Μέσω ανταγωνιστικής διαδικασίας προσφορών που θα διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των υποψήφιων επενδυτών θα υλοποιήσει το ΤΧΣ την αποεπένδυσή του από τις τράπεζες και εντός του προγραμματισμένου χρόνου, δηλαδή πριν το τέλος του 2025. Αυτό προβλέπει η στρατηγική αποεπένδυσης που αναμένεται να δημοσιοποιήσει σήμερα το Ταμείο έχοντας λάβει την έγκριση από το υπουργείο Οικονομικών.
Η στρατηγική διακρίνει δύο βασικές μορφές διάθεσης μετοχών:
• την διαδικασία μέσω κεφαλαιαγοράς που προβλέπει εναλλακτικούς τρόπους (accelerated book building, fully marketed offering, dribble out κ.α.) ή συνδυασμό αυτών
• την ιδιωτική πώληση, που ευνοεί την διάθεση μεγάλων πακέτων μετοχών – άνω του 5% – ή την απευθείας διάθεση του συνόλου των μετοχών που διαθέτει το Ταμείο σε μια Τράπεζα.
Την απόφαση για το ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί για κάθε τράπεζα στην οποία το ΤΧΣ έχει συμμετοχή θα λάβει το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, αξιολογώντας τα οφέλη κάθε μεθόδου αλλά και τον χρόνο που απαιτεί κάθε τύπος συναλλαγής για να ολοκληρωθεί.
Το Ταμείο ελέγχει το 40,39% της Εθνικής τράπεζας, το 27% της τράπεζας Πειραιώς, το 9% της Alpha Bank, το 1,4% της Eurobank και το 62,93% της Attica Bank. Το Ταμείο μπορεί να εξετάσει και το ενδιαφέρον ή την προσφορά αυτόκλητου επενδυτή, αλλά σύμφωνα με όσα προβλέπει η στρατηγική αποεπένδυσης δεν θα προχωρήσει σε διμερή διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί ανταγωνιστική διαδικασία. Στόχος να διασφαλιστεί η ίση και αμερόληπτη μεταχείριση για όλους τους πιθανούς επενδυτές.
Στην περίπτωση που το Ταμείο έχει γίνει αποδέκτης αυτόκλητης προσφοράς θα πρέπει να διερευνήσει κατά πόσο προέρχεται από καλόπιστο επενδυτή (bona fide investor), ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις των ρυθμιστικών αρχών και είναι σε θέση να υλοποιήσει την συναλλαγή, δηλαδή να χρηματοδοτήσει την επένδυση.
Η στρατηγική αποεπένδυσης δεν προκρίνει συγκεκριμένη σειρά τραπεζών για την διάθεση μετοχών, καθώς κάτι τέτοιο όπως σημειώνεται θα μπορούσε να αποδειχθεί επιζήμιο για τη συνολική αξία του χαρτοφυλακίου του Ταμείου. Η αλληλουχία και η εκτέλεση των συναλλαγών, όπως επισημαίνεται στην στρατηγική αποεπένδυσης θα υπόκεινται στις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών.
Σε κάθε περίπτωση το Ταμείο οφείλει να παρακολουθεί τις συνθήκες των αγορών πριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση και να αξιολογήσει εάν οι συνθήκες επιτρέπουν την εκτέλεση μιας συναλλαγής. Οποιαδήποτε απόφαση για την διάθεση μετοχών θα πρέπει να συνοδευθεί από την ανεξάρτητη γνώμη δύο χρηματοοικονομικών συμβούλων σχετικά με τους όρους της συναλλαγής.
Εάν πρόκειται για πώληση μέσω κεφαλαιαγοράς ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος θα αποφανθεί σε ότι αφορά την αποτίμηση της αξίας της Τράπεζας ενώ εάν πρόκειται για ιδιωτική πώληση, η γνώμη θα αφορά τους οικονομικούς όρους της συναλλαγής.
Διαβάστε ακόμη: