Κατά τη διάρκεια του έτους που ολοκληρώθηκε, η ελληνική οικονομία κατέγραψε ιδιαίτερα σημαντική δυναμική ανάκαμψης, σε συνέχεια και ενός κύκλου διακυμάνσεων που ξεκίνησε με την κρίση της πανδημίας. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του ΙΟΒΕ στην τελευταία του έκθεση, ο ρυθμός ανάπτυξης είχε τάση εξασθένησης κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά με τον ετήσιο ρυθμό να εκτιμάται περί το 5%.
Υπήρξε επίσης υψηλή πίεση του πληθωρισμού, που εκτιμάται λίγο κάτω του 10%. Για το έτος που πλέον ξεκίνησε, αναμένεται σημαντική υποχώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης, προς το 1,5% ετησίως, εν μέσω επιβράδυνσης της μεγέθυνσης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Αναμένεται επίσης σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, όχι όμως ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, περί το 4%. Αυτό το γενικό πλαίσιο δημιουργεί μια σειρά επιμέρους προκλήσεων, καθώς η ελληνική οικονομία θα μπορεί και πρέπει να δείξει στοιχεία συνεχιζόμενου δυναμισμού, όχι όμως σε ένα ευνοϊκό ευρύτερο περιβάλλον.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, για την αξιολόγηση της πορείας της οικονομίας βραχυχρόνια, υπάρχουν σημαντικοί θετικοί παράγοντες. Το συσσωρευμένο δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγαλύτερο από αυτό στις περισσότερες ευρωπαϊκές. Η ανεργία, και γενικότερα η δεξαμενή ανεκμετάλλευτης εργασίας, παραμένει υψηλή, και ακόμη μεγαλύτερο είναι το επενδυτικό κενό.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και η λοιπή εισροή ευρωπαϊκών πόρων είναι υψηλής σημασίας και μπορούν να κινητοποιήσουν ευρύτερες επενδύσεις. Εξωστρεφείς επιχειρήσεις, κυρίως μεταποιητικές έχουν τοποθετηθεί σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Το δημόσιο χρέος, αν και πολύ υψηλό, είναι προς το παρόν λιγότερο εκτεθειμένο στις αυξήσεις των επιτοκίων από ό,τι άλλων οικονομιών.
Επίσης στη θετική πλευρά, οι πολιτικές της ευρωζώνης σηματοδοτούν, υπό όρους φυσικά, συνεχιζόμενη στήριξη. Σειρά θεσμικών αλλαγών κατά τη δεκαετή κρίση και πιο πρόσφατα έχουν θετική επίδραση και υπάρχει σημαντικό περιθώριο για μεταρρυθμίσεις που θα δυναμώσουν την οικονομία.
Το τραπεζικό σύστημα είναι πλέον περισσότερο ευσταθές και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι εφικτή προς το τέλος του έτους και θα διευκολύνει τις επενδύσεις. Συνολικά, και ξεκινώντας από χαμηλότερη βάση, η οικονομίας μας μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της Ευρώπης την επόμενη χρονιά και στη συνέχεια.
Οι αρνητικοί παράγοντες
Από την άλλη, το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι, στην αρνητική πλευρά της εκτίμησης για το νέο έτος, η επιβράδυνση της ανάπτυξης στο περιβάλλον, κυρίως στην Ευρώπη, και η συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες όσο ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, θα επιβαρύνουν δυο κομβικούς πυλώνες για την ανάπτυξη της οικονομίας μας: τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Οι εξαγωγές είχαν πρόσφατα ανοδική τάση, όμως εξαρτώνται από τη χαμηλότερη ζήτηση στο εξωτερικό και από ένα διαχρονικό έλλειμα ανταγωνιστικότητας που εξακολουθεί να υπάρχει.
Οι επενδύσεις, από την άλλη μεριά, δυσχεραίνονται από την άνοδο των επιτοκίων και την αναμενόμενη επιβράδυνση της μεγέθυνσης. Επίσης, οι εξαγωγές και οι επενδύσεις δεν ευνοούνται από την αβεβαιότητα και την υψηλή μεταβλητότητα του περιβάλλοντος που υπάρχει σήμερα. Οι οικονομικές αποφάσεις τείνουν να γίνονται με αποφυγή της έκθεσης στον κίνδυνο, και άρα πιο εσωστρεφείς και βραχυπρόθεσμες, ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό. Καθώς και οι δεξαμενές στήριξης της κατανάλωσης εξαντλούνται, αναμένεται θετική μεγέθυνση, αλλά πολύ χαμηλότερη από ό,τι φέτος, ενώ και οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι.
Παράλληλα, αναδύεται και επίδραση από συστηματικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Από τους σημαντικούς δείκτες για την πορεία της, δύο έχουν ξεχωριστή κρισιμότητα: το εμπορικό ισοζύγιο και ο πληθωρισμός. Η οικονομία μας μεγεθύνεται γρηγορότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές, καθώς, όμως, η κατανάλωση αντιπροσωπεύει ιδιαίτερα μεγάλο μέρος της, η τάση της έχει και ανεπιθύμητες συνέπειες.
Το εξωτερικό ισοζύγιο
Στο εξωτερικό ισοζύγιο, κύριο ζήτημα είναι οι εισαγωγές που προκαλεί η μεγέθυνση. Στις εξαγωγές η τάση είναι θετική, με σημαντική αύξηση εξαγωγών προϊόντων τα τελευταία χρόνια, έντονη ανάκαμψη του εισερχόμενου τουρισμού μετά την πανδημία, ακόμη και αξιοσημείωτη κινητικότητα στις πωλήσεις άλλων υπηρεσιών προς το εξωτερικό. Όμως, η αύξηση των εισαγωγών ήταν σημαντικά ισχυρότερη το 2022, οδηγώντας σε επιδείνωση του ισοζυγίου.
Σε ονομαστική αξία και χωρίς πετρελαιοειδή, στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου, οι εξαγωγές ήταν 22% αυξημένες σε σχέση με ένα έτος πριν, οι εισαγωγές κατά 28%, και το έλλειμμα κατά 36,5%. Με τα πετρελαιοειδή, η επιδείνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη, 58,5%.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η τάση για διεύρυνση του εμπορικού ελλείματος καθώς υπάρχει μεγέθυνση αντανακλά σχετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Η τάση για άνοδο των κεντρικών τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς ανακάμπτει η κατανάλωση, υποδηλώνει μικρή δυνατότητα έγκαιρης ανταπόκρισης της παραγωγής και χαμηλή ένταση ανταγωνισμού.
Συνδυαστικά, υπογραμμίζεται πως παρά την σημαντική πρόοδο σε πολλά επίπεδα, μακροοικονομικά και δομικά, υπάρχουν ακόμη στην οικονομία μας ισχυρές δυνάμεις αδράνειας και παγίδες οπισθοχώρησης, που για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται περαιτέρω και συστηματική ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.
Το ζήτημα του πληθωρισμού
Ο πληθωρισμός, από την άλλη, πυροδοτήθηκε από τις εξωτερικές εξελίξεις. Άγγιξε πέρυσι υψηλό 27-ετίας, και αναμένεται αποκλιμάκωση αλλά όχι γρήγορη. Ενώ στο πρώτο εννεάμηνο τη μεγαλύτερη συμβολή είχε άμεσα η ενέργεια, στο τέταρτο τρίμηνο τη σκυτάλη πήραν, κατά σειρά, τρόφιμα, υπηρεσίες και μη ενεργειακά αγαθά. Στο πρώτο εννεάμηνο ο εγχώριος πληθωρισμός υπερείχε του μέσου όρου της ευρωζώνης, στη συνέχεια υποχώρησε χαμηλότερα σε μονοψήφια περιοχή.
Ωστόσο, ο δομικός πληθωρισμός στην Ελλάδα καταγράφεται υψηλότερος: έτσι, η μεταβολή τιμών πλην ενέργειας, τροφίμων, ποτών και καπνού ήταν στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου στο 4,5% έναντι 3,8% στην Ευρωζώνη. Αν αυτή η εικόνα παγιωθεί, θα είναι πολύ ανησυχητική και θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα και τη δυνατότητα αύξησης εισοδημάτων στη συνέχεια.
Αναλυτικότερα, από το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους άρχισε να παρατηρείται η σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, με τον ΔΤΚ να επιβραδύνεται για τρίτο συνεχή μήνα τον Δεκέμβριο 2022. Στο σύνολο του τελευταίου τριμήνου του 2022, ο ΔΤΚ διαμορφώθηκε στο 8,3% από 11,7% στο προηγούμενο τρίμηνο.
Η μείωση του ΔΤΚ, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω από την επίδραση βάσης, μπορεί να αποδοθεί πρωτίστως στις χαμηλότερες τιμές των ενεργειακών προϊόντων και στην αναμενόμενη εξασθένιση της ζήτησης, καθώς και στις παρεμβατικές πολιτικές της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι πιέσεις στις τιμές
Χαρακτηριστικό αποτελεί επίσης το γεγονός πως σε αντίθεση με το πρώτο εννεάμηνο του 2022, όπου τα Ενεργειακά αγαθά είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό του πληθωρισμού, στο τέταρτο τρίμηνο τη σκυτάλη πήραν, κατά σειρά, Τρόφιμα, Υπηρεσίες και Μη ενεργειακά αγαθά. Η εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων LNG στην ΕΕ, σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης λόγω των υψηλών τιμών και με τις ήπιες θερμοκρασίες, περιόρισαν τις πιέσεις στις τιμές της ενέργειας.
Επιπλέον, λόγω των συνεχών και διευρυμένων πιέσεων των τιμών καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους καθώς και των εκτεταμένων δημοσιονομικών ενεργειακών μέτρων στήριξης των νοικοκυριών, τα οποία μειώνουν την ελαστικότητα της ζήτησης στις τιμές, το Ευρωσύστημα προβλέπει ότι ο πληθωρισμός στην ΕΖ το 2023 θα διαμορφωθεί στο 6,3%, ενώ αντίστοιχα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε το Νοέμβριο του 2022, σημαντικά προς τα πάνω τις προβλέψεις της για το μέσο πληθωρισμό στην ΕΖ στο 6,1% από 4,0% μόλις πριν από λίγους μήνες.
Για την Ελλάδα προβλέπουν έναν οριακά μικρότερο πληθωρισμό της τάξης του 6,0%. Ένα χαμηλότερο πληθωρισμό, της τάξης του 3,7% προβλέπει ο ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση του τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους.
Η αύξηση στο κόστους του χρήματος
Την ίδια ώρα, παρά τον ορατό κίνδυνο ύφεσης μετά τη σημαντική επιβράδυνση των περισσότερων οικονομιών παγκοσμίως στα τελευταία τρίμηνα του προηγούμενου έτους, πολλές Κεντρικές Τράπεζες συνεχίζουν την περιοριστική νομισματική πολιτική τους επιδιώκοντας την σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο μακροπρόθεσμο στόχο του 2%.
Συγκεκριμένα, το βασικό επιτόκιο της FED έχει διαμορφωθεί στο 4,25%-4,50% από 0%-0,25% στις αρχές του 2022, μετά από 7 αναθεωρήσεις κατά τη διάρκεια του 2022, ενώ ο πρόεδρός της εκτιμά ότι το εύρος του μελλοντικού επιτοκίου ίσως να είναι υψηλότερο αυτού που προηγουμένως αναμενόταν και να παραμείνει υψηλό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Λιγότερο επιθετική ήταν η αναθεώρηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η οποία προέβη σε 4 αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της μέσα στο 2022, θέτοντας το επιτόκιο κύριας αναχρημαδότησης στο 2,50% στο τέλος του 2022 από 0% στις αρχές του ίδιου χρόνου. Στην τελευταία ανακοίνωση του το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναφέρει ότι με βάση την προς τα πάνω αναθεώρηση των προοπτικών για τον πληθωρισμό, πρόκειται να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, σημαντικά και με σταθερό ωστόσο ρυθμό, προκειμένου να επαναφέρει τον πληθωρισμό σε ανεκτά επίπεδα.
Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, η συνεχής άνοδος των βασικών επιτοκίων κατά το προηγούμενο έτος, αύξησε σημαντικά το κόστος δανεισμού όλων των οικονομικών παραγόντων: νοικοκυριών, επιχειρήσεων και κράτους. Άμεση ήταν η αντίδραση των επενδυτών μετά από κάθε ανακοίνωση των Κεντρικών Τραπεζών για υψηλότερα επιτόκια, με τις τιμές των μετοχών να υποχωρούν και τα spreads των εταιρικών και κρατικών ομολόγων να διευρύνονται. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων επηρέασε αρνητικά τις ήδη υπάρχουσες δανειακές υποχρεώσεις, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των επενδύσεων και της κατανάλωσης αντιστοίχως.
Τέλος, η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των βασικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να οδηγήσουν στη σταδιακή άνοδο και των πραγματικών επιτοκίων. Παρά το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως σε περιορισμούς στην πλευρά της προσφοράς, τους οποίους η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να επηρεάσει, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες συνεχίσουν τις παρεμβάσεις στο ύψος των βασικών τους επιτοκίων, με στόχο τη συρρίκνωση της ζήτησης και την αποφυγή μιας επίμονης ανοδικής μετατόπισης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Οι επενδύσεις και το Ταμείο Ανάκαμψης
Στα θετικά, το ΙΟΒΕ υπενθυμίζει ότι, στην προσπάθεια εξόδου της από την πανδημική και ενεργειακή κρίση, καθώς και δημιουργίας μιας διατηρήσιμης αύξησης των εισοδημάτων που θα επιτρέψουν την οικονομική σύγκλιση, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, απέκτησαν το 2021 ένα ισχυρό χρηματοδοτικό εργαλείο εξαετούς διάρκειας, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Στο τέλος του 2022, η Ελλάδα έχει εκταμιεύσει συνολικά €7,52 δισ. (€3,96 δισ. με τη μορφή προχρηματοδότησης τον Αύγουστο του 2021, και μια δόση αξίας €3,56 δισεκ. τον Απρίλιο του 2022), ενώ το Νοέμβριο γνωμοδοτήθηκε θετικά από την ΕΕ και η καταβολή της 2ης δόσης αξίας €3,56 δισ., εντάσσοντας την Ελλάδα μεταξύ των 6 ευρωπαϊκών χωρών για τις οποίες έχει εγκριθεί η 2η δόση του Ταμείου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κροατία και Μάλτα).
Η εισροή των νέων ευρωπαϊκών κονδυλίων αναμένεται να στηρίξει την ανοδική πορεία των επενδύσεων κατά το 2023, καθιστώντας τις τελευταίες το βασικό μοχλό ανάπτυξης για το προσεχές έτος και ίσως τη μοναδική συνιστώσα του ΑΕΠ που ενδέχεται να υπερβεί την ετήσια επίδοσή της σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ήδη κατά το πρώτο ενιάμηνο του 2022, οι συνολικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί κατά 14,01% ενώ οι επενδύσεις παγίων κατά 10,2%, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων από τα έκτακτα προγράμματα τόνωσης ρευστότητας για την αντιμετώπιση της πανδημίας (π.χ. συγχρηματοδοτούμενα εγγυοδοτικά προγράμματα) φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για κεφάλαια κίνησης, ενώ το επενδυτικό κενό σε πάγιο εξοπλισμό των επιχειρήσεων παραμένει σημαντικό. Συνολικά, το μέγεθος των επενδύσεων παγίων παραμένει κάτω από το μισό του επιπέδου του 2007 ενώ το μερίδιό τους στο ΑΕΠ υπολείπεται σχεδόν 10 π.μ. της Ευρωζώνης.
Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, σημαντική πτώση παρουσίασε το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του εγχώριου ΑΕΠ τα τελευταία δύο χρόνια, με το λόγο αυτού να εκτιμάται στο 169% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 από 206% το 2020.
Παρά τη διεύρυνση του απόλυτου επιπέδου του δημοσίου χρέους το 2022, λόγω του δανεισμού της κυβέρνησης μέσω ομολόγων αξίας €8,3 δισ., καθώς και της εκταμίευσης των δόσεων του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης, η ισχυρή ονομαστική επίδοση της ελληνικής οικονομίας, οι θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις και ο υψηλός πληθωρισμός, μείωσαν το λόγο του χρέους ως προς το εγχώριο ΑΕΠ και επέτρεψαν την πρόωρη αποπληρωμή €1,9 δισ. δανείων του ΔΝΤ και €2,7 δισεκ. δανείων GLF (τα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου).
Για τα επόμενα έτη, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), εκτιμά πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα παρουσιάσουν πτωτική τάση από το 15% του ΑΕΠ το 2022. Συγκεκριμένα, για το 2023, ο Οργανισμός εκτιμά τις δανειακές ανάγκες της χώρας στα €15,4 δισ., το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά την αποπληρωμή προγενέστερου χρέους.
Για τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών της η χώρα θα προβεί στην έκδοση νέων ομολόγων αξίας €7 δισ., σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες αυξάνουν κατά περίπου 30% την εκδοτική τους δραστηριότητα το 2023 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το υπόλοιπο μέρος των αναγκών θα καλυφθεί μέσω των εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και από άλλες εισροές κεφαλαίων οι οποίες «μεταφέρονται» από το 2022 (€4,2 δισ.), τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις (€2 δισ.) και από τη χρήση 2,2 δισ. ευρώ από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα.
Σε αντίθεση με το δημόσιο χρέος, έντονα αυξητική είναι η τάση του ιδιωτικού χρέους, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ και του Υπουργείου Οικονομικών, έφθασε τα €406 δισεκ. το Νοέμβριο του 2022, εκ των οποίων πάνω από τα μισά χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα, παρά τη μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών μέσω του προγράμματος «Ηρακλής» σε μονοψήφιο ποσοστό το τρίτο τρίμηνο του 2022, ενώ τρία χρόνια πριν ήταν 45%.
Με τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος όλων των οικονομικών παραγόντων λόγω πληθωρισμού, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις ενδέχεται να ιεραρχούν την πληρωμή των υποχρεώσεων τους, καλύπτοντας αρχικά τα πάγια έξοδα και τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ειδικά τις δόσεις των στεγαστικών δανείων υπό το φόβο των πλειστηριασμών, και αφήνοντας τελευταίες τις υποχρεώσεις προς το δημόσιο, επιφέροντας έτσι πλήγμα στα δημοσιονομικά έσοδα.
Ιδιαίτερα σημαντική και αρνητική αναμένεται να είναι και η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στις προαναφερθείσες οφειλές.
Διαβάστε ακόμη: