Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκαν τα στοιχεία του πληθωρισμoύ στις ΗΠΑ. Για άλλη μια φορά ήταν απογοητευτικά, για άλλη μια φορά έπεσαν έξω οι επίσημες εκτιμήσεις. Το έργο είναι γνωστό:
Σκάει «από το πουθενά» ένας πληθωρισμός τόσος (με το συμπάθειο), τραπεζίτες και κυβερνώντες παριστάνουν τους ανίδεους (λες και δεν είναι οι ίδιοι που εξ αρχής τρέφουν τον πληθωρισμό μέσω εγκληματικών νομισματικών πολιτικών), τα ρίχνουν βολικά σε κάποια «ασύμμετρη απειλή», έναν πόλεμο, μια πανδημία, ένα μποτιλιάρισμα στο Σουέζ κ.λ.π.
Στη συνέχεια καθησυχάζουν το ποίμνιο πως πρόκειται για «παροδικό φαινόμενο», ενώ οι οικονομολόγοι των διεθνών οργανισμών που είναι αρμόδιοι να ξεπλύνουν τις ανίκανες αρχές, αναλαμβάνουν να δώσουν «εκτιμήσεις» για τη μελλοντική πορεία του πληθωρισμού, οι οποίες πάντοτε είναι αισιόδοξες, προκειμένου φυσικά –τι άλλο– να καθησυχάσουν το κοπάδι.
Στη συνέχεια οι υπεραισιόδοξες και μη ρεαλιστικές (αλλά και μαγειρεμένες) αυτές εκτιμήσεις πάντοτε –μα πάντοτε– διαψεύδονται, δηλαδή τα πράγματα είναι συνήθως χειρότερα από ό,τι παρουσιάζονται.
Και τότε οι αρμόδιοι αναλαμβάνουν πάλι να τα ρίξουν σε κάποιο εξωγενή παράγοντα, και ξανά το έργο από την αρχή. Αλλά δεν πειράζει, διότι σημασία για το κοπάδι δεν έχει να είναι βουτηγμένο στα σκατά.
Σημασία έχει να νομίζει ότι δεν είναι, να του λένε ότι δεν είναι, και να ελπίζει κάθε μήνα, κάθε χρόνο για το καλύτερο. Και ποτέ μα ποτέ να μην εντοπίζει τα πραγματικά αίτια των δεινών του, και έτσι να μην κάνει κάτι γι’ αυτό, έστω να προφυλαχθεί για το μέλλον.
Όμως τα ψέματα κάποια στιγμή τελειώνουν. Άλλωστε ο καταναλωτής δεν έχει ανάγκη από ψευτοδείκτες να του πουν αν οι τιμές των αγαθών εξακολουθούν να ανεβαίνουν – το βλέπει, το βιώνει καθημερινά. Και είναι ψευτοδείκτες, διότι πλέον στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή/Παραγωγού δεν υπολογίζονται τρόφιμα και ενέργεια!
Δηλαδή οι πιο βασικοί παράγοντες του πληθωρισμού! Και ακόμη κι έτσι, πάλι πέφτουν έξω οι εκτιμήσεις! Δηλαδή φανταστείτε πόσο τραγικά είναι τα πράγματα… Σα να έχεις φάει 5 γκολ στο πρώτο ημίχρονο, να χάνεις το ματς 1-5 και να σου λένε, άμα μετρήσουμε μόνο το 2ο ημίχρονο, κέρδισες…
Στις μέρες μας οι τίτλοι της οικονομικής ειδησεογραφίας μόνο σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν στον αναγνώστη: “Έρχονται μειώσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες…” “Οι μειώσεις των επιτοκίων θα καθυστερήσουν…” “Θα γίνουν αυξήσεις επιτοκίων αντί μειώσεων”.
Βρισκόμαστε στον κόσμο το οποίο περιέγραφε ο πολιτικός φιλόσοφος Antonio Gramsci. Στην εποχή των τεράτων, όπου ο παλαιός κόσμος δεν έχει πεθάνει ακόμη και ο νέος δεν έχει γεννηθεί. Αυτό συμβαίνει και στην παγκόσμια οικονομία και στην γεωπολιτική πραγματικότητα.
Ενδεικτικό αυτού ήταν η αντίδραση στα στοιχεία για τον δείκτη τιμών των δαπανών προσωπικής κατανάλωσης (Personal Consumption Expenditures) PCE στις ΗΠΑ.
Αν και ο βασικός πληθωρισμός PCE ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνος με τις συναινετικές εκτιμήσεις, το Bloomberg παρουσίασε δύο αντιφατικά ρεπορτάζ. Ένα από αυτά έγραφε «Τα ομόλογα ανεβαίνουν μετά το “Δεν υπάρχουν νέα κακά νέα” για τον πληθωρισμό».
Το άλλο διακήρυσσε: «Η μέτρηση του προτιμώμενου δείκτη πληθωρισμού της Fed αυξάνεται με ετήσιο ρεκόρ» και υπογράμμιζε ότι τα βασικά δεδομένα για το δείκτη PCE, σε ετήσια βάση για το εξάμηνο, ανέκαμψαν στο 2,5% τον Ιανουάριο, αφού παρέμειναν κάτω από αυτό τους προηγούμενους δύο μήνες, επισημαίνεται σε ανάλυση της Rabobank.
Να ληφθεί υπόψη ότι αυτός ο αριθμός προήλθε μετά από ένα συγκεχυμένο e-mail από το Bureau of Labor Statistics (BLS) που αργότερα προσπάθησε να ανακαλέσει.
Σε αυτό το μήνυμα, η BLS υποστήριξε ότι μια άνοδος του πληθωρισμού ενοικίων -ο δείκτης αυξήθηκε απροσδόκητα απότομα στον ΔΤΚ του Ιανουαρίου- οφειλόταν σε μια μετατόπιση των σειρών των στοιχείων η οποία θα μπορούσε είτε να σημαίνει ότι αυτή η αλλαγή ήταν μια διαρθρωτική μετατόπιση των τιμών ή στην πραγματικότητα ένα σφάλμα το όποιο θα μπορούσε να διορθωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
Συμπέρασμα; Καμία νίκη επί του πληθωρισμού δεν έχει επιτευχθεί, απλώς καταγράφεται μια συγκυριακή υποχώρηση – και βεβαίως η πολιτικά υπολογισμένη προσπάθεια να συσκοτιστεί η σημασία των στοιχείων που δεν στηρίζουν το τρέχον «αφήγημα» της Federal Reserve και της κυβέρνησης Biden. Έτσι, θα έπρεπε να πούμε το πλέον συνεπές αφήγημα που ταιριάζει με την τελευταία σειρά δεδομένων είναι ότι ενώ καταγράφεται ακόμη κάποια πρόοδο στην πορεία αποπληθωρισμού η αβεβαιότητα είναι το στοιχείο που επικρατεί.
Τα στοιχεία του ευρωπαϊκού πληθωρισμού για τον Φεβρουάριο υπογράμμισαν λίγο πολύ αυτό το στοιχείο της αβεβαιότητας. Η τρέχουσα τάση του σταδιακού αποπληθωρισμού, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία από την Ισπανία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και τη Γαλλία, παραμένει, αλλά τα νέα στοιχεία δεν αμβλύνουν τις ανησυχίες σχετικά με το ότι στα στοιχεία του πυρήνα του πληθωρισμού δεν ακολουθούν φθίνουσα πορεία.
Ο αρνητικός αντίκτυπος μιας πρόωρης κίνησης από τις κεντρικές τράπεζες εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερος από το κόστος της κάπως καθυστερημένης μείωσης των επιτοκίων: η αξιοπιστία θα δεχόταν άλλο ένα πλήγμα εάν μια αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων θα οδηγούσε σε μια ταχεία αναστροφή της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής – και γιαυτό δύσκολα θα περιμέναμε μια μείωση των επιτοκίων εντός του έτους που να δηλώνει ευθεία μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής.
Η υποταγή των κεντρικών τραπεζών στον εκλογικό κύκλο και η πρόωρη μείωση των επιτοκίων με τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα και ύφεση –καθόλου απίθανη εξέλιξη– θα προκαλούσε όχι απλώς διαμαρτυρίες αλλά κοινωνική έκρηξη. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο θεωρεί υπεύθυνη την ΕΚΤ για τις πιστωτικές συνθήκες στην Ευρωζώνη, εξέφρασε αυτή την εβδομάδα τη δυσφορία του για τον υψηλό πληθωρισμό και την αξιοπιστία των νομισματικών θεσμών.
Ωστόσο, η ΕΚΤ άρχισε να καλλιεργεί το αφήγημά της. Το Reuters σε δημοσίευμά του ανέφερε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έχει λάβει ορισμένες αποφάσεις. Σύμφωνα με τις πηγές τους, η ΕΚΤ σκοπεύει να υιοθετήσει ένα «κατώτατο όριο» (στο επιτόκιο) που βασίζεται στη ζήτηση (του τραπεζικού συστήματος για χρηματοδότηση).
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολιτικής, η κεντρική τράπεζα παρέχει όση ρευστότητα ζητούν οι τράπεζες, ενώ χρησιμοποιεί το επιτόκιο της πιστωτικής διευκόλυνσης προκειμένου να κατευθύνει τις αγορές χρήματος καθορίζοντας το χαμηλότερο επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες είναι πρόθυμες να δανείσουν η μία στην άλλη στη διατραπεζική αγορά. Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πολιτικής βασίζεται στην προθυμία των τραπεζών να δανειστούν από την ΕΚΤ. Αυτό σχετίζεται με το κόστος δανεισμού των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας.
Το βασικό σενάριο: Νίκη Τραμπ και γεωπολιτική «καταιγίδα»
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία παραγωγής της Κίνας, η μεταποιητική δραστηριότητα υποχώρησε ξανά τον Φεβρουάριο (ο επίσημος PMI 0,1 μονάδα μειώθηκε στο 49,1 τον Φεβρουάριο), αλλά η δραστηριότητα των υπηρεσιών αυξήθηκε κάπως (αύξηση 0,7 σε 51,4). Βοηθούν οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων στις αγορές μετοχών να δημιουργήσουν μια ανάκαμψη στο καταναλωτικό συναίσθημα και τις δαπάνες; Απίθανο.
Η ανάκαμψη στις υπηρεσίες πιθανότατα οφειλόταν στις ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες για διακοπές και όχι σε ένα σήμα ευρείας ανάκαμψης της οικονομίας. Εάν η μεταποίηση παραμείνει αδύναμη όσο αυξάνεται η δραστηριότητα των υπηρεσιών, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ίσως ότι η πολιτική απάντηση θα είναι αυτή που θα τονώσει την παραγωγή (και την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα) παρά την κατανάλωση.
Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο, αλλά σίγουρα όχι λιγότερο σημαντικό θέμα. Την Πέμπτη 1 Μαρτίου 2024, ο Λευκός Οίκος εξέδωσε δήλωση του Προέδρου Joe Biden σχετικά με τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας για την αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ.«Οι πολιτικές της Κίνας θα μπορούσαν να πλημμυρίσουν την αγορά μας με τα οχήματά της, θέτοντας κινδύνους για την εθνική μας ασφάλεια. Δεν πρόκειται να επιτρέψω να συμβεί αυτό κατά τη γνώμη μου», δήλωσε ο Biden.
Το βασικό μέλημα εδώ είναι η σύνδεση και η συλλογή ευαίσθητων ταχνολόγικών δεδομένων από νέα οχήματα και έτσι η κυβέρνηση Biden ξεκινά έρευνα όσον αφορά σε αυτούς τους κινδύνους. Αυτό είναι στην πραγματικότητα ένα βήμα πιο κοντά σε οριστικές απαγορεύσεις στα κινεζικά αυτοκίνητα, όχι σε δασμούς, όπως πρότεινε ο Biden.
Αλλά το αποτέλεσμα μπορεί κάλλιστα να είναι το ίδιο. Δείχνει επίσης ότι ο σημερινός Λευκός Οίκος γνωρίζει πολύ καλά την πίεση που δέχεται με τις εκλογές να πλησιάζουν και τα υποτονικά ποσοστά αποδοχής του Biden στις δημοσκοπήσεις.
Ο Biden μπορεί να θέλει να «υφαρπάξει» την πολιτική του Trump έναντι της Κίνας ο οποίος επέβαλε υψηλούς δασμούς – η οποία συναντά ένα ευρύτερο ακροατήριο. Ο αναλυτής Philip Marey πιστεύει μάλιστα ότι, εξετάζοντας τις προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, η τρέχουσα κατάσταση για τον Biden μπορεί να είναι τόσο καλή όσο γίνεται.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι –βλέποντας τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις– κάποιος είναι σχεδόν αναγκασμένος να θεωρήσει τη νίκη του Trump ως το βασικό σενάριο, παρόλο που εξακολουθεί να υπάρχει τόση αβεβαιότητα, σύμφωνα με την ανάλυση της Robobank. Δεδομένης της πρώτης θητείας του Trump στην εξουσία και των πρόσφατων δηλώσεων του για την εμπορική πολιτική, θα πρέπει να περιμένουμε μια ευρεία αύξηση των εισαγωγικών δασμών υπό την προεδρία Trump, υποστηρίζει ο Marey.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάκαμψη του πληθωρισμού, ειδικά το 2025, περιπλέκοντας την αποστολή της Fed να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο στόχο του 2% με βιώσιμο τρόπο. Κατά συνέπεια αυτό θα μπορούσε να μειώσει το μέγεθος των μειώσεων επιτοκίων που έχει στον προγραμματισμό της η Fed για το 2025.
Δεν χρειάζεται να υποστηρίζουμε ότι αυτό θα μπορούσε επίσης να έχει σοβαρές παγκόσμιες επιπτώσεις. O Πρόεδρος Μάο, ως γνωστόν, είπε τη διάσημη ρήση«μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση»… Οι τεκτονικές αλλαγές στις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες θα κλυδωνίζουν επί μακρόν τις οικονομίες και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
ΔΝΤ: Προοικονομεί νέο κύμα πληθωρισμού λόγω ναυτιλιακής κρίσης
Η κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα που προκάλεσαν οι επιθέσεις των ανταρτών Houthis στα εμπορικά πλοία, ενδέχεται να οδηγήσει σε νέο κύμα πληθωρισμού παγκοσμίως αν συνεχιστεί μέσα στους επόμενους μήνες, προειδοποιούν τώρα οι οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Όπως αναφέρεται, τους τελευταίους μήνες το παγκόσμιο εμπόριο έχει συρρικνωθεί λόγω διαταραχών σε δύο κρίσιμες ναυτιλιακές διαδρομές. Οι επιθέσεις σε πλοία στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας μείωσαν την κυκλοφορία μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, της συντομότερης θαλάσσιας διαδρομής μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, μέσω της οποίας διέρχεται κανονικά περίπου το 15% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου.
Ως αποτέλεσμα, αρκετές ναυτιλιακές εταιρείες εκτρέπουν τα πλοία γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αυτό αύξησε τους χρόνους παράδοσης κατά 10 ημέρες ή περισσότερο κατά μέσο όρο.
Στην άλλη άκρη του κόσμου, μια σοβαρή ξηρασία στη Διώρυγα του Παναμά ανάγκασε τις αρχές να επιβάλουν περιορισμούς που μείωσαν σημαντικά τις ημερήσιες διελεύσεις πλοίων από τον περασμένο Οκτώβριο, επιβραδύνοντας το θαλάσσιο εμπόριο μέσω ενός άλλου βασικού σημείου ασφυξίας που συνήθως αντιπροσωπεύει περίπου το 5% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορικές συναλλαγές.
Ο όγκος του εμπορίου που διήλθε από τη Διώρυγα του Σουέζ μειώθηκε κατά 50% σε ετήσια βάση κατά τους δύο πρώτους μήνες του έτους και ο όγκος του εμπορίου που διέρχεται από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας αυξήθηκε κατά 74%. Εν τω μεταξύ, ο όγκος εμπορίου μέσω της Διώρυγας του Παναμά μειώθηκε κατά σχεδόν 32% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
«Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2024, σημειώθηκε μείωση 6,7% κλήσεις λιμένων προς τα 70 λιμάνια στην υποσαχάρια Αφρική. Η αντίστοιχη πτώση για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία ήταν 5,3%. Αυτές οι μειώσεις πιθανότατα αντανακλούν τις παροδικές επιπτώσεις των μεγαλύτερων χρόνων αποστολής.
Εάν συνεχιστούν, οι επιπτώσεις αυτών των διαταραχών θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν προσωρινά ορισμένες αλυσίδες εφοδιασμού στις πληγείσες χώρες και να προκαλέσουν ανοδική πίεση στον πληθωρισμό (εν μέρει λόγω του υψηλότερου κόστους αποστολής).
Μια σημαντική συνέπεια αυτών των διαταραχών στη ναυτιλία είναι ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές (και εξαγωγές) που βασίζονται σε τελωνειακά αρχεία ενδέχεται να επηρεαστούν από τις προσωρινές επιπτώσεις των πλοίων που επαναδρομολογούνται. Αυτό θα καταστήσει πιο δύσκολο να μετρηθεί η υποκείμενη δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου και της οικονομικής δραστηριότητας τους επόμενους μήνες.
Για παράδειγμα, οι εκθέσεις για το εμπόριο εμπορευμάτων για τον Ιανουάριο σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης ενδέχεται να δείχνουν επιβράδυνση της αύξησης των εισαγωγών καθώς ορισμένες εισαγωγές που κανονικά θα είχαν καταγραφεί τον Ιανουάριο παραδόθηκαν μόνο τον Φεβρουάριο.
Για τον ίδιο λόγο, πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος που λαμβάνουν σημαντικό μερίδιο των δημοσιονομικών τους εσόδων από εισαγωγικούς δασμούς (και εξαγωγικούς φόρους) ενδέχεται να αναφέρουν χαμηλότερα δημοσιονομικά έσοδα από τα αναμενόμενα για τον Ιανουάριο», σχολιάζει το ΔΝΤ.