική πρόταση
Στην περίπτωση που η ΕΚΤ εγκρίνει την ελληνική πρόταση, πρακτικά σημαίνει ότι η αποπληρωμή του αναβαλλόμενου φόρου θα ολοκληρωθεί 10 χρόνια νωρίτερα και πιο συγκεκριμένα το 2030 αντί του 2040.
Παράλληλα, με τον τρόπο αυτόν οι τράπεζες αναγκάζονται τρόπο τινά να αποθεματοποιήσουν περισσότερα ποιοτικά κεφάλαια από τον αρχικό τους προγραμματισμό διασφαλίζοντας στην εποπτεία ότι είναι πανίσχυρες να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε διεθνή κρίση αλλά και όλους τους απρόβλεπτους κινδύνους γεωπολιτικούς κλιματικούς κ.λ.π. για τους οποίους η εποπτεία ανησυχεί.
Τραπεζικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η πρόταση των τραπεζών είναι ρεαλιστική και βιώσιμη οικονομικά αν λάβεις κανείς υπόψη τα ισχυρά κεφαλαιακά τους αποθέματα, την υγιή οργανική παραγωγή κεφαλαίου και τη σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση κεφαλαίων τους – είτε μέσω οργανικής είτε ανόργανης ανάπτυξης.
Στα παραπάνω επιχειρήματα, εκτιμούν οι ίδιες πηγές, θα στηριχθεί και η επιχειρηματολογία των ελληνικών τραπεζών στις διαπραγματεύσεις με την ΕΚΤ, προκειμένου να αποδείξουν στον επόπτη ότι δεν εξαρτώνται υπερβολικά από τα DTCs και να λάβουν την απαραίτητη έγκριση για να προχωρήσουν σε υψηλότερες χρηματικές διανομές.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζών πάντως, εφόσον διατηρηθεί και τα επόμενα χρόνια το momentum της κερδοφορίας της τελευταίας διετίας, είναι ζήτημα 15 ετών να “σβήσει” οριστικά η αναβαλλόμενη φορολογία από τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Τη θέση αυτή έχει επιβεβαιώσει σε δημόσιες τοποθετήσεις του και ο CEO της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστου Μεγάλου, μετά μάλιστα και την επιτυχή αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ο ίδιος εξήγησε ότι το DTC στα σημερινά του επίπεδα δεν εγείρει ανησυχία, καθώς εκτιμάται ότι θα επισπευσθεί δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας του κλάδου. Προέβλεψε, μάλιστα, ότι η Τράπεζα Πειραιώς θα μηδενίσει το DTC σε 16 έτη από σήμερα, έναντι 30 ετών που προβλέπει η σχετική φορολογική νομοθεσία.
Όπως ξεκαθαρίζουν τραπεζικές πηγές, οι λεπτομέρειες σε μεγάλο βαθμό για το σχέδιο κάθε τράπεζας σε ότι αφορά την απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου αναμένεται να ανακοινωθούν την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, οπότε και τα πιστωτικά ιδρύματα θα ανακοινώσουν τα αποτελέσματα τρίτου τριμήνου και ενιαμήνου και θα ακολουθήσουν οι σχετικές ενημερώσεις των διεθνών αναλυτών.
Την αρχή κάνει η Τράπεζα Πειραιώς που ανακοινώνει αποτελέσματα την 1η Νοεμβρίου, στις 5 του ίδιου μηνός η Εθνική Τράπεζα, στις 7 Νοεμβρίου η Eurobank και ο κύκλος τρίτου τριμήνου ολοκληρώνεται με την Alpha Bank στις 8 Νοεμβρίου.
Ο ρόλος των υψηλών μερισμάτων
Όπως έχει γράψει το Radar, ο SSM έχει συνδέσει πλήρως τις αποφάσεις που θα ληφθούν σε ό,τι αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο με τις διανομές μερισμάτων των τραπεζών τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια στιγμή ο ανταγωνισμός διεθνώς πραγματοποιεί μεγάλες διανομές και ως εκ τούτου οι ελληνικές τράπεζες για να διασφαλίσουν τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους διάρθρωση οφείλουν κατά κάποιον τρόπο να τον παρακολουθήσουν έχοντας ικανοποιημένους τους μετόχους τους.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες προχωρούν σε επιθετική αύξηση διανομής μερισμάτων και buyback για το 2024 δημιουργώντας συνθήκες για διανομές ύψους 1.5 δισ. ευρώ, από 800 εκατ. ευρώ που διένειμαν το 2023.
Για το 2024 τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προγραμματίσει διανομές που για την Εθνική Τράπεζα διαμορφώνεται σε 40% των κερδών της, για την Alpha Bank 35%, για την Eurobank 40% ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς σε 30%, χωρίς να αποκλείεται αναπροσαρμογή προς τα πάνω των ποσοστών αυτών.
Σε ό,τι αφορά τα κέρδη του 2025 στόχος των ελληνικών τραπεζών είναι οι διανομές να φθάσουν ή ακόμη και να ξεπεράσουν το 50% των κερδών.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΕΤΕ η οποία στο ενημερωτικό της για το πρόσφατο placement προέβλεπε διανομές πλέον του 50% για το 2025 ενώ στις παρουσιάσεις της στο εξωτερικό μιλούσε για διανομές που υπό προϋποθέσεις μπορούν να φθάσουν και στο 60% του χρόνου, υπό την προϋπόθεση φυσικά πως ο SSM θα εγκρίνει τα παραπάνω πλάνα.
Όλος αυτός ο σχεδιασμός αναμένεται να αποκρυσταλλωθεί στις αρχές του Νοεμβρίου καθώς οι τράπεζες βρίσκονται σε επικοινωνία με τον επόπτη για το θέμα ενώ πρωτοβουλία έχει αναλάβει προς την κατεύθυνση αυτήν και η ΤτΕ.
Ο ιταλικός φόρος στις τράπεζες
Μάλιστα για το θέμα με τον αναβαλλόμενο φόρο και την ταχύτερη απόσβεσή του είναι προγραμματισμένη ακόμη και μέσα στο σαββατοκύριακο σύσκεψη υψηλόβαθμων τραπεζικών στελεχών και από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με αρμοδίους από την Τράπεζα της Ελλάδος που «τρέχουν» το θέμα.
Τις εξελίξεις πυροδοτούν και μια σειρά από άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον αναβαλλόμενο φόρο και ιδιαίτερα μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης στη γείτονα Ιταλία.
Όπως λοιπόν αναπαράγουν όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κατά την διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας η ιταλική κυβέρνηση επιθυμεί να καλύψει ένα κενό 9 δισ. ευρώ που έχει στον προϋπολογισμό της και, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των σχετικών διαπραγματεύσεων, οι συζητήσεις επικεντρώνονται στην προσωρινή άρση του αναβαλλόμενου φόρου για τις ιταλικές τράπεζες και στην επιβολή φόρου στα stocks options των τραπεζικών στελεχών της γείτονος.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό που έχει δει το φως το δημοσιότητας, στην Ιταλία ο αναβαλλόμενος φόρος δεν θα ισχύσει καθόλου για το 2025 και 2026, ενώ θα ισχύσει εν μέρει το 2027 και 2028, με στόχο να εισφέρει στον ιταλικό προϋπολογισμό γύρω στα 3 δισ. ευρώ περίπου.